Tumgik
#juan josé saer
ma-pi-ma · 7 months
Text
Tumblr media
Sera tarlata di ottobre, luce sfrenata del giorno. Non ho pace e sono felice.
Juan José Saer, L’arte di narrare
26 notes · View notes
naadienadanuncaa · 2 months
Text
La lectura exige una dosis de inspiración. No se lee todos los días de la misma manera y muchas veces se lee sin inspiración. Leer no es la actividad voluntaria que determinan las necesidades del saber, sino un acto poético que si se realiza en frío no produce ninguna modificación en el sujeto. La lectura requiere casi el mismo talento que el canto o la pintura.
Juan José Saer.
Para poder asomarse o derechamente entrar en el mundo de los otros (llámese leer un libro, ver una película, escuchar a otra persona), es necesario dejarse engañar por esa ficción para conocer algo de su verdad. Últimamente pude hacerlo, antes no podía, simplemente algo me impedía dejarme engañar. Pero también veo que dentro de las "verdades" que cada uno se cuenta o le cuenta a los otros, hay grandes cuotas de autoengaño, cuoatas necesarias que le van dando lugar a lo cierto.
He llorado con películas sabiendo que son montajes, me he emocionado con canciones, canciones que fueron dirigidas para otros....quizás de eso se trate la vida: un juego complicado entre el engaño y la verdad.
Cla
3 notes · View notes
malefica67 · 2 years
Text
Il momento presente non ha altro fondamento che il suo rapporto con il passato.
Juan José Saer
17 notes · View notes
elnombredaigual · 2 years
Quote
La eficacia de toda obra narrativa (y no de toda «narración») se funda en una contradicción: la de alcanzar lo universal manteniéndose en el dominio riguroso de lo particular.
Saer, J. (1999). La narración-objeto. Recuperado de: https://epublibre.org/libro/detalle/24994
5 notes · View notes
Photo
Tumblr media
The Regal Lemon Tree
By Juan José Saer.
0 notes
northwest-by-a-train · 11 months
Text
One of my most deeply-held beliefs on culture is that somewhere out there there is a 27yo with a crinkled non-binary flag in the corner of their room, more mugs and dirty plates in their sink than bricks in the tower of Babel, less than 70 of god's own dollars in their bank account to finish the month and five dying plants on the windowsill, crusty stuff in the corner of their eyes, who has crafted a world of aching beauty Tolkien and Homer could only ever dream of, a vision that honours all that is noble and raw in the heart of Man, a vindication of existence and a balm to suffering, all for the benefit of a half-dozen harem pants wearers on a server named "Bingus' Grotto"
394 notes · View notes
vento-del-nord · 2 days
Text
Tumblr media
Ciò che chiamiamo abusivamente passato non è altro che il presente luminoso ma vaporoso dei nostri ricordi.
JUAN JOSÉ SAER
7 notes · View notes
journalofanobody · 3 months
Text
Tumblr media
Current Reading: The Silentiary by Antonio di Benedetto
In post-WWII South America, a struggling writer embarks on a murderous thought experiment to help kickstart his career in this next tale of longing from the author of Zama. The Silentiary takes place in a nameless Latin American city during the early 1950s. A young man employed in middle management entertains an ambition to write a book of some sort. But first he must establish the necessary precondition, which the crowded and noisily industrialized city always denies him, however often he and his mother and wife move in search of it. He thinks of embarking on his writing career with something simple, a detective novel, and ponders the possibility of choos- ing a victim among the people he knows and planning a crime as if he himself were the killer. That way, he hopes, his book might finally begin to take shape. The Silentiary, along with Zama and The Suicides, is one of the three thematically linked novels by Di Benedetto that have come to be known as the Trilogy of Expectation, after the dedication “To the victims of expectation” in Zama. Together they constitute, in Juan José Saer’s words, “one of the culminating moments of twentieth-century narrative fiction in Spanish.”
6 notes · View notes
lafcadiosadventures · 10 months
Text
browsing the interwebs trying to see if garcia marquez had read borel (after cam’s mention of tarabiscoter) i found more* indices of borelophilia in latin america.
*nothing in the same league of Juan José Saer’s De l’art romantique (1st poem here) but it reveals a school of short story writers in Chile, who claim to love Borel.
From Roberto Bolaño’s concejos para escribir cuentos/advice for writing stories:
7) Los cuentistas suelen jactarse de haber leído a Petrus Borel. De hecho, es notorio que muchos cuentistas intenten imitar a Petrus Borel. Gran error: ¡Deberían imitar a Petrus Borel en el vestir! ¡Pero la verdad es que de Petrus Borel apenas saben nada! ¡Ni de Gautier, ni de Nerval!
/Storytellers usually brag about having read Petrus Borel. In fact, it is remarkable that many storytellers try to imitate Petrus Borel. Grave mistake: They should imitate his dress! But the truth is that they know nothing of Petrus Borel! Nor about Gautier or Nerval! (i have no idea about the context or these supposed poser petit cenacle fans)
8) Bueno: lleguemos a un acuerdo. Lean a Petrus Borel, vístanse como Petrus Borel, pero lean también a Jules Renard y a Marcel Schwob, sobre todo lean a Marcel Schwob y de éste pasen a Alfonso Reyes y de ahí a Borges.
/fine: let’s agree on something. Read Petrus Borel, dress like Petrus Borel, but read also Jules Renard and Marcel Schwob, Marcel Schwob above everything. And after him read Alfonso Reyes, and after him Borges.
13 notes · View notes
adiosalasrosas · 8 months
Text
"Por el gusto de escribir algo: después de muchos día de silencio escritural me ha asaltado en el baño, mientras me lavaba las manos, antes de irme a acostar, el deseo de estar, a la luz de a lámpara, escribiendo. Deseo de escribir; no de decir algo. Pero deseo, también, de escribir en tanto que escritor: sin que ninguna razón, como no sea el deseo de estar a la luz de la lámpara, escribiendo, haya motivado mi acto. Mecerme en el equilibrio infrecuente y perecedero de la mano que va deslizándose de izquierda a derecha, oyendo los rasguidos de la pluma sobre la hoja del cuaderno, victorioso por haber comprendido por fin que el deseo de escribir es un estado independiente de toda razón y de todo saber, liberado de toda exigencia de estructura, de estilo o de calidad, y lleno del silencioso clamor de las palabras que no son de nadie, que nadie puede acumular ni guardar para sí –la voz del mundo y de cada uno que resuena a través de mí en la noche apacible–. Cada vez que este deseo me viene, trae consigo la validez del universo entero y la de esa partícula sin nombre del universo que soy yo mismo".
—Juan José Saer
9 notes · View notes
justforbooks · 8 days
Text
Tumblr media
Claudia Piñeiro
Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
«Το θέμα είναι να σηκώσει απλώς το δεξί πόδι μόλις λίγα εκατοστά πάνω απ’ το πάτωμα, να το σπρώξει στον αέρα, ώσπου να βγει μπροστά από τ’ αριστερό, και σ’ αυτή την απόσταση, όση κι αν είναι, πολλή ή λίγη, να το κάνει να κατέβει. Αυτό είναι όλο κι όλο το θέμα, σκέφτεται η Ελένα». Με αυτά τα λόγια η Κλαούδια Πινιέιρο μας εισάγει στον κόσμο τού βιβλίου που την έκανε διάσημη σε όλο τον κόσμο. Με το «Η Ελένα ξέρει», η Πινιέιρο έφερε τα πάνω κάτω στον χάρτη του αστυνομικού μυθιστορήματος, με ένα κείμενο βαθιά λυρικό, αποκαλυπτικά ανθρώπινο, τρομακτικά διαχρονικό και ά-τοπο. Η Ελένα και η κόρη της, η Ρίτα, θα μένουν για πάντα στο διπλανό μας διαμέρισμα. Ποια είναι όμως η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες;
Γεννημένη στις 10 Απριλίου του 1960 στο Μπουρσάκο του Μπουένος Άιρες, η Πινιέιρο μεγάλωσε τις δεκαετίες που την Αργεντινή λυμαινόταν η δικτατορία του Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα, μία από τις πιο βάρβαρες δικτατορίες που γνώρισε ο σύγχρονος κόσμος, με φρικιαστικά εγκλήματα και πολύ αίμα. Μια θηριωδία που όμοιά της δύσκολα συναντά κανείς στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον τρομοκρατίας και πόνου, η Πινιέιρο ήθελε με πάθος να σπουδάσει κοινωνιολογία. Τα πανεπιστημιακά τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών σφραγίστηκαν με εντολή του καθεστώτος, με αποτέλεσμα η νεαρή Πινιέιρο να στραφεί στις σπουδές οικονομικών. Η πρώτη της δουλειά ήταν στον τομέα αυτόν, σε μια εταιρεία παραγωγής εργαλείων και εξαρτημάτων. Ύστερα ασχολήθηκε με τον Τύπο, ως φωτορεπόρτερ σε περιοδικά και μετά ως δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ. Η ίδια παραδέχεται πως το αστυνομικό ρεπορτάζ δεν τροφοδότησε τη λογοτεχνική της παραγωγή, αλλά μάλλον το αντίθετο συνέβη.
Γύρω στα τριάντα, και ταυτόχρονα με την εργασία της, σπούδασε σενάριο στη Δημοτική Σχολή Δραματικής Τέχνης και άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη γραφή, παρακολουθώντας πλήθος εργαστηρίων δημιουργικής γραφής (που ανθούν στην Αργεντινή), με μέντορά της τον Guillermo Saccomanno. Αγάπησε τη λογοτεχνία μέσα από την «Ιστορία ενός ναυαγού ναύτη» του Gabriel Garcia Marquez, που διάβασε ως παιδί, βιβλίο που υπήρχε στην πολύ μικρή βιβλιοθήκη του σπιτιού της. Στη δική της βιβλιοθήκη, σήμερα, θα βρούμε τον Antonio Di Benedetto, τον David Lodge, τον J. M. Coetzee, τον David Grossman, τον Anton Chekhov, τον John Cheever, τον Raymond Carver, την Patricia Highsmith, τη Natalia Ginzburg, τον Manuel Puig, τον Juan José Saer, τον Fernando Pessoa, την Clarise Lispector, τη Mariana Enríquez, αλλά και τον Πέτρο Μάρκαρη και τον Θοδωρή Καλλιφατίδη. Αγαπημένο της βιβλίο παραμένει το «To the end of the land» του David Grossman. Για την Πινιέιρο, καλός συγγραφέας σημαίνει πρώτα καλός αναγνώστης. Δεν γίνεται να γράφεις χωρίς να διαβάζεις. Πολύ και διαρκώς.
Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η ίδια μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια, δηλώνοντας πως γράφει απλώς ιστορίες, που στην πορεία τους προκύπτει και ένα έγκλημα. Εξάλλου, όπως λέει κι η ίδια, σχεδόν όλοι οι Αργεντινοί συγγραφείς έχουν στο βιογραφικό τους από ένα, τουλάχιστον, αστυνομικό μυθιστόρημα – σαν έμφυτη κλίση των Αργεντινών. Εκείνη, όμως, δεν αρχίζει ποτέ ένα μυθιστόρημα έχοντας κατά νου έναν αστυνομικό ιστό. Εμφανίζονται στο μυαλό της κάποιοι χαρακτήρες, κι αν αυτοί αρχίσουν να αποκτούν φωνή και να διεκδικούν χώρο, τότε αρχίζει να γράφει, αλλιώς τους εγκαταλείπει. Για την Πινιέιρο η πλοκή είναι μόνο ένα εργαλείο, ένας τόπος όπου οι άνθρωποι της ιστορίας ζουν, μιλούν, δρουν. Αντιμετωπίζει τα γεγονότα της πλοκής ως απλές αφορμές προκειμένου να ψυχογραφηθούν οι χαρακτήρες της. Εξάλλου, στα μυθιστορήματά της ο αναγνώστης δεν ψάχνει τον δολοφόνο. Παρακολουθεί το ξεδίπλωμα του ψυχικού κόσμου και των σκέψεων των χαρακτήρων, γεγονός που την κάνει να ξεχωρίζει και να αγαπιέται βαθιά από τους αναγνώστες της.
Αν ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο συγγραφικό της εργαστήριο, θα δούμε την Πινιέιρο να ξυπνά νωρίς το πρωί για να γράψει (οι γυναίκες συγγραφείς πασχίζουν να βρουν στιγμές ησυχίας και συγκέντρωσης μέσα σε ένα σπίτι με έναν σύζυγο και τρία παιδιά, ομολογεί). Μια εικόνα τής είναι αρκετή για να ξεκινήσει ένα νέο μυθιστόρημα, η συγγραφή του οποίου κρατάει περίπου δύο με τρία χρόνια. Η εικόνα μιας άρρωστης ηλικιωμένης γυναίκας, καθισμένης στην κουζίνα, να περιμένει να δράσει το χάπι που πήρε, αποτέλεσε την αρχή τού «Η Ελένα ξέρει». Συχνά «φοράει» στους χαρακτήρες της στοιχεία που έχει δει και ξεχωρίσει σε ανθρώπους του περιβάλλοντός της, ενώ σε δύο από τα μυθιστορήματά της η αναφορά στους γονείς της είναι σαφής. Πρόκειται για το «Η Ελένα ξέρει» (2007) και το «Ένας κομμουνιστής με τα σώβρακα» (2013). Στο πρώτο, στο άρρωστο από Πάρκινσον σώμα της Ελένα βλέπουμε τη μητέρα τής Πινιέιρο, στην οποία με τρυφερότητα αφιερώνει το βιβλίο. Η ίδια λέει πως μέσα από την οδυνηρή εμπειρία της φροντίδας της μητέρας της ήρθε σε επαφή με την άβυσσο της αρρώστιας, που αποτέλεσε τον πυρήνα του μυθιστορήματός της. Στο δεύτερο, το πιο αυτοβιογραφικό από τα βιβλία της, αναφέρεται στην αντίσταση της οικογένειάς της –και ιδίως του πατέρα της– στη δικτατορία. Οι γονείς της, άνθρωποι φιλομαθείς που λόγω δυσκολιών δεν κατάφεραν να μορφωθούν, είχαν πάντοτε μια αγάπη προς τις τέχνες και τα γράμματα.
«Η μυθοπλασία πρέπει να επικεντρώνεται στην αφήγηση και την εξερεύνηση της γλώσσας», διατείνεται. Δοκιμάζει σε κάθε της κείμενο νέους τρόπους αφήγησης, εφευρίσκει κώδικες που να εξυπηρετούν τον σκοπό της εκάστοτε ιστορίας. Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, πολυφωνική, χορωδιακή αλλά και ζωντανοί διάλογοι, επιστολές, ημερολογιακές καταγραφές και αστυνομικές καταθέσεις είναι κάποιες μόνο από τις εκφραστικές της μεθόδους. Σε κάθε μυθιστόρημα αναζητά τον κατάλληλο τρόπο να αφηγηθεί την ιστορία, τη γλώσσα με την οποία οι χαρακτήρες της θα μιλήσουν. Για την Πινιέιρο η γλώσσα είναι το μεγάλο ζητούμενο κάθε φορά, το στοίχημα που βάζει με τον εαυτό της – και το κερδίζει. Μια γλώσσα σπαρταριστή, ζωντανή, ποιητική αλλά και κοφτερή, ωμά βίαιη και αποτρόπαιη, μέσα από διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους.
Στους συγκλονιστικούς «Καθεδρικούς» (2020) το μυθιστόρημα αναλαμβάνουν να αφηγηθούν έξι χαρακτήρες του, ενώ στο τέλος ένας έβδομος χαρακτήρας μιλά μέσω ενός γράμματος που είχε αφήσει πεθαίνοντας. Σε αυτό το χορωδιακό μυθιστόρημα, η πλοκή συνυφαίνεται από επτά διαφορετικές φωνές, με τον κάθε χαρακτήρα να παρουσιάζει τα γεγονότα από τη δική του σκοπιά, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια τον δικό του ψυχικό και νοητικό κόσμο. Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, στον «Καιρό των μυγών» (2022), η Πινιέιρο συνεχίζει την ιστορία από το πρώτο της μυθιστόρημα, το «Δικιά σου για πάντα» (2005), είκοσι χρόνια μετά. Παρακολουθεί την Ινές, την ηρωίδα του πρώτου βιβλίου, μετά την αποφυλάκισή της (για τη δολοφονία της ερωμένης του συζύγου της). Σε αυτό, λοιπόν, το μυθιστόρημα εντάσσει ένα σύνολο γυναικών, έναν ενιαίο Χορό (βασισμένο στο πρότυπο του Χορού της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας) που μιλά με μία φωνή και επεκτείνει όσα διαμείβονται στο μυαλό της Ινές. Λειτουργούν ως συνέλευση, ως συλλογικό σώμα, οι φωνές του οποίου ακούγονται σαν το βουητό των μυγών.
Την Πινιέιρο την ενδιαφέρουν οι άνθρωποι και το πώς αυτοί συμπεριφέρονται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Ποιες πλευρές τους ανακαλύπτουν, μέχρι πού είναι ικανοί να φτάσουν, ποια είναι τα όριά τους. Τα φρικιαστικά εγκλήματα που συμβαίνουν στα βιβλία της η ίδια τα γνωρίζει πολύ καλά. Μεγάλωσε σε ένα μέρος του κόσμου όπου η βία και ο θάνατος ήταν καθημερινές εικόνες. Στη γειτονιά της, όπως περιγράφει αφοπλιστικά, οι απελπισμένοι άνθρωποι, όντας φτωχοί, δεν είχαν άλλους τρόπους αυτοκτονίας από το να πέσουν στις γραμμές του τρένου ή να πηδήξουν από το καμπαναριό της εκκλησίας (έτσι πεθαίνει η Ρίτα, η κόρη της Ελένα). Μεγαλωμένη μέσα στο αίμα, σε μια πόλη στην οποία η μετακίνηση από το ένα σημείο στο άλλο αποτελούσε πάντοτε οδύσσεια, η Πινιέιρο ήξερε από μικρή πως η ζωή αναγκάζει τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα που ποτέ δεν θα έκαναν, τους ωθεί σε πράξεις ασύλληπτες. Και τότε αποκαλύπτονται ως δυνάμει τέρατα.
Θέματα που επανέρχονται σε όλα της τα μυθιστορήματα, όπως ο εγκλωβισμός, η κοινωνική υποκρισία, η ανελέητη γραφειοκρατία, οι άκαμπτοι κρατικοί φορείς, η ανησυχία για τη γνώμη των άλλων, οι σωματικές και ψυχικές αρρώστιες, η αγωνία των εφήβων για τη ζωή τους, οι δύσκολες συγγενικές και συζυγικές σχέσεις, είναι ζητήματα φλέγοντα και κρίσιμα. Ωστόσο, ένα από τα βασικά της θέματα, που εντοπίζεται σχεδόν πάντα στον πυρήνα των μυθιστορημάτων της, είναι η γυναικεία φύση με όλες της τις πτυχές. Επεξεργάζεται βαθιά και λεπτομερώς το ζήτημα της μητρότητας (και της γονεϊκότητας), της άμβλωσης, της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Η ίδια είναι εξέχουσα μορφή του φεμινιστικού κινήματος της Αργεντινής, ρίχνεται με πάθος στους αγώνες των γυναικών για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους και είναι παρούσα, στην πρώτη γραμμή, σε όλες τις σημαντικές στιγμές του φεμινιστικού κινήματος. Ήταν εκείνη που πρωτοστάτησε στον αγώνα για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων στην Αργεντινή (νόμος που θεσπίστηκε μόλις το 2020), πιστεύοντας πως η απαγόρευση των αμβλώσεων κρατά τις γυναίκες σε κατάσταση δουλείας, οδηγώντας τες στον θάνατο, αφού καταφεύγουν σε παράνομες και επικίνδυνες μεθόδους άμβλωσης. Το θέμα αυτό ανιχνεύεται σε όλα της τα μυθιστορήματα, αφού είναι μια διαχρονική της αγωνία. Για τις ακτιβιστικές της θέσεις και δραστηριότητες έχει δεχτεί απειλές για τη ζωή της, που ποτέ όμως δεν την απέτρεψαν από το να συνεχίζει.
Ο αγώνας της κατά της πατριαρχίας και των απόλυτων εννοιών, όπως μητρότητα, οικογένεια, πατρίδα, θρησκεία κ.λπ. είναι συνεχής και εντατικός. Θεωρεί πως στη μελλοντική ατζέντα του φεμινιστικού κινήματος πρέπει να ενταχθεί και η ανάδειξη της φροντίδας των γυναικών μέσα στο σπίτι ως κανονικής εργασίας. Αυτά που ανά τους αιώνες έχουν βαφτιστεί «αγάπη και φροντίδα», όπως οι δουλειές του σπιτιού, η ανατροφή των παιδιών, η περιποίηση του συντρόφου, είναι στην πραγματικότητα μια σκληρή και απλήρωτη εργασία. Στο μυθιστόρημά της «Λίγη Τύχη» (2015) αναπτύσσει το θέμα της γονεϊκότητας και της συγχώρεσης, με την ηρωίδα της να επιστρέφει στην οικογένειά της μετά από είκοσι χρόνια απουσίας. Η υποδοχή που της επιφυλάσσεται, οι απρόβλεπτες εξελίξεις, οι κοινωνικές επιπτώσεις και η ίδια που έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια συνθέτουν ένα μυθιστόρημα-κατάθεση πάνω στο θέμα της οικογένειας. Ένα θέμα που λειτουργεί ως καμβάς για όλα της τα μυθιστορήματα, όπως και στο «Μια ρωγμή στον τοίχο» (2009). Εκεί, ένας αρχιτέκτονας, αποτυχημένος στη δουλειά του και ξένος μέσα στο σπίτι του, ψάχνει να βρει ενδιαφέρον σε μια ερωμένη που, χωρίς να το περιμένει, φέρνει ξανά στο φως το μυστικό ενός παλιού εγκλήματος, που θα κλονίσει το παρόν του. Το παρελθόν είναι πάντα παρόν.
Στο μυθιστόρημα «Χήρες το βράδυ της Πέμπτης» (2005), που διαδραματίζεται την εποχή των τρομοκρατικών επιθέσεων στις ΗΠΑ και της οικονομικής κρίσης στην Αργεντινή, η Πινιέιρο αποδομεί με χειρουργική ακρίβεια τα μέλη της αστικής τάξης της Αργεντινής, που με την υποκρισία τους, την αδιαφορία τους για το κοινωνικό σύνολο και τον κυνισμό τους μένουν απαθή στις ραγδαίες αλλαγές που επέρχονται στη ζωή όλων. Την ίδια διάθεση για κοινωνική αποδόμηση έχει και στο μυθιστόρημά της «Μπετιμπού» (2011), όπου ρίχνει φως στη σχέση δημοσιογραφίας και εξουσίας. Εδώ είχε εξαρχής την πρόθεση να γράψει ένα καθαρά αστυνομικό μυθιστόρημα. Παράλληλα, βέβαια, σχολιάζει καυστικά τον Τύπο και τους ανθρώπους του, τις διαπλοκές με την εξουσία και τα σαθρά κανάλια επικοινωνίας τους. Στο βρόμικο πεδίο της πολιτικής δοκιμάζεται και ο κεντρικός χαρακτήρας στις «Κατάρες» (2017), παλεύοντας με τα παλιά πρότυπα σε έναν κόσμο που αρνείται πεισματικά να προχωρήσει και προτιμά να μένει δέσμιος σε δεισιδαιμονίες και κατασκευάσματα.
Στον μυθιστορηματικό κόσμο της Πινιέιρο σημαντική θέση καταλαμβάνει και η θρησκεία. Εξετάζει τον ρόλο του Θεού στη σύγχρονη κοινωνία και τους λόγους για τους οποίους στη Λατινική Αμερική ο θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας είναι ακόμη τόσο ισχυρός. Στα μυθιστορήματά της συναντά κανείς χαρακτήρες που πιστεύουν τυφλά και ακραία, άλλους που απορρίπτουν την ύπαρξη του Θεού, αλλά και πολλούς εκπροσώπους της Εκκλησίας. Η Πινιέιρο, που τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ του διαχωρισμού κράτους - Εκκλησίας, διερευνά τα όρια μεταξύ ατομικής ελευθερίας και θρησκευτικής πίστης και δεν φοβάται να καταδείξει τις βαρβαρότητες και τις απάνθρωπες μεθόδους που η θρησκεία χρησιμοποιεί για να κρατά τους πιστούς υπό έλεγχο.
Η Πινιέιρο έχει γράψει και βιβλία για παιδιά, ενώ ασχολείται ζωηρά και με το θέατρο, το οποίο αγαπά πολύ τόσο ως δραματουργός όσο και ως θεατής (λατρεύει να παρακολουθεί παραστάσεις, και μάλιστα νέων δημιουργών). Έχει γράψει και εκδώσει επτά θεατρικά έργα, και όπως λέει με πολλή χαρά, όταν γράφει για το θέατρο νιώθει πραγματικά ελεύθερη, καθώς μπορεί να μιλήσει πιο ποιητικά, πιο αφαιρετικά, χωρίς να την περιορίζει τίποτα. Ωστόσο, δεν έχει αφήσει πίσω της και τη δημοσιογραφική της ιδιότητα, αφού μόλις το 2023 κυκλοφόρησε έναν τόμο με επιλεγμένα άρθρα της, με τίτλο «Γράφοντας τη σιωπή», όπου αναπτύσσεται ένα θεματικό τόξο που αγκαλιάζει από προσωπικά μέχρι πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς και προβληματισμούς πάνω στη λογοτεχνία.
Βραβεία, υποψηφιότητα για Booker, διακρίσεις, συνέδρια, ομιλίες, εκδόσεις, μεταφράσεις, διασκευές μυθιστορημάτων της για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, σενάρια για το Netflix, η τρίτη πιο πολυμεταφρασμένη συγγραφέας της Αργεντινής μετά τον Borges και τον Cortázar, η βασίλισσα του λατινοαμερικανικού νουάρ, είναι κάποια μόνο από τα στοιχεία που συνοδεύουν συχνά το όνομα της Κλαούδια Πινιέιρο. Η ίδια, όμως, περιγράφει κάπως αλλιώς τον εαυτό της.
«Γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη».
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
4 notes · View notes
naadienadanuncaa · 1 year
Text
Un comerciante de muebles que acababa de comprar un sillón de segunda mano descubrió una vez que en un hueco del respaldo una de sus antiguas propietarias había ocultado su diario íntimo. Por alguna razón -muerte, olvido, fuga precipitada, embargo- el diario había quedado ahí, y el comerciante, experto en construcción de muebles, lo había encontrado por casualidad al palpar el respaldo para probar su solidez. Ese día se quedó hasta tarde en el negocio abarrotado de camas, sillas, mesas y roperos, leyendo en la trastienda el diario íntimo a la luz de la lámpara, inclinado sobre el escritorio. El diario revelaba, día a día, los problemas sentimentales de su autora y el mueblero, que era un hombre inteligente y discreto, comprendió enseguida que la mujer había vivido disimulando su verdadera personalidad y que por un azar inconcebible, él la conocía mucho mejor que las personas que habían vivido junto a ella y que aparecían mencionadas en el diario. El mueblero se quedó pensativo. Durante un buen rato, la idea de que alguien pudiese tener en su casa, al abrigo del mundo, algo escondido -un diario, o lo que fuese-, le parecía extraña, casi imposible, hasta que unos minutos después, en el momento en que se levantaba y empezaba a poner en orden su escritorio antes de irse para su casa, se percató, no sin estupor, de que él mismo tenía, en alguna parte, cosas ocultas de las que el mundo ignoraba la existencia. En su casa, por ejemplo, en el altillo, en una caja de lata disimulada entre revistas viejas y trastos inútiles, el mueblero tenía guardado un rollo de billetes, que iba engrosando de tanto en tanto, y cuya existencia hasta su mujer y sus hijos desconocían; el mueblero no podía decir de un modo preciso con qué objeto guardaba esos billetes, pero poco a poco lo fue ganando la desagradable certidumbre de que su vida entera se definía no por sus actividades cotidianas ejercidas a la luz del día, sino por ese rollo de billetes que se carcomía en el desván. Y que de todos los actos, el fundamental era, sin duda, el de agregar de vez en cuando un billete al rollo carcomido.
Mientras encendía el letrero luminoso que llenaba de una luz violeta el aire negro por encima de la vereda, el mueblero fue asaltado por otro recuerdo: buscando un sacapuntas en la pieza de su hijo mayor, había encontrado por casualidad una serie de fotografías pornográficas que su hijo escondía en el cajón de la cómoda. El mueblero las había vuelto a dejar rápidamente en su lugar, menos por pudor que por el temor de que su hijo pensase que el tenía la costumbre de hurgar en sus cosas. Durante la cena, el mueblero se puso a observar a su mujer: por primera vez después de treinta años le venía a la cabeza la idea de que también ella debía guardar algo oculto, algo tan propio y tan profundamente hundido que, aunque ella misma lo quisiese, ni siquiera la tortura podría hacérselo confesar. El mueblero sintió una especie de vértigo. No era el miedo banal a ser traicionado o estafado lo que le hacía dar vueltas en la cabeza como un vino que sube, sino la certidumbre de que, justo cuando estaba en el umbral de la vejez, iba tal vez a verse obligado a modificar las nociones mas elementales que constituían su vida. O lo que el había llamado su vida: porque su vida, su verdadera vida, según su nueva intuición, transcurría en alguna parte, en lo negro, al abrigo de los acontecimientos, y parecía más inalcanzable que el arrabal del universo.
Juan José Saer, en "La mayor"
2 notes · View notes
malefica67 · 2 years
Text
Scrivere è sondare e raccogliere lame o schegge di esperienza e memoria per mettere insieme un'immagine.
Juan José Saer
16 notes · View notes
elnombredaigual · 2 years
Quote
¿Quién no ha fantaseado alguna vez con ver el mundo en su pura exterioridad, sin uno mismo?
Saer, J. (1999). La narración-objeto. Recuperado de: https://epublibre.org/libro/detalle/24994
0 notes
viecome · 17 days
Text
El narrador y el personaje. Juan José Saer
Un narrador no está nunca ni por encima ni por debajo de sus personajes y nadie ha de leer con la pretensión de escindir a los personajes de su narrador, ya que los personajes no son más que un modo de aglomerar fragmentariamente la narración, del mismo modo que la densidad determinada de un párrafo aglomera de una cierta manera una página escrita. Juan José Saer
Tumblr media
View On WordPress
2 notes · View notes
memoriasdelecturas · 11 months
Text
Tumblr media
Se ha venido diciendo que el XIX es el siglo de la novela, pero es más que probable que el verdadero siglo de la novela haya sido el XX. Es en ese siglo donde alcanza su mayor esplendor. Empiezan en el XIX Flaubert, Melville y otros, pero en el siglo pasado están Proust, Joyce, Musil, Nabokov, Beckett… Digamos que esos autores, y otros, llevan a la novela a una especie de exploración extraordinaria de las posibilidades que el género narrativo permite. Y, como percibiera con suma agudeza Juan José Saer, a partir de esa exploración, de ese despliegue, el género se abre cada vez más. Y deja de haber una sola forma de escribir novela, ya no hay formas lineales y relatos estructurados a partir de las personas del relato excluyentes unas de otras, sino que todas las posibilidades de relato, todos los puntos de vista, todas las perspectivas pueden introducirse y desarrollarse al infinito. Y en ese sentido ya no estamos frente a un fenómeno de vanguardia, sino que las vanguardias, y en esto sigo citando a Saer, por esa apertura que produjeron, permitieron entender la forma narrativa de una forma abierta. Isighuro decía que la vanguardia estuvo bien, pero significó lucha, enfrentamiento, borrar al otro. A mí actualmente me gusta, más que la ruptura, el incorporar todo aquello que me gusta, sin mirar si es de vanguardia o no. Juntar, por ejemplo, al Saunders de Lincoln en el Bardo con los Diarios de Gombrowicz, las teorías de Walter Benjamin y el estilo de Henry James. Parece esto incompatible pero no lo es en absoluto.
Una historia de ficción solo tiene que ser verosímil y que el lector se la crea. Pero nunca he tenido muy claro el papel de la ficción. Porque, si lo tuviera claro, ya no creo que probara a ver qué es una ficción, que es precisamente a lo que me dedico cuando trato de escribir una.
Enrique Vila-Matas
3 notes · View notes