Tumgik
athhenaa · 5 hours
Text
ΓΙΟΥ ΧΟΥ ΤΣΑΡΜΝΤ ΜΑΙ ΝΤΑΝΤ ΓΟΥΙΘ ΣΕΛΦ ΕΦΕΙΣΙΝΓΚ ΤΖΟΟΥΚΣ
ΣΙΠΙΝΓΚ ΚΟΦΙ ΛΑΙΚ ΓΙΟΥ ΑΡ ΟΝ Ε ΛΕΙΤ ΝΑΙΤ ΣΟΟΥ
0 notes
athhenaa · 2 days
Text
Tumblr media Tumblr media
23 notes · View notes
athhenaa · 9 days
Text
Tumblr media
14K notes · View notes
athhenaa · 9 days
Text
Tumblr media Tumblr media
Σε όποιες αγκαλιές
και να κοιμάσαι πάντα
μαζί μου θα ξυπνάς.
Παλιά πόλη-Ναύπλιο
181 notes · View notes
athhenaa · 10 days
Text
Οι γυναίκες φαίνονται τόσο μα τόσο όμορφες όταν αγαπιούνται σωστά
460 notes · View notes
athhenaa · 10 days
Text
δε μπόρεσα
να σ’ αντικαταστήσω
με κανέναν.
όχι γιατί ήσουν αναντικατάστατος
απλώς γιατί από έρωτα σε έρωτα
πάντα μεσολαβεί λίγο κενό.
- Ντίνος Χριστιανόπουλος
222 notes · View notes
athhenaa · 10 days
Text
a good sense of humor is such a fucking turn on
129K notes · View notes
athhenaa · 10 days
Text
ανάθεμα κι αν κατάλαβαν
τα μισά από όσα έκανα
γιατί τα έκανα.
229 notes · View notes
athhenaa · 10 days
Text
Μαντεύω πως έχεις ανάψει τσιγάρο φυσάς και κοιτάς τον ακάλυπτο
Μα δε θα το μάθω γαμωτο και ας μένω απ το σπιτι σου ένα δεκάλεπτο
Novel 729- omixli
19 notes · View notes
athhenaa · 10 days
Text
330
Χάνω δύναμη στα πόδια και τα φώτα του διαδρόμου, μόνα, κρατούν τα μάτια μου ανοιχτά λίγο ακόμα. Ανισόρροπα βήματα στο χάος και στο βρεγμένο χαλί με αποσυντονίζουν. Τι ψάχνεις, αλήθεια, στους τέσσερεις τοίχους που δεν βρήκες στο φως της νύχτας; Γιατί σε ένα τσιμεντένιο πεζούλι περιμένει κάποια πήλινη ανάμνηση με βρεγμένη κραυγή εκτεθειμένη στο σκοτάδι. Τι ψάχνεις; Μη ψάχνεις. Εδώ, τώρα, στο σημείο αυτό, στο δευτερόλεπτο που ήρθε και πέρασε πριν το καταλάβεις, εδώ μένουν όλα. Μην λογαριάζεις τα «πριν». Μην αποβλέπεις στα «μετά». Μην προσπαθείς μάταια να σπάσεις τα δεσμά στα παπλώματα της φυλακής σου. Μην ψάχνεις μάταια το κλειδί.
Με το αντικριστό κλειδί να πλέει στην αριστερή μου τσέπη σε γνώρισα. Και αυτό είναι ίσως το μόνο που μπορώ να σου πω με σιγουριά, μιας και όλα τα άλλα έγιναν, ή έστω πέρασαν, αστραπιαία από μπροστά μου. Και κάπως έτσι θυμάμαι εκείνη την νύχτα. Μουσική, γέλια, φωνές, φασαρία, βαβούρα. Θύμιζε κινηματογράφου πλάνο το πρώτο βλέμμα. Όλα πίσω σε μία διαρκή και βιαστική, σχεδόν αμήχανη και αγχώδη κίνηση, θολά στο παρασκήνιο. Το πρώτο άνθος από την άλλη, το βλέμμα από τις κόρες, καθαρό. Πάγωσε ο χρόνος. Πάγωσαν τα πρόσωπα. Έπαψε η μουσική. Ίσως και όχι. Ίσως έτσι μπορώ μόνο να το θυμηθώ. Έτσι μπορώ μόνο να το θυμηθώ γιατί τίποτε άλλο δεν μου τραβούσε το βλέμμα από το βλέμμα. Πόσες φορές με πίστεψες σε αυτό για να το κάνεις τώρα; - δεν ξέρω. Μα. Έτσι μπορώ μόνο να το θυμηθώ πια. Που πια μπορεί να μην έχει νόημα, μα τότε είχε. Θυμάμαι ακόμα τον νευρικό μου χτύπο στα χαμηλά της πόρτας, σαν να προσπαθούσα να κρύψω το άγχος από τον ίδιο μου τον εαυτό. Ποιο άγχος ηλίθιε, μία μπύρα θα ζητήσεις. Και - αστεία ιστορία - με ένοιαζε πιο πολύ το «θα ζητήσεις» από ό,τι το «μία μπύρα». Και το δεύτερο όμως είχε την αφορμή του στο πρόσωπό σου. Και ήσουν ειλικρινά η πιο σαγηνευτική αφορμή. Με έκαιγαν περισσότερο τα μερικά δευτερόλεπτα στον ίδιο χώρο με σένα, παρά οι ώρες που θα πέρναγα παρέα με το σάπιο μου ποτήρι. Και όχι επειδή ήταν ο πόθος ανεξέλεγκτος και σαρκικός, όχι. Αλλά επειδή φτερούγιζε η καρδιά μου στο πρελούδιο του φεγγαριού και των μεντεσέδων, στο άνοιγμα της πόρτας.
Με το αντικριστό κλειδί στο αντικριστό δωμάτιο, με λίγο καπνό και μία ιδέα σφίξιμο στα πνευμόνια σε γνώρισα. Οι πρώτες λέξεις δεν υπήρξαν μάλλον, παρά όσες έγραψα πίσω από μία εξασθενημένη οθόνη. Ξέρεις, δεν το ‘χω με τα λόγια. Ίσως κάποτε η πένα μου να είχε να στραγγίξει μελάνι, μα τώρα επαναλαμβάνει τους ίδιους κύκλους σε μουτζούρες. Έμαθα να φοβάμαι αυτό που γράφω. Έμαθα να με λογοκρίνω και να με περιορίζω. Μα με σένα δεν ήταν έτσι. Άρχισα να γράφω άστατα σκέψεις φευγαλέες και εικόνες της στιγμής ανταλλάσσοντας μερικά βλέμματα σιωπής με το ταβάνι. Και στο τέλος έμεινα με έναν σωρό από γραμμές στοιβαγμένες και μισό συναίσθημα κάτω από ένα μισόκλειστο βλέφαρο. Ο Μορφέας σήμερα δεν κατέβηκε στα όνειρα μου. Και εσύ, μαζί με τον ήλιο, γύρισες πλευρό.
Με το αντικριστό κλειδί για τελευταία φορά δίπλα στον καθρέφτη έκλεισε η πόρτα πίσω μου. Έχει κρύο. Ξημέρωσε. Τι ψάχνεις, τώρα, στους τέσσερεις τοίχους να ακούσεις και να σε μαλακώσει; Προσπαθείς μάταια να ερμηνεύσεις την εξαίρεση καθώς βυθίζεσαι πάλι στην ρουτίνα σου. Ό,τι έγινε, μπορεί να έγινε, όμως έγινε ως εδώ. Οι τροχοί γυρίζουν ξανά προς τα πίσω αν και οδηγούν μπροστά. Πίσω από το τζάμι σε κάποιο χιλιόμετρο σκέφτομαι όσα έγιναν, όσα έγραψα, όσα φαντάστηκα. Και κάπως στο μελανό μου πρόσωπο σκάει ένα γελάκι στιγμιαίας ειρωνείας και ικανοποίησης. Το κεφάλι μου βράζει στους έντονους ρυθμούς της χθεσινής βραδιάς. Τα φωνήεντα περνούν φορές και φορές κάτω από το βλέμμα. Τα φωνήεντα γαμώτο φαίνονται τόσο λάθος. Μα δεν χρειάζονται την διόρθωση. Ίσως όσα έγραψα να αποκλίνουν από όσα έγιναν και να αρκούνται σε όσα φαντάστηκα. Χα. Ίσως.
‘Όχι - δεν σε γυρεύω εδώ. Άλλωστε έμαθα να σε χάνω και, κάπου πιο κάτω, να σε βρίσκω ξανά. Τι ψάχνεις, τώρα, στην αλήθεια που ξερνάει στην άσφαλτο ο κομπάρσος μίας ακέραιης ρουτίνας; Γιατί με βαφτίζω, όμως, κομπάρσο; Γιατί ψάχνω εμένα, όμως, κάπου στον κομπάρσο; Τα λόγια μερικές φορές είναι περισσότερο περιττά από όσο θα έπρεπε και έδειχνες να το γνωρίζεις καλά. Σαν να τα φύλαγες. Σαν να μην σε ένοιαζε ποιος Μάρτης θα μας βρει στην εκπνοή του πριν ξημερώσει Απρίλης. Κάποιος ήλιος έμελλε να βγει, να αναδείξει, να φωτίσει, μα δεν ξημέρωσε. Έμεινε βράδυ παγωμένο στην λεωφόρο με αραιά τα αυτοκίνητα στο μάτι και στεγνό δάκρυ. Έμεινε βράδυ παγωμένο στην άκρη του πεζοδρομίου, στην ανάσα της λακκούβας, στην ανάσα μου. Λίγο πριν κλείσεις. Είχα μάθει να σε αντιμετωπίζω με τις λέξεις που ποτέ σου δεν θα άκουγες, μα όχι τώρα, όχι. Τώρα όλα ήταν λίγο πιο ρευστά στο μυαλό, μα συνάμα μαγκωμένα στο χείλος.
Κάπου τότε, το τότε ήταν το τώρα και το τώρα γυρνούσε πάλι στην αρχή. Μάλλον κάπως έτσι ήρθα περισσότερο κοντά με το πρώτο μας φεγγάρι. Πατούσα όπως παραπατούσες στο μεγάλο δρόμο και το βλέμμα μου, άθελά του ή και όχι, άλλαζε τις σκηνές σαν μπερδεμένο φιλμ. Βρήκα σπίρτα στην λογική να κάψω τις άκρες μα μείνανε χωρίς κεφαλή. Μα δε χωράει λογική. Μα ζω την ίδια κατάληξη σε επανάληψη. Το πρώτο μας φεγγάρι και το φεγγάρι αυτό δεν διέφεραν και τόσο. Το κοιτούσα καθώς πια δεν κοιτούσες ούτε αυτό, ούτε εμένα, ούτε έστω την φωτεινή οθόνη. Χαμένη πίσω από τα σκοτεινά βλέφαρα. Και εγώ να απορώ. Το πρώτο μας φεγγάρι είχε μία ιδέα από κανέλα και βασιλικό, μία ιδέα γλυκόπικρης ανάμνησης μα και όμορφης και γαλήνιας αίσθησης αφής του πνεύματος. Το φεγγάρι αυτό κάπου χάθηκε στους δρόμους και δεν το βρήκαμε. Τι κι αν το κυνηγούσαμε. Πατούσα όπως παραπατούσες να πιάσω τα βήματα σου και κάπως ανόητα να έρθω κοντά σου. Μα με πρόλαβαν τα όνειρα την ώρα του λωτού πριν την αυγή. Πατούσα όπως παραπατούσες και παραπατούσα στον ίδιο κύκλο.
Μαζί με μία νότα από το άρωμα σου και ένα γραμμοφώνου χάραγμα πάνω στην φωνή σου χάθηκα και εγώ σε αυτό τον ουρανό. Κάποιο στενό φυλάει ακόμα την σιωπή μου που μου φώναζε την ώρα στο ρολόι. Έπαψε να ξημερώνει. Το ακουστικό δεν άφηνε το αυτί παρά μόνο για να δω την ώρα στο ρολόι. Ήταν αργά για μένα να κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά, μα για να βλέπω την φωνή σου όχι. Και με γέμιζε τόσο πολύ η όψη της σαν όψη σου που δεν άφηνε χώρο στην κόρη του ματιού να δει την ώρα στο ρολόι. Γράφω την πρόφαση στα βιαστικά πριν με καταλάβεις, πριν με ρωτήσεις. Κρύβομαι στην θέα σου, την επικίνδυνη όμως θέα σου, και παρ’ όλα αυτά εκεί κάπου χωμένος, ξεχασμένος νιώθω λίγο περισσότερο ασφαλής. Γράφω την αντίφαση τώρα, μα στα βιαστικά πάλι. Μπορεί να ξημερώνει. Δεν κολλάει ο δείκτης πια, δεν είναι πια τρεις και τριάντα και δεν είμαι πια μία ξύλινη έκφραση που κρύβει την αλήθεια.
Ξημέρωσε. Άτσαλα. Άβολα. Και για τους δύο. Παρατήσαμε την ειλικρίνεια στη γωνία ενός πεζοδρομίου και έπειτα σπάσαμε. Εσύ φοβόσουν στον εαυτό σου την υπερβολή με μία τόση δα δόση αλήθειας. Εγώ δεν μπορούσα να ξεχωρίσω στον εαυτό μου την υπερβολή από την αλήθεια, τι κι αν συμπίπταν. Απείχαμε ελάχιστα τελικά; Δεν ξέρω. Ένιωσα σα να σε χάνω στο άκρο. Το μυαλό μου έσβησε και πέρασε τις μέρες νευρικά και βιαστικά. Τι ψάχνεις, τώρα, επιτέλους να τα γυρίσεις όλα από την άλλη πλευρά του νομίσματος; Βυθίζεσαι σε άγνωστα νερά μα τους παλμούς ακόμα σε λέξεις μεταφράζεις. Κάπου εδώ αρχίζεις να γρατζουνάς το χαρτί σε ένα παλιό, μα γνωστό, παχύ τετράδιο. Πόσες σελίδες έφυγαν. Πόσες σελίδες τελικά πέταξαν. Με στόχο να γραφτεί και να αφεθεί αυτή η μία στιγμή. Ίσως να μην ήταν τελικά ρέκβιεμ απαλό αυτό το μηχανικό ραβασάκι. Ίσως να μην έμελλε τελικά να περάσουμε έτσι ο ένας από τις σκέψεις του άλλου. Ίσως να μην ήταν τελικά τίποτα λιγότερο από μία μούσα στο παράθυρο με την αυγή. Εκείνη. Εσύ. Ίσως. Ίσως να το ένιωσες και εσύ τελικά.
Βλέπεις, συνήθισα να μη νιώθω ποτέ κομμάτι σου. Σφραγίστηκα σε μονόδρομο μετά από εκείνο το ταραγμένο μεσημέρι της άνοιξης. Δεν θα σου πω ψέματα. Δεν έψαχνα διέξοδο από το τέλειο κλουβί. Τι τέσσερεις τοίχοι σε κάποιο τυχαίο και μαζικό δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου, τι τέσσερεις τοίχοι σε κάποιο τυχαίο μυαλό μέσα σε μία σελίδα. Νομίζω κάπου τότε σταμάτησα να ψάχνω ή να ελπίζω. Ήταν πολύ ιδανικό. Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι κάπου εδώ σε χάνω. Τα κείμενα δεν μου προσέφεραν κάτι πλέον πέρα από ρουτίνα. Κάποτε ξέφυγα χαρούμενος μαζί σου από την καθημερινότητα, τώρα όμως βυθίζομαι στην θλίψη της χωρίς εσένα. Τα κείμενα ήταν απλά κείμενα. Εσύ από την άλλη δεν ήσουν ένα τόσο απλό κείμενο. Οι πρώτες σου γραμμές είχανε στίγμα από το άστατο μυαλό σου πάνω στα κάπως μπλεγμένα μεταξύ τους γράμματα. Δύσκολα σε διάβαζε κανείς άμα δεν σε καταλάβαινε. Μα, άμα ηρεμούσες και τον άφηνες να δει το λογοτεχνικό μεγαλείο των χαρακτηριστικών σου και την ευριπίδεια ηθογραφία πίσω από τα μάτια σου, και ο ίδιος θα ηρεμούσε και θα μπορούσε για εσένα τόσο σκληρά να πέσει. Το μελάνι ήταν απλά κείμενο. Το μελάνι όμως στην φωνή σου, η χροιά σου στο αυτί μου, που κινούσε το χέρι και την πένα, δεν ήταν απλά κείμενο. Ήταν ένα πιο όμορφο κείμενο.
Μου άρεσε να παίζω κρυφτό με τα μάτια σου. Να τα ψάχνω. Να τα βρίσκω και να τα χάνω μέσα στο πλήθος. Μα όταν έκλειναν τα φώτα στο βλέμμα του διαδρόμου, δεν ήταν τόσο υποκριτικό πια. Γιατί μπορούσα να σε αναγνωρίσω. Γιατί μπορούσες να με αγγίξεις. Απλά δεν το κάναμε. Μα τι κάναμε; Γιατί βρισκόμασταν κρυφά σε σφραγισμένες αίθουσες με άδεια τα παράθυρα και χαοτικούς τους πίνακες; Γιατί κρυβόμασταν απ’ τον κόσμο με τα τέσσερα μάτια: τα δικά μας. Δεν ξέρω. Δεν είναι πια νωρίς.
Μα ούτε τώρα καταλαβαίνεις εσύ από λόγια. Ίσως ούτε τώρα καταλαβαίνω και εγώ από κινήσεις. Και τελικά δεν καταφέραμε να αλλάξουμε και τόσο το μεταξύ μας. Πάλι στο ίδιο σημείο, στο σημείο μηδέν, μα με μία παραπάνω αβεβαιότητα που δεν ξέρει αν πρέπει να μείνει. Πάλι στην ίδια φωνή υποκύπτω, είτε ακόμα και υπεκφεύγω, μα τώρα δεν αντηχεί στο βάθος της οδού την νύχτα. Χάνεται σε δύστροπες ασφαλτοστρώσεις και σε ρημαγμένα σκαλιά. Ασφυκτιά να απαντήσει. Τελικά υπεκφεύγω σε μένα και σε μία πλασμένη από μένα πραγματικότητα. Μην με πλησιάζεις. Ονειρεύομαι συχνά μα δεν θέλω έτσι να σου εκφραστώ. Ονειρεύομαι συχνά μα δεν θέλω έτσι να σου κάνω κακό.
Μα τι γράφω γαμώτο; Συγγνώμη. Συγγνώμη γιατί ξέρω ότι πια σε κούρασαν όλες αυτές οι αραιές σκέψεις και οι κυνικοί συλλογισμοί. Αυτό εδώ δεν είναι παρά ένα ακόμα κείμενο, μία προσθήκη στο μανιφέστο του παραλόγου που τείνω συχνά να μπλέκω με τον έρωτα από ανάγκη ίσως βαθιά, ίσως και ρηχή. Ίσως είναι μία ακόμα πρόφαση δηλαδή. Ίσως σε έχω μπερδέψει. Με κούρασα.
Ξέχασα να γράφω. Εσκεμμένα; Μπορεί. Μπορεί κάποτε τα γράμματα στο δέρμα μου να με έκαναν παρέα. Μα να με καίνε. Μα να μη φεύγουν. Με μελάνι που βουτούσα διαδοχικά στον πόνο που άφηνε πίσω η κάθε λέξη για την επόμενη. Ξέχασα να γράφω με την ελπίδα πως θα ξεχάσω να πονάω. Μα πονούσα. Πονούσα ώσπου άρχισα ξανά να γράφω. Αυτή τη φορά, για σένα. Ίσως να μη με πίστεψες τότε. Ίσως να μη με πιστεύεις και τώρα. Μα δε θα θυμόμουνα να γράφω στο κενό και να μη χάνομαι μέσα σε αυτό άμα για ένα δευτερόλεπτο διαφορά, νωρίτερα ή αργότερα, δεν είχα τύχει να βρεθώ δίπλα σου εκείνο το βράδυ. Γιατί κάθε βράδυ από τότε που θα κάτσω και θα χαράξω, δεν μου θυμίζει τον πονοκέφαλο του κέρβερου. Μα μου θυμίζει μόνο την στιγμή εκείνη. Την στιγμή που γύρισα τυχαία το κεφάλι μου αριστερά και σε κοίταξα. Την στιγμή που γύρισες τυχαία τα κεφάλι σου πίσω και με ρώτησες. Γιατί αυτή η εικόνα, ανάμεσα σε όλες τις άλλες εικόνες που μου έμαθες να ζωγραφίζω, αυτή η τόσο απλή και συμπτωματική εικόνα, ήταν τελικά ένας προορισμός. Ένα ταξίδι στο υποσέλιδο, εκεί κάτω από την τελευταία λέξη και την τελευταία τελεία.
4 notes · View notes
athhenaa · 10 days
Text
Πάνε κοντά τέσσερα χρόνια από τότε που σε έχασα και αυτό που λένε όλοι πως με τον καιρό ξεχνιέσαι και το πένθος σβήνει μέρα με τη μέρα δεν ισχύει ούτε στο ελάχιστο στην περίπτωσή σου.
Κάθε φορά που σε σκέφτομαι, όλα όσα μου έμαθες και όσα περάσαμε μαζί παίζουν σαν καλοτραβηγμένα πλάνα από παλιά ασπρόμαυρη κάμερα και η νοσταλγία κατακλύζει τον εγκέφαλό μου.
Πλέον, ίσως είμαι πιο ώριμη, αλλά στη σκέψη πως δε θα σε ξαναδώ, δε θα σε ξανακούσω, δε θα σου ξαναμιλήσω και δε θα ξαναπώ τη λέξη «παππού», κλαίω σα μικρό παιδί και αρνούμαι πεισματικά να πιστέψω πως δεν είσαι πια κοντά μου.
Ξέρω πως δεν το ήθελες, ξέρω πως το μόνο που σε ένοιαζε ήταν να μείνεις εδώ και να ζεις την κάθε σου στιγμή σα να ήταν η τελευταία σου. Θυμάμαι ακόμα το πως έκανες τα πάντα για να αποκτήσω εγώ όσα δεν είχες εσύ μικρός.
Νοιαζόσουν τόσο που με νευρίαζες. Πολλές φορές σου φώναζα κι εσύ καθόσουν και υπέμενες όλα όσα είχα να πω επειδή απλά με αγαπούσες. Κι εγώ σε αγαπούσα, όσο τίποτα και όσο κανέναν. Ακόμα σε αγαπάω δηλαδή, καθώς ένα κομμάτι σου θα μείνει για πάντα χαραγμένο μέσα μου.
Όμως τώρα, ποιος θα μου λέει πως όλα θα πάνε καλά; Αφού έφυγες εσύ, δεν πιστεύω κανέναν. Έλεγες πως θα μείνεις εδώ για πάντα, ψεύτη. Κι αφού εν τέλει έφυγες, γιατί δε με πήρες μαζί σου; Ίσως εν τέλει να ρθω εγώ να σε βρω, πιο γρήγορα. Είναι φορές που το αποζητάω κιόλας.
Να ξέρεις, προσέχω τη γιαγιά και την αγαπάω και για τους δυο μας. Στεναχωριέται πολύ. Κοιμάται και ξυπνάει με τη σκέψη σου. Ξέρω πως κλαίει κρυφά, όπως κι εγώ, και η μαμά, και όλοι μας.
Θέλω να σε ακούσω να μου λες πως δε πειράζει που έχω γίνει έτσι. Θέλω να σε ακούσω να μου λες πως τα σημάδια μου ίσως και να με κάνουν δυνατότερη, όπως μου έλεγες όταν ήμουν μικρή κι έπεφτα και γέμιζα πληγές στα χέρια και στα πόδια μου, μόνο που τώρα τις δημιουργώ αυτοβούλως και δεν είμαι περήφανη γι'αυτό.
Συγγνώμη που πίνω. Συγγνώμη που καπνίζω. Συγγνώμη που σαπίζω κάθε μέρα στο κρεβάτι. Συγγνώμη που καθημερινά απογοητεύω όλους όσους με αγαπάνε. Συγγνώμη που δεν είμαι ανεξάρτητη. Συγγνώμη που πιστεύω πως όλα όσα περνάω είναι δύσκολα ενώ δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα πέρασες εσύ.
Παππού, συγγνώμη, θα φάω όλο μου το φαγητό αν μου υποσχεθείς πως θα γυρίσεις. Θα κάνω ο,τι χρειαστεί για να σε πάρω πίσω, μόνο υποσχέσου μου πως δε θα με ξεχάσεις εκεί που είσαι. Κράτα μου μια θέση δίπλα σου και εγώ θα φέρω μαζί μου όσα γλυκά δεν προλάβαμε να φάμε κρυφά απ' τη μαμά, γιατί από όταν σε έχασα δεν τρώω συχνά και η γιαγιά λέει πως έχω μείνει μισή κι ίσως ισχύει καθώς έχασα κι ένα κομμάτι μου μαζί με εσένα.
Δεν ξέρω καν πώς να το κλείσω αυτό, γιατί ένα απλό αντίο δεν αρμόζει και είναι χιλιο-ειπωμένο. Ίσως δεν λέω απλά αντίο, επειδή βαθιά μέσα μου πιστεύω πως μια μέρα θα ξυπνήσω και θα σε δω να με περιμένεις στο σαλόνι με μια τεράστια σακούλα γεμάτη κοχύλια για να φτιάξουμε κολιέ κι ας έχω ήδη πολλά.
Έχω κρατήσει φωτογραφίες μας από όταν ήμουν μικρή και τις χαζεύω κάθε φορά που νιώθω πως ο δε με χωράει ο τόπος. Ακόμα και τώρα με σώζεις. Από όπου κι αν είσαι.
Όμως δεν είναι το ίδιο πια.
Ξύπνα, επιτέλους.
18 notes · View notes
athhenaa · 10 days
Text
Tumblr media Tumblr media
71 notes · View notes
athhenaa · 13 days
Text
σιρεν αιζ αλλά στιλ
i will look at u with my big doe eyes … and u will pay for my iced coffee
32K notes · View notes
athhenaa · 13 days
Text
Tumblr media
1K notes · View notes
athhenaa · 13 days
Text
mpesa
"my child is fine" your child is still running their tumblr blog from middle school
127K notes · View notes
athhenaa · 13 days
Text
Μου αρκεί να περιμένω σε κάποιον σταθμό...
50 notes · View notes
athhenaa · 18 days
Text
2 meres no contact 🤞🏻
3 notes · View notes