Tumgik
#πεζογραφία
δε μπόρεσα
να σ’ αντικαταστήσω
με κανέναν.
όχι γιατί ήσουν αναντικατάστατος
απλώς γιατί από έρωτα σε έρωτα
πάντα μεσολαβεί λίγο κενό.
- Ντίνος Χριστιανόπουλος
222 notes · View notes
visions-of-hlliana · 11 months
Text
Μία απλή συνήθεια
Συνήθισα ξέρεις.
Όσο περνάει ο καιρός προσαρμόζομαι, αλήθεια σου λέω.
Έμαθα πως να βάζω πλυντήριο μόνο μου, έμαθα τον δρόμο για την αγαπημένη μου πλατεία.
Συνήθισα ξέρεις.
Ναι μαμά ένα ένα σιγά-σιγά τα μαθαίνω, αλήθεια σου λέω.
Όταν κάνω μπάνιο ξέρω ότι πρέπει να λυγίσω το χέρι μου γιατί το ταβάνι στο καινούργιο μου μπάνιο είναι πολύ χαμηλό ξέρεις, και έτσι πλέον δεν χτυπάω το χέρι μου όπως το πρώτο βράδυ.
Συνήθισα ξέρεις.
Πεινάω εδώ και βδομάδες.
Μα δεν μπορώ να με σταματήσω, και δεν θέλω.
Δεν μπορώ να με σηκώσω από το κρεβάτι, και έτσι μένω παρατημένο εκεί σαν πτώμα, το δέρμα μου κάτασπρο και το είναι μου αδυνατισμένο.
Ο μόνος λόγος που σηκώνομαι είναι για να βάλω φαι στην γατούλα μου ξέρεις.
Καίει το στόμα μου από τα τσιγάρα, έχω χάσει το μέτρημα.
Ναι είναι πολύ ωραίο να είσαι μόνος σου.
Έχετε όλοι δίκιο.
Είναι πολύ ωραίο να μην έχω κανέναν να με νοιάζεται.
Είναι μια απλή συνήθεια να θυμάμαι κάθε μέρα πως δεν υπάρχει κάποιος να με αγαπήσει.
Και πως δεν με αγαπάω καλά καλά εγώ.
Κάποιος να με ξυπνήσει και να μου πει να προσπαθήσω.
Κάποιος να μου αρπάξει το 10ο τσιγάρο από τα χείλη μου και να μου πει να σταματήσω.
Κάποιος να με πάρει αγκαλιά καθώς πέφτω στην μπανιέρα και κάθομαι εκεί με το καυτό νερό να τρυπάει το δέρμα μου. Να με βγάλει έξω και να με τυλίξει με μια πετσέτα.
Είναι μια απλή συνήθεια να μην σταματάει το αίμα, και να μην βρίσκω έναν γαμημενο λόγο για να μην το κάνω να κυλήσει παραπάνω εδώ και τώρα.
Μια τηλεόραση που είναι πάντα κλειστή γιατί δεν αντέχω την βαβούρα και ένας νεροχύτης γεμάτος πιάτα άπλυτα.
Νόμιζα ήμουν εδώ μερικές μέρες μονάχα μα ο πατέρας μου μου είπε ότι έχουν περάσει 3 μήνες.
Είναι μια απλή συνήθεια του λέω.
Να μην καταλαβαίνω τι γίνεται τριγύρω μου.
Να σαπίζω.
Και να μην με νοιάζει.
Καθώς οι τριγύρω μου να θεωρούν δεδομένα τα άτομα που τους αγαπάνε.
Είναι μια απλή συνήθεια να πιάνω τα μαχαίρια και να τα σφίγγω στα χέρια μου.
Και να προσπαθώ να με ηρεμήσω μόνο μου.
Γιατί κανέναν δεν έχω.
Και εγώ το διάλεξα.
Τι μέρα είναι σήμερα είπαμε; Ποια χρονιά;
Μια απλή συνήθεια λέω είναι.
Το να μην θέλω να ζω πια.
36 notes · View notes
skepsh-rypansh · 11 months
Text
Και αφού δεν μπορώ να σου διαβάζω ποιήματα όλη μέρα•
Και αφού δεν μπορώ να σου κρατώ το χέρι και να σε χαζεύω, κάνω μισή ζωή.
Απ' αυτό το άθλιο είδος της ζωής που νόημα δεν έχει, που μοιάζει με επιβίωση.
Και σκέφτομαι τα μάτια σου, τα χείλη σου, τα χέρια σου -τα μάτια σου, την ρυτίδα πάνω από την μύτη σου -τα μάτια σου.
Τα μάτια σου.
Και τι δεν θα 'δινα για να κοιτάξω μέσα τους έστω για μια στιγμή.
Και θυμάμαι όταν μου είπες πως σου 'ναι δύσκολη η οπτική επαφή... κι εγώ απάντησα "καταλαβαίνω".
Κι όμως.
Τώρα το μόνο που βλέπω κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου, είναι τα δικά σου.
Και θα έδινα κάθε δευτερόλεπτο της -μισής- μου -πλέον- ζωής, για να μπορέσω να δω τα μάτια σου χωρίς να χρειαστεί να κλείσω τα δικά μου.
Κι αφού δεν μπορώ να τα κοιτάξω•
Κι αφού δεν μπορώ να σου διαβάζω ποιήματα όλη μέρα, σου έγραψα κάτι παρόμοιο, που ίσως κάποτε διαβάσεις.
Και η μόνη σκέψη που μου τρώει το μυαλό καθώς το γραφώ, είναι πόσο τυχερό θα 'ναι το κείμενο αυτό αν κάποια μέρα φτάσει σε 'σένα, γιατί θα αντικρίσει τα μάτια σου.
Και κάπως έτσι κατάλαβα γιατί οι καταιγίδες παίρνουν ονόματα ανθρώπων.
Υ.Γ. Κάτι δικό μου.
7 notes · View notes
singingtiramisu · 8 months
Text
Συζήτηση
Έβρεχε και τα σύννεφα της καταιγίδας
φαίνονταν να κρέμονται βαριά πάνω στον νυχτερινό ουρανό.
Ένιωσα μέσα μου ένα βάρος
σαν η ψυχή μου να δένεται χίλιους κόμπους
σαν κάποιος πόθος που αγνοούσα χρόνια
να παίρνει ξανά θάρρος και να ουρλιάζει.
Ένιωσα να καπνίσω, να ζωστώ την ομπρέλα μου
και να εξοπλιστώ με το εγώ μου
Να βγω να περπατήσω
Να μιλήσω σε ό,τι είναι αυτό που ονομάζουμε
Θεό.
Δεν μου έλειπε το θάρρος, ή η ξεροκεφαλιά
Βγήκα και περπάτησα, κάπνισα, αναπόλησα
Ξεκίνησα το βάδην μου χωρίς να ορίσω προορισμό
Βρέθηκα στον δρόμο για το δημοτικό σχολειό μου, θυμήθηκα εικόνες από όταν ήμουν παιδί
Πόσες έγνοιες και προβληματισμοί, άγνωστες έννοιες σαν άγνωστες λέξεις
Τι ήταν ο φόβος για το αύριο;
Η ανησυχία του μέλλοντος;
Όταν ήμασταν παιδιά, σαν όντα αθάνατα,γελαστά
Χωρίς περιορισμούς
Όπλο μας η φαντασία, το γέλιο
Πριν προλάβω να βυθιστώ πολύ στο παλιό αυτό παραμύθι
Έπιασα τον εαυτό μου να τραβάει για το γυμνάσιο
Όταν έφτασα κοντοστάθηκα
Άγγιξα τα σκουριασμένα κάγκελα του φράχτη
Είδα τον εαυτό μου
να ερωτεύεται
να πληγώνεται, να ελπίζει και να προσπαθεί ξανά.
Πόσο θα ήθελα να είχα την καρδιά που είχα τότε.
Μήπως την είχα ακόμα; Ποιος ξέρει;
Κάποια στιγμή αποφάσισα να γυρίσω στο σπίτι.
Τότε έλαμψε στη συνείδηση μου πως δεν είχα βγάλει άχνα στον Θεό, και ας είχα βγει εξαρχής
μαζί Του να μιλήσω.
Μια ηρεμία όμως βασίλευσε στην καρδιά μου.
Τα είχαμε συζητήσει όλα.
2 notes · View notes
helenaxchrs · 1 year
Text
Πέρασε σαν τον άνεμο
Γύρισε, με κοίταξε και χάθηκα στα μάτια της. 
Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα πέρα απ΄το δροσερό αεράκι που χαΐδευε τα μαλλιά της την πρώτη φορά που την γνώρισα. 
Τότε, σε εκείνη την παραλία, θυμάσαι που στά'λεγα; 
Αυτό το γλυκό χαμόγελο ποτέ δεν σταμάτησε να με διαλύει, σαν νήμα που σταδιακά ξετυλίγεται, παρά το ελαφρώς πασαλειμμένο της κραγιόν. Και αυτή η εικόνα μού'μεινε στο μυαλό, αυτή η εικόνα που δέν ξεθώριασε ούτε λίγο μέσα στις τόσες βδομάδες, που γίναν μήνες, που γίναν χρόνια... 
Ξέρεις, μέρες σαν κι'αυτές είναι που αναρωτιέμαι τι κάνει. Μία παρουσία τόσο βαθιά μα εφήμερη, σαν μια αλκυονίδα μέρα μέσα στον βαθύ παγετό, σαν ένα ψυχρό αεράκι σε κάποιο μεσημέρι του αυγούστου, σαν, σαν... 
7 notes · View notes
vardavas · 26 days
Text
Ζείδωρη απόλαυση (Για το βιβλίο του Θάνου Σταθόπουλου "Η διασκευή του εαυτού μου στις 06:30", εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2023)
Θάνος Σταθόπουλος, Η διασκευή του εαυτού μου στις 06:30, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2023, ISBN: 978-960-572-617-1.   Ο Θάνος Σταθόπουλος μέσα από μια sui generis γραφή σαγηνεύει τον αναγνώστη και τον οδηγεί στη ζείδωρη απόλαυση. Συνδυάζοντας την ποίηση με το δοκίμιο και την αποφθεγματική γλώσσα σφηρυλατεί ένα πολυπρισματικό έργο στο οποίο ο αναγνώστης επανέρχεται ξανά και ξανά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 1 year
Text
ΜΑΡΙΑ ΚΑΜΗΛΑΚΗ ΜΑΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ - ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
Μαρία Καμηλάκη – Σφουγγάρια της λήθης ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΜΗΛΑΚΗ ΜΑΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ – ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ Πίνακας εξωφύλλου: Λίλιαν Μανολακάκη Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας αναζητούν τη λύτρωση έστω κι αν χρειαστεί να περάσουν πάνω από πυρωμένο σίδερο. Μνήμες θλίψης, οργής και απόρριψης αποθηκεύονται βαθιά μέσα τους και οδοιπορούν κυνηγώντας το όνειρο, ελπίζοντας στο…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
mysterydark · 5 months
Text
Διαβάζω ποίηση.
Βαριέμαι την πεζογραφία.
Η μουσική με χαλαρώνει
αλλά η ζωγραφική με εξαντλεί.
Θα ήθελα να ήμουν γλύπτης
να μην έχω στεριά
να χαράζω γλυπτά σε κύματα
από θραύσματα.
Αν δεν ήμουν ότι είμαι
θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος
διαφορερικός.
Ίσως φωτογράφος σε ένα δειλινό
δίχως πρόσωπα μα με τόση βιασύνη.
Μου αρέσει να γράφω ποίηματα
και αγνοώ όσα δεν κατάφερα να γράψω μέχρι τώρα.
Άλλωστε δεν γεννηθήκαμε για να προλαβαίνουμε
αλλά για να ζούμε όπως επιθυμούμε.
Από όλες τις τέχνες
δεν ξεχωρίζω τίνος είναι η καλύτερη επιλογή
ή προτίμηση.
Αγάπησα τα κόμικς και τις ταινίες.
Αν ήμουν ηθοποιός προφανώς θα ήθελα να είμαι κάποιος διαφορετικός.
Γιαυτό όταν μαγειρεύω από όλες εκείνες
τις εφαρμοσμένες τέχνες
καταλήγω σε ενα προφιτερόλ ή καλύτερα σε ένα σουβλάκι από κανελόνια.
10 notes · View notes
justforbooks · 2 months
Text
Tumblr media
Μια σύγκριση των μεταφράσεων της «Μαντάμ Μποβαρί» στα ελληνικά με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία της νέας έκδοσης του σπουδαίου έργου του Φλομπέρ από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε απόδοση Ρίτας Κολαΐτη.
«Με τη δουλειά του Φλομπέρ η πεζογραφία έχασε τον στιγματισμό της αισθητικής κατωτερότητας. Από τότε, η τέχνη του μυθιστορήματος θεωρήθηκε ίση με την τέχνη της ποίησης», γράφει στο Αστείο ο Μίλαν Κούντερα για τον συγγραφέα που έμελλε να μετατρέψει τους απλούς πρωταγωνιστές της καθημερινότητας σε δραματικούς ήρωες, γεμάτους ποιητικά οράματα και εμμονές, ακριβώς όπως ο ίδιος. Κανένα θρησκευτικό δίδαγμα και κανείς δικαστής, σύζυγος ή ιερέας δεν μπορεί, για παράδειγμα, να περιορίσει την ανεξέλεγκτη φαντασιοκοπία της πρωταγωνίστριας του πλέον εμβληματικού βιβλίου του Μαντάμ Μποβαρί, η οποία άρχισε να στήνει από νωρίς τις δικές της νοερές ιστορίες μέσα στο εξομολογητήριο, φέρνοντας από εκείνο το σημείο κι ύστερα τον δημιουργό της αντιμέτωπο με το θρησκευτικό και κοινωνικό κατεστημένο. Για εκείνον, όμως, το μόνο μέτρο και όριο, ικανό να τον περιορίσει, ήταν η λογοτεχνική ακρίβεια. «Θέλω να χωρέσω τον ωκεανό σε μια καράφα», έλεγε με περίσσιο ενθουσιασμό στην ξαδέλφη του Ναπολέοντα, πριγκίπισσα Ματθίλδη, μιλώντας για την τέχνη του, καθώς επέστρεφαν από ένα δείπνο αμέσως μόλις είχε εκδώσει το εκρηκτικό Σαλαμπό, με αυτές τις ευεργετικά πλούσιες περιγραφές από μακρινές χώρες της Ανατολής, ποιητικές ενοράσεις και έντονες αισθησιακές συνάφειες, σαν αυτές που είχαμε δει προηγουμένως να ψηλώνουν τον νου της κυρίας Μποβαρί και αποτέλεσαν έναν από τους λόγους που παραπέμφθηκε ο δημιουργός της σε δίκη.
Οι υπόλοιποι λόγοι της παραπομπής είναι ακριβώς αυτοί που καθιστούν το έργο ένα μοντέρνο αριστούργημα. Αποφεύγοντας τους συναισθηματισμούς των ρομαντικών μυθιστορημάτων της εποχής του ο Φλομπέρ στέκεται με ουδετερότητα απέναντι στα πάθη και τις απιστίες της ηρωίδας του, ενώ τολμά να της παραχωρήσει, αν και γυναίκα, το δικαίωμα στην ερωτική επιθυμία. Είναι προφανές πως και αυτό εξόργισε τους δικαστές, που καταφέρθηκαν με δριμύτητα εναντίον του βιβλίου, το ότι οι ασωτίες της Μαντάμ Μποβαρί με τον Ροντόλφ και τον Λεόν βασική αιτία δεν είχαν κάποιον καταπιεστικό σύζυγο –ακριβώς το αντίθετο– αλλά τη σωματική και συναισθηματική της ανάγκη για παραπάνω περιπέτειες και για διεκδίκηση ενός κόσμου που η ίδια μέχρι τότε απολάμβανε αποκλειστικά μέσα από τη λογοτεχνία. Η σύγκρουση του κόσμου της ποιητικής φαντασίας με την πραγματικότητα είναι, άλλωστε, ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά του βιβλίου που δικαιολογούν και την άμεση σύνδεση του Φλομπέρ με την ηρωίδα του (το γνωστό «Η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ»). Η ρηξικέλευθη απόφαση του συγγραφέα να της χαρίσει έναν ρομαντικό θάνατο με αρσενικό την ώρα που στον καλοκάγαθο σύζυγό της Σαρλ απλώς επιφυλάσσει μια ασήμαντη τελευτή, συνδέοντάς την έτσι με έναν πιο ποιητικό τρόπο ζωής, δείχνει την προνομιακή σχέση που είχε ο Φλομπέρ με την τολμηρή του πρωταγωνίστρια μέχρι τέλους.
Επομένως, είναι αυτή η διαρκής ακροβασία μεταξύ του ακραίου ρεαλισμού και της ποίησης, οι αριστοτεχνικές περιγραφές του εξωτερικού κόσμου που πολλές φορές είναι ανάλογος με τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας, ο τρόπος που η φύση μεταμορφώνεται στα μάτια της μετά από κάθε ερωτική συνεύρεση, αποδεικνύοντας την ένταση της πράξης, η αισθαντικότητα κάθε θρησκευτικής περιγραφής που προμηνύει τις περιγραφές στον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου αλλά και οι αμφισημίες των εννοιών και των λέξεων που απαιτούν έναν πολύ ικανό μεταφραστή, ο οποίος θα πρέπει να προσεγγίζει με λεπτή φροντίδα αλλά και λεκτική ακρίβεια το πρωτότυπο.
Είναι γνωστή η εμμονή του Φλομπέρ όχι μόνο με την ακρίβεια της λέξης –η περίφημη θέση του για τη mot juste– αλλά και με τη μουσικότητα του ύφους και την «άψογα λειασμένη φράση», όπως θα έλεγε αργότερα σε κριτική του ο Τιερί Λαζέ. Δεν είναι να απορείς που ο Γάλλος συγγραφέας θα παρέδιδε τις 500 σελίδες της Μαντάμ Μποβαρί για δημοσίευση σε συνέχειες στην «Επιθεώρηση του Παρισιού» το 1856, ύστερα από μια πενταετία εντατικής συγγραφής και ένα σύνολο 4.500 χειρογράφων. Όσο για τη σύλληψη του βιβλίου, τον απασχολούσε χρόνια, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, το Λίβανο, την Κωνσταντινούπολη, την Ιταλία αλλά και την Ελλάδα, με τις μεστές εμπειρίες του να αποτυπώνονται με διαφορετικούς τρόπους στις σελίδες της.
Ως εκ τούτου, καμία λεπτομέρεια δεν πρέπει να προσπερνιέται με βιασύνη και καμία λέξη να προσεγγίζεται ανυποψίαστα χωρίς να εξετάζονται οι πολλαπλές της συνδηλώσεις, όταν πρόκειται για τη μετάφραση της Μαντάμ Μποβαρί. Ωστόσο, έχει κανείς την εντύπωση ότι στις περισσότερες από αυτές –γιατί κυκλοφορούν πλέον αρκετές στα ελληνικά– το εν λόγω έργο αντιμετωπίζεται απλώς ως η περίπτωση της εξιστόρησης του δράματος, προσωπικού και οικονομικού, μιας απελπισμένης γυναίκας στην επαρχιακή Γαλλία του 19ου αιώνα και των ερωτικών ή οικονομικών της ατασθαλιών, ως ένα ακόμα κλασικό μυθιστόρημα ανάμεσα στα άλλα. Κάποιες, μάλιστα, μεταφραστικές απόπειρες δείχνουν να μην έχουν κανένα σχέδιο, να μη συνοδεύονται από πολύτιμα για τον αναγνώστη πραγματολογικά σχόλια ή να μην εμπλουτίζονται από κείμενα που θα αναδείκνυαν τη σπουδαιότητα του αριστουργηματικού αυτού κειμένου σήμερα. Ειδικά μετά τις διαφορετικές ερμηνείες που έχουν αποδοθεί στο κείμενο, με την τελευταία να φέρνει την Έμα κοντά στα φεμινιστικά κείμενα, είναι χαρακτηριστική η επίγνωση που δείχνει η πρωταγωνίστρια για τον ρόλο της γυναίκας στην εποχή της, όπως οι σκέψεις που εκφράζει όταν φέρνει στη ζωή τη κόρη της – που πραγματικά απορείς όταν δεν αντιλαμβάνονται πόσο μοντέρνο μπορεί να αντηχεί το κείμενο αυτό στις μέρες μας. Υπάρχει, μάλιστα, το παράδοξο αρκετές μεταφράσεις, αν και πιο πρόσφατες, να μοιάζουν εντελώς αναχρονιστικές, ενώ άλλες, αν και γραμμένες σε μοντέρνο και σύγχρονο ύφος, να έχουν σοβαρές παρανοήσεις.
Στην Ελλάδα μετράμε ήδη δέκα μεταφράσεις της Μαντάμ Μποβαρί, εκτός από την πολυσυζητημένη μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, η οποία κυκλοφόρησε το 1923 (κυκλοφορούσε επί μία δεκαετία σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς»), με τον β’ τόμο να τον αναλαμβάνει άλλος μεταφραστής, καθώς ο Θεοτόκης είχε εν τω μεταξύ πεθάνει, και σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Στις ήδη καταγεγραμμένες μεταφράσεις της Μαντάμ Μποβαρί περιλαμβάνονται αυτή του Νίκου Σαρλή (Δαμιανός), του Κώστα Κουλουφάκου (αδελφοί Συρόπουλοι & Κ. Κουμουνδουρέας), της Αλίκης Βρανά (Δαρεμά), του Ιάνη Λο Σκόκκο (Πάπυρος), του Μπάμπη Λυκούδη (Εξάντας), της Τζένης Μπαριάμη (De Agostini), της Βασιλικής Κοκκίνου (Μίνωας)· πιο πρόσφατες είναι αυτή του Athens Review of Books από τη Μαρίνα Κουνεζή, η οποία διατηρεί και τον αρχικό υπότιτλο, Επαρχιακά Ήθη, και της Ρίτας Κολαΐτη για τις εκδόσεις Ψυχογιός. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την αναζήτηση των σχετικών υφιστάμενων μεταφράσεων του βιβλίου σε κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας με έκπληξη διαπιστώσαμε πως η μόνη διαθέσιμη σε μεγάλη αλυσίδα βιβλιοπωλείων ήταν αυτή των εκδόσεων Υδροπλάνο, χωρίς να αναγράφεται καν το όνομα του μεταφραστή(!).
Μέχρι σήμερα η πιο ιστορική μετάφραση είναι αυτή του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, με τον τίτλο Κυρία Μποβαρύ, καθώς ήταν και η πρώτη που έγινε στην Ελλάδα και μάλιστα από έναν αναγνωρισμένο μεταφραστή και συγγραφέα. Παρά τις παρανοήσεις που δικαιολογούνται από τα ελλιπή μέσα που είχε ο μεταφραστής στη διάθεσή του, ο Θεοτόκης, δείχνοντας ενθουσιασμένος από το πρωτότυπο, αποδίδει το πνεύμα και την ατμόσφαιρα του έργου. Υπάρχουν, φυσικά, παρανοήσεις καθώς σε κάποια σημεία μπλέκονται οι χρόνοι, με τους οποίους πειραματίζεται ο Φλομπέρ, ενώ πολλές φορές η γλαφυρότητα του ύφους αποδίδεται μέσα από τοπικά, ελληνικά ιδιώματα και από μεταφορές που εμπνέονται από τα επτανησιακά πειράγματα. ενώ υπάρχουν αναλογίες με τις δικές καθημερινές κοινωνικές και εκκλησιαστικές συνήθειες που καμία σχέση δεν έχουν με τη γαλλική κοινωνία και την καθολική θρησκεία.
Αρκετά είναι τα προβλήματα που προκύπτουν και στην πιο έγκυρη μέχρι πρότινος μετάφραση της Μαντάμ Μποβαρί, του Μπάμπη Λυκούδη, με το ύφος να μοιάζει αρκετά πιο τραχύ για τα δεδομένα του Φλομπέρ, ενώ πολλές φορές ακυρώνονται και οι κρίσιμες αμφισημίες (για παράδειγμα, με το «suffoquant» ο Φλομπέρ αναφέρεται στο ασφυκτικό περιβάλλον και όχι στο «πλάνταγμα», το επαναλαμβανόμενο irritation, εν προκειμένω, έχει να κάνει με την ερωτική αναστάτωση και τον ερεθισμό και όχι τόσο με τον θυμό, όπως το αποδίδει.). Προβλήματα, επίσης, εμφανίζει η μετάφραση της Βασιλικής Κοκκίνου, η οποία αν και μοιάζει η πιο άρτια όσον αφορά το νεοελληνικό ύφος που συνάδει με τη γλώσσα της εποχής μας, έχει σοβαρότατες παρερμηνείες, παραλείψεις και προβλήματα που αφορούν την έλλειψη έρε��νας. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αποδίδεται λάθος η αφιέρωση του βιβλίου στον Λουί Μπουγιέ αντί για Μπουιλέ, γιατί είναι σαν να αποτρέπει τον αναγνώστη εξαρχής από την ανάγνωσή του. Τα πιο σοβαρά, όμως, θέματα απ’ όλες τις μεταφράσεις έχει αυτή του Νίκου Σαρλή, καθώς όχι μόνο αποδίδονται λάθος εκφράσεις και τοπωνύμια αλλά παραλείπονται καίριες φράσεις και δεν εξυπηρετούνται καν οι ανάγκες του ύφους, ενώ δεν υπάρχει καν πιστότητα στην ορολογία (π.χ. τα περίφημα ηράνθεμα, «primevère» στα γαλλικά, που συναντώνται σε διαφορετικά σημεία, αποδίδονται ως πασχαλιές!).
Γι’ αυτό η πρόσφατη κυκλοφορία της νέας μετάφρασης του εμβληματικού έργου της Μαντάμ Μποβαρί από τη Ρίτα Κολαΐτη στη σειρά «Τα Κλασικά» των εκδόσεων Ψυχογιός συνιστά εκδοτικό γεγονός, καθώς έρχεται να συμπληρώσει διάφορες ελλείψεις, να αποκαταστήσει παρανοήσεις και κυρίως να αποσαφηνίσει αρκετά προβληματικά σημεία του πρωτότυπου κειμένου. Η μεταφράστρια προσφεύγει σε υποσημειώσεις, όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, ενώ φαίνεται να γνωρίζει με ακρίβεια πού ακριβώς αναφέρεται ο συγγραφέας του «Μπουβάρ και Πεκισέ» με το ενίοτε ειρωνικό του ύφος, προαναγγέλλοντας το ημιτελές αυτό τελευταίο του έργο όταν θέλει να ειρωνευτεί την αβελτηρία και τα λογοτεχνικά ήθη της εποχής. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι η μεταφράστρια αφουγκράζεται τη μουσικότητα του ύφους του συγγραφέα, ακολουθώντας τον ρυθμό του και αποδεικνύοντας ότι ο βασικότερος λόγος για να μεταφράσει κανείς ένα τέτοιο κείμενο σήμερα είναι από βαθιά αγάπη γι’ αυτό (ο Στάινερ δεν είχε πει τυχαία ότι η μετάφραση πρέπει πρωτίστως να γίνεται από ένα βαθύ χρέος αγάπης). Μοναδική μας ένσταση είναι κάποιες μεταφραστικές επιλογές που αντιστοιχούν σε μια απαρχαιωμένη δημώδη ελληνική γλώσσα, η οποία ελάχιστα έχει θέση στον σύγχρονο νεοελληνικό λόγο (π.χ. «κοτάει να σταυρώσει τα πόδια του», «κουτσούβελα», «μαγερειό», «περπατησιά» ή ακόμα «μετρέσα», μια επιλογή στην οποία επέμενε μεταφραστικά και ο Μπάμπης Λυκούδης).
Υπάρχουν, όμως, άπειροι άλλοι λόγοι για να προτιμήσει κανείς την παρούσα έκδοση, καθώς συμπληρώνεται από το απολαυστικό προσάρτημα με όλα τα πρακτικά της δίκης κατά του έργου –κυρίως το κατηγορητήριο και τον υπερασπιστικό λόγο–, όπου καταλαβαίνει κανείς τη βαθιά επίδραση που άσκησε η Μαντάμ Μποβαρί στην εποχή της, καθώς και από ένα καίριο επίμετρο με το πολύ ωραίο κείμενο του Τιερί Λαζέ, όπου εντοπίζεται όλη η αισθησιακή και ποιητική ομορφιά του έργου. «Η αφηγηματική ύπνωση μες στην οποία δημιουργεί ο Φλομπέρ προέρχεται από την Ανατολή, της οποίας τα διδάγματα αφομοίωσε: συμπίπτει με την κυριαρχία των αντιθέσεων, αυτή την αρμονία ετερόκλητων πραγμάτων, όπου οσφραινόμαστε τη μυρωδιά των λεμονόδεντρων και συνάμα εκείνη των πτωμάτων», γράφει χαρακτηριστικά ο επίσης συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Λαζέ, για να συμπληρώσει αριστουργηματικά πως «μέχρι τότε, ο Φλομπέρ απολάμβανε αυτή την αέναη πρόσμειξη ψευδαίσθησης και πραγματικότητας μόνο σε ένα βιβλίο, ένα γιγάντιο έργο, αυτή την Ανατολή του μυθιστορήματος που είναι το έργο του Θερβάντες, κάτι ανάμεσα στην αναζήτηση του ιερού Γκράαλ και στην αναζήτηση του πραγματικού, αυτό τον Δον Κιχώτη τον οποίο ήξερε απέξω προτού καν μάθει να διαβάζει και του οποίου τις εικόνες χρωμάτιζε τότε που ήταν παιδί». Δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια αλλά se non è vero, è bon trovato.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
4 notes · View notes
madragoras · 3 months
Text
0 notes
konmarkimageswords · 3 months
Text
Tumblr media
Φεγγαρόφωτο, τα πίνω μόνος
Μια κούπα κρασί, κάτω από τ΄ ανθισμένα δέντρα κανένας φίλος εδώ γύρω. Τα πίνω μόνος. Υψώνω την κούπα μου, ζητώντας από το φεγγάρι να γίνουμε τρεις μαζί με τη σκιά μου. Αλίμονο, το φεγγάρι δεν έχει ιδέα από ποτό κι η σκιά το μόνο που ξέρει είναι να σέρνεται στο πλάι μου. Κι όμως με φίλο το φεγγάρι και σκλαβάκι τη σκιά μου θα τα καταφέρω μια χαρά ως το τέλος της Άνοιξης. Τραγουδώ και το φεγγάρι σιγοντάρει με τις αχτίνες του χορεύω κι η σκιά μου τρεκλίζει από κοντά. Κι όταν μας περνάει το μεθύσι, μοιραζόμαστε χαρές. Τώρα πάλι μεθυσμένοι, ο καθένας παίρνει το δρόμο του μακάρι να κρατούσε κι άλλο αυτή η συντροφιά μακάρι να βρεθούμε στο τέλος όλοι μαζί εκεί ψηλά, στο Θολό Ποτάμι, το Γαλαξία.
-Λι Μπάι
Ο Λι Μπάι συγκαταλέγεται στους πλέον αντιπροσωπευτικούς ποιητές της Κίνας. Γεννήθηκε το 701 μ.Χ. στο Τσαγκ Μινγκ της επαρχίας Σιτσουάν. Επί δεκαετίες περιπλανήθηκε στο εσωτερικό της χώρας. Ως απόλυτος νομάς, ως μοναχός των δασών και των λιμνών, άγγιξε την ωραιότητα της Φύσης, αλλά ταυτοχρόνως και τον σκοτεινό πυρήνα της. Υπήρξε κατεξοχήν δεξιοτέχνης των εφαρμογών της παραγωγικής μεταφοράς. Η όλη διαχείριση της εσωτερικότητας των λεκτικών του σχηματισμών θεωρείται προ πολλού αρχετυπική. Η οντολογική πτυχή του έργου του μελετάται διαχρονικά. Παραμένει πράγματι αξεπέραστος σε πολλά. Η επαναπροσέγγιση του έργου του μέσα από τις μεταφράσεις του Γιώργου Βέη, που έζησε κι εργάστηκε οκτώ χρόνια στην Κίνα, συνιστά ασφαλώς καλοδεχούμενη ευκαιρία ξενάγησης σε σινικά τιμαλφή λόγου.
0 notes
Σου είπα ένα σωρό πράγματα
αλλά εκείνο που ήθελα να πω
και μ’ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί,
δεν το είπα:
Είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη.
.
Γ. Σεφέρης, Γράμματα στη Μάρω
246 notes · View notes
visions-of-hlliana · 11 months
Text
Ν. 3
Πως είναι άραγε να έχεις ελπίδα;
Πως μπορώ να την αγγίξω;
Πολλές φορές δεν σκέφτομαι το ίδιο με τους άλλους.
Πρέπει να δώσω στα πάντα υπόσταση, γιατί αλλιώς νευριάζω που δεν μπορώ να αγγίξω τις έννοιες, τις λέξεις, να τυλίξω τα χέρια μου γύρω τους και να τα πνίξω.
Αρπάζω την ελπίδα από το μαλλί και την πετάω κάτω.
Κάποιος να καλέσει το 100 γιατί θα πέσει κόκκινο και την λογική πλέον δεν την φτάνω.
Σέρνεται και προσπαθώ να την χτυπήσω.
Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία όμως μου αρέσει να είμαι η εξαίρεση στον κανόνα.
Αν δεν πεθάνει πρώτη τότε θα πεθάνουμε μαζί, μια ακόμη απόπειρα.
Πως είναι άραγε να έχεις ελπίδα;
Πως μπορώ να την σκοτώσω;
Αν δεν με θέλει εκείνη μία δεν την θέλω 10.
Θυμάμαι πως σηκώνει η μητέρα μου ψηλά το κεφάλι της κάθε φορά που φεύγει και κοιτάει το μπαλκόνι μου, να δει αν είμαι εκει καθώς φεύγει. Και πάντα είμαι.
Αυτή είσαι;
Θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο ξεφυσαει ο γείτονας καθώς βρίσκει κενή θέση να παρκάρει κοντά στο σπίτι μια απλή Δευτέρα.
Αυτή είσαι;
Θυμάμαι τον φίλο μου να μου μιλάει για την αγαπημένη του και να κάνει σχέδια για εκείνον και εκείνη.
Αυτή είσαι;
Θυμάμαι την αδερφή μου να φιλάει το παιδί της και να χαμογελάει.
Αυτή είσαι;
Σου μιλάω.
Αυτή είσαι; Γιατί σέρνεσαι; Με φοβάσαι;
Την γραπώνω από τον αστράγαλο, οι αρθρώσεις τον δακτύλων μου κάτασπρες σαν το χιόνι.
Τσίριζει.
Την τραβάω και πέφτω πάνω της.
Μαχαίρι στο χέρι μου.
Μαχαίρι στην πλάτη της.
Μαχαίρι στο χέρι μου.
Μαχαίρι στην πλάτη της.
Σιγή.
Μαχαίρι στο χέρι της.
Μαχαίρι στην πλάτη μου.
Μαχαίρι στο χέρι της.
Μαχαίρι στην πλάτη μου.
Δεν με ήθελε μία, δεν με ήθελα 10.
3 notes · View notes
Text
Γεώργιος Δροσίνης – Aπό τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής
Ο Γεώργιος Δροσίνης (9 Δεκεμβρίου 1859 – 3 Ιανουαρίου 1951) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία. Η πρώτη ποιητική του συλλογή Ιστοί Αράχνης σηματοδότησε την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής ενώ το διήγημά του Χρυσούλα κέρδισε το πρώτο βραβείο […] Γεώργιος Δροσίνης – Aπό τους…
View On WordPress
0 notes
thoughtfullyblogger · 4 months
Text
Γεώργιος Δροσίνης – Aπό τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής
Ο Γεώργιος Δροσίνης (9 Δεκεμβρίου 1859 – 3 Ιανουαρίου 1951) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία. Η πρώτη ποιητική του συλλογή Ιστοί Αράχνης σηματοδότησε την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής ενώ το διήγημά του Χρυσούλα κέρδισε το πρώτο βραβείο […] Γεώργιος Δροσίνης – Aπό τους…
View On WordPress
0 notes
greekblogs · 4 months
Text
Γεώργιος Δροσίνης – Aπό τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής
Ο Γεώργιος Δροσίνης (9 Δεκεμβρίου 1859 – 3 Ιανουαρίου 1951) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία. Η πρώτη ποιητική του συλλογή Ιστοί Αράχνης σηματοδότησε την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής ενώ το διήγημά του Χρυσούλα κέρδισε το πρώτο βραβείο […] Γεώργιος Δροσίνης – Aπό τους…
View On WordPress
0 notes