Tumgik
thebeardednightowl · 3 years
Photo
Tumblr media
Ο Πατέρας μου, Elias Witherow.
Τα παιδικα μου χρονια ηταν πολυ δυσκολα. Πολυ σκληρα.
Καθε μερα ηταν ο ιδιος αγωνας για επιβιωση. Πφφφ, οταν τα θυμαμαι... απορω πως τα καταφερα και ακομα ζω. Ειναι καποια πραγματα που κανενας δε πρεπει να ζησει. Καποια πραγματα που επιβαλλεται να μενουν θαμμενα στο παρελθον.
Αλλα να 'μαι. Ειμαι δω να σου πω για ολα αυτα. Το γιατι δε το ξερω... Ισως βγαζοντας τα επιτελους απο μεσα μου να μπορεσω να τα εξορκισω και να λυτρωθω. Θα 'ναι κει για παντα... Το ξερω... Θα περιμενουν και θα βγαινουν στις πιο μοναχικες... στις πιο μαυρες μου μερες... Τουλαχιστον μπορει... αν τα πω μερικες φορες, να πονουν ολο και λιγοτερο καθε φορα που θα ξαναγυρνουν...
Λοιπον, να σου πω καποια πραγματα για μενα πριν αρχισω...
Η μητερα μου πεθανε οταν εγω ημουν τριων. Μεχρι και σημερα δεν ειμαι σιγουρος τι ηταν αυτο που την σκοτωσε, αλλα νομιζω οτι ειχε να κανει με ναρκωτικα. Ημουν μοναχοπαιδι, και ετσι εμεινα εγω και ο πατερας μου, ο Νωντας. Δε την θυμαμαι την μαμα μου. Καθολου. Ουτε καν το προσωπο της. Δεν εχω δει ποτε φωτογραφια της, δεν μου χει πει ποτε καποιος μια ιστορια για αυτην, κατι.... Τιποτα. Το μονο που μου εχει πει ο πατερας μου για κεινη, ειναι οτι πεθανε οταν ημουν τριων.
Ο Πατερας μου ο Νωντας, ηταν πολυ σκληρος ανθρωπος. Εξουσιαστης κατ'επαγγλεμα, στην υπηρεσια της ελληνικης αστυνομιας. Ολη μερα σε περιπολιες και τραμπουκισμους με το σωμα, ενας ανθρωπος με τοσο βαθια συμπλεγματα... τοσο συσωρευμενο μισος για τα κοινα... το τελειο μαντροσκυλο του κρατικου αυταρχισμου. Και καθημερινα τον εβλεπα ελαχιστα.
Μεγαλωσα σε ενα μικρο δυαρι, προσπαθωντας να μαθαινω πως να φροντιζω τον εαυτο μου, σχεδον εντελως παραμελημενος. Επρεπε να βρισκω τροπους να καβατζωνω φαγητο, να πλενω το σωμα και τα ρουχα μου... να επιβιωνω οριακα σε καθημερινη βαση. Δε τολμουσα ποτε να βγω απο το σπιτι. Εμενα κλεισμενος στο δωματιο μου ή απλα περιφερομουν στο υπολοιπο βρωμικο σπιτι, ελπιζοντας να ειχε ξεχασει τιποτα φαγωσιμο καπου ο πατερας μου...
Σε κεινη τη φαση ηταν απλα αμελεια, τουλαχιστον συγκριτικα με την κακοποιηση που ακολουθησε. Δε με χτυπουσε ουτε μου φωναζε, απλα αγνοουσε πληρως την υπαρξη μου. Εφευγε για υπηρεσια και μετα γυρνουσε πολυ αργα, οι ελαχιστες λεξεις που εβγαιναν απο το στομα του οταν με εβλεπε να βρωμαν' αλκοολ πριν πεσει ξερος για υπνο.
Και δεν ειναι οτι ημουν και δυστυχισμενος. Αυτη ηταν η ζωη μου, αυτο ηξερα. Νομιζα οτι ετσι ζουσαν ολα τα παιδια. Τωρα που τα σκεφτομαι και τα φερνω παλι στο μυαλο μου, με πνιγει η θλιψη και η οργη... αλλα τοτε? Τοτε ετσι ηταν τα πραγματα... Αυτο θεωρουσα φυσιολογικο.
Ξερεις ομως... Οταν περνας τοσες ωρες, τοσες μερες... τοσους μηνες σχεδον ολομοναχος μεσα σε ενα δωματιο... Ε... τοτε γινονται πολυ περιεργα πραγματα στο κεφαλι σου...
Οταν ημουν 6, εφτιαξα το Σπυρο. Ο Σπυρος ηταν μεγαλυτερος απο μενα, τουλαχιστον δυο χρονια. Ηταν ο κολλητος μου. Του μιλουσα συνεχεια, του τα λεγα ολα, γελουσαμε μαζι, κλαιγαμε μαζι... ολα. Ηταν το φανταστικο μου φιλαρακι. Ηταν μια προβολη της επιθυμιας μου να γινω πιο δυνατος, της ανυπομονησιας μου για αυτονομια, για δικες μου αποφασεις...
Και ο Σπυρος... σιχαινοταν τον πατερα μου.
Οταν ηταν σπιτι, προσπαθουσα να μη μιλαω στο Σπυρο. Ηταν δυσκολο ομως... Γιατι οσο πιο πολυ τάιζα την ψευδαισθηση της παρουσιας του διπλα μου, τοσο πιο πραγματικος γινοταν. Ακομα και μεχρι σημερα θυμαμαι ακριβως πως ηταν... Θυμαμαι το προσωπο του, τα μαλια του, το σωμα του...  
Οταν λοιπον ο πατερας μου αρχισε να καταλαβαινει οτι ειχα φανταστικο φιλο, οτι ηταν σχεδον παντα καποιος διπλα μου που μονο εγω μπορουσα να δω και να ακουσω... ε τοτε ηταν που τα πραγματα αρχισαν να πηγαινουν κατα διαολου... Θυμαμαι τις σφαλιαρες και τα χαστουκια καθε φορα που με επιανε να του μιλαω, να μου λεει να γινω αντρας και να σταματησω να κανω σα πουστακι...
Και οταν επινε, ηταν ολα αυτα επι δεκα. Ολοι οι πατεραδες ετσι δεν ειναι?
Εφερνε γυναικες στο σπιτι και μου λεγε να μεινω κλεισμενος στο δωματιο μου ενω αυτοι γαμιοντουσαν ακριβως διπλα. Και ηταν κατι φορες που ειχε πιει παρα πολυ και δε του σηκωνοταν... Και οταν γινοταν αυτο, εβγαινε εκτος εαυτου. Σε 'κεινες τις φασεις ετρωγα το χειροτερο ξυλο. Πετουσε κλωτσιδον απο το σπιτι οποια κακομοιρα ειχε τυχει να τον ακολουθησει και μετα ερχοταν κατευθειαν προς το δωματιο μου, η ανασα του βαρια να βρωμαει οινοπνευμα, βροχγοι να βγαινουν απο το στηθος του σε καθε του βημα...
Ναι. Οι χειροτερες νυχτες της ζωης μου.
Ο Σπυρος θα μας κοιτουσε απο την γωνια, οι γροθιες του σφιγμενες, η οργη να ξεχειλιζει απο το βλεμμα του μεχρι ο πατερας μου να τελειωνε. Μετα ερχοταν και με επερνε αγκαλια, μου σκουπιζε τα δακρυα και τα αιματα και μου ελεγε να κανω υπομονη. Εκλαιγε μαζι μου, ο πονος μου ηταν και δικος του πονος.
Και αυτο γινοταν σταθερα μεχρι να φτασω στα εντεκα.
Εκει θα αρχισω την ιστορια που θελω να σου πω. Στα εντεκα. Στα εντεκα νομιζω βρισκονται... τα πιο βαθυα μου σκοταδια...
*
Εκλεισε νευριασμενος το ραδιοφωνο. Δε καταλαβαινα τι ελεγε ο κυριος της εκπομπης αλλα πρεπει να τον ειχε ενοχλησει πολυ.
Γυρισα και συνεχισα να κοιταω την πολη που ξυπνουσε, το προσωπο μου κολλημενο στο τζαμι του συνοδηγου. Μαγαζια ανοιγαν, κοσμος περιμενε στις στασεις, η κινηση πυκνωνε. Στα κτηρια στο βαθος της λεωφορου φαινοταν το ζεστο ροζ του ηλιου που ειχε αρχισει να ξεπροβαλλει. Χαμογελασα διαστακτικα, ανυπομονωντας για τις ακτινες του να με καταπιουν.
Εσφιξα τη ναυλον σακουλα με το κολατσιο που κρατουσα μου πριν ανοιξω το μπροστινο τσεπακι της τσαντας μου και την βαλω μεσα. Σιγα το κολατσιο, μια μισομαυρισμενη μπανανα, το μονο πραγμα που θα ετρωγα μαλλον ολη μερα. Αλλα φυσικα και δε τολμουσα να παραπονεθω, δεν αξιζε, δεν ειχε κανενα νοημα. Ειχα συνηθισει πια. Χιλιες φορες πεινασμενος απο το να αντιμετωπιζα παλι την οργη του πατερα μου.
Γυρισα να τον ξαναντικρυσω αργα, ενας μαυρος αμιλητος ογκος που οδηγουσε, οι φλεβες στα χερια του πεταγμενες απο το ποσο τσαντισμενα εσφιγγε το τιμονι. Το προσωπο του ηταν στη τσιτα, ετοιμος να ξεσπασει με το παραμικρο. Ηταν απο hungover, ολο το περιπολικο μυριζε αλκοολ και ξινυλα απο τις ανασες του. Τα βλεμμα του κατακοκκινο, βαριες πρησμενες σακουλες να κρεμονται απο τα ματια του. Με πηγαινε σχολειο πριν παρουσιαστει στο τμημα για υπηρεσια. Ευχομουν η μερα να περνουσε αργα. Η προοπτικη της οποιασδηποτε καθυστερησης στο να τον ξαναβλεπα στο σπιτι αργοτερα, μου εδινε μεγαλη χαρα...
Καθομουν εκει αμιλητος, ανυπομονοντας να φτασουμε πριν βρει παλι κατι για να με βρισει. Δεν μπορουσα τις φωνες του, αυτο το απαισιο συναισθημα που μου αφηναν. Με κανε να νοιωθω μηδεν, ενα τιποτα... ενα βαρος για τους παντες, ενα παρασιτο που ηταν αναγκασμενος να φροντιζει ενω ηθελε να με πεταξει απο πανω του...
Στο σχολειο δεν ειχα φιλους. Τουλαχιστον δεν ειχα ουτε εχθρους. Οταν ο μπαμπας επινε, εγω ημουν ο μονος του εχθρος.
"Πφφφ...Βρωμαει η ανασα του ρε φιλε, πφφφφ..."
Μου ειπε ο Σπυρος απο το πισω καθισμα. Δεν απαντησα, δεν γυρισα καν να τον κοιταξω.
Φτασαμε στο σχολειο, ο πατερας μου σταματησε ακριβως μπροστα απο την εισοδο. Δε γυρισε να με κοιταξει, ουτε να μου μηλισει. Καθοταν στο τιμονι κοιταζοντας μπροστα το δρομο, περιμενοντας να κατεβω για να με ξεφορτωθει. Ελυσα τη ζωνη και μετα ανοιξα βγαινοντας εξω και βαζοντας τη τσαντα μου στον ωμο, ριχνοντας ενα δειλο βλεμμα προς τα πισω...
"Εγινε μπαμπα, τα λεμε μετα..."
Ειπα διστακτικα. Τοτε τεντωσε βιαια το σωμα του, πιανοντας την πορτα μου απο την εσωτερικη πλευρα και κλεινοντας την μου αποτομα στα μουτρα πριν γκαζωσει και εξαφανιστει στην εθνικη.
Αναστεναξα. Ενοιωσα το χερι του Σπυρου στον ωμο μου.
"Χεσ'τονε μωρε... Ελα, παμε μεσα."
Κρεμασα τη τσαντα μου στον ωμο και μπηκα στο σχολειο.
Η μερα περασε μεσα σε ενα γκριζομαυρο συννεφο. Να μετακινουμαι απο τη ταξη στο προαυλιο και παλι πισω, στους γεματους διαδρομους, να ακουω ολα τα αλλα παιδια να γελουν και να φωναζουν διπλα μου. Ηταν ολα σαν ενα θεατρικο εργο, μια ταινια που μπορουσα να δω αλλα δεν μου επιτρεποταν να παρω μερος. Κανεις δε μου μιλουσε, κανεις δε με ενοχλουσε, η υπαρξη μου περνουσε εντελως απαρατηρητη. Ημουν το φλωρακι, το βλαμμενο... το καθυστερημενο που κανενας δε πλησιαζε. Μεχρι ακομα και οι δασκαλοι, μου μιλουσαν απο αναγκη και για τα τυπικα, ποτε για παραπανω απο οσο ηταν απαραιτητο.
Ημουν το φαντασμα του σχολειο. Το χλωμο παιδι με το λυπημενο προσωπο.
Ο Σπυρος ηταν παντα διπλα μου ομως. Μου μιλουσε συνεχως σχολιαζοντας τα παντα, βριζοντας οποιον θεωρουσε μαλακα και ψυθηριζοντας μου τις σωστες απαντησεις σε ολες τις ασκησεις που καναμε στη ταξη. Ηταν ο μοναδικος ανθρωπος που νοιαζοταν για μενα. Ηταν το μοναδικο μου στηριγμα μεσα σε ολη τη μιζερια που βιωνα μεγαλωνοντας.
Οταν σχολασα, πηρα το λεωφορειο να γυρισω σπιτι. Καθησα πισω στο βαθος και χαζευα εξω απο το παραθυρο, αγνοωντας τη βαβουρα μπροστα μου. Οταν βγηκαμε στην εθνικη, κοιτουσα τις ασπρες γραμμες στην ασφαλτο, τις παρομοιαζα με ακτινες lazer που δεν εβρισκαν το στοχο τους, δηλαδη το διαστημοπλοιο μας... και ξεφευγαμε απο πανω ή απο διπλα τους...
Οταν εφτασα σπιτι ξεκλειδωσα την καγκελοπορτα με το κλειδι μου και μπηκα σπιτι. Πηγα στο δωματιο μου και πεταξα τη τσαντα στο κρεβατι. Μετα πηγα στη κουζινα και ανοιξα το ψυγειο, το στομαχι μου να μουγκριζει. Στο πανω πανω ραφι βρηκα ενα μισοφαγωμενο πιτογυρο απο το σουβλατζιδικο πριν τη στροφη στην εθνικη. Το αρπαξα ξετυλιγοντας το λαδωμενο του χαρτι και το καταβροχθισα. Ουτε να το βαλω στα μικροκυμματα δε σκεφτηκα, η πεινα με ειχε γονατισει.
Αφου εγλειψα τα λαδια και τα τζατζικια απο το χαρτι και απο τα δαχτυλα μου, πηγα στο δωματιο μου και εβγαλα το μπλοκ ζωγραφικης μου. Οσο το σπιτι ηταν ηρεμο, μαρεσε να ζωγραφιζω. Ηταν ο τροπος μου να ξεφευγω, η αποδραση μου απο την πραγματικοτητα. Καθομουν ξαπλωμενος μπρουμυτα στο κρεβατι για ωρες, ζωγραφιζοντας οτι μου κατεβαινε. Δεν ημουν πολυ καλος, αλλα δεν ημουνα και αχρηστος. Εφτιανα δρακους, διαστημοπλοια, πολεμιστες, σπαθια, οπλα... τιποτα δε ξεφευγε απο τα πενακια μου. Μερικες φορες εγραφα και μικρες ιστοριουλες παρεα με τις ζωφραφιες μου, λιγες γραμμες να κατατοπιζουν τον θεατη. Ο Σπυρος με κοιτουσε ενθουσιαμενος, λεγοντας μου γνωμες και προτεινοντας μου συνεχεια κανουργια πραγματα.
Εκανα τις τελευταιες γραμμες στη ραχη ενος θαλασσιου τερατος, οταν ακουσα την μπροστινη πορτα να ανοιγει με κροτο. Τιναχτηκα, ο θορυβος να αντηχει μεσα στην απολυτη υσηχια. Κοιταξα το ρολοι, ηταν σχεδον μεσανυχτα. Δε μπορουσα να το πιστεψω... Ποσες ωρες ζωγραφιζα?!? Το στομαχι μου μουγγκρισε, επιβεβαιωνοντας το περασμενο της ωρας. Αφησα το πενακι στην ακρη, τα δαχτυλα μου πιασμενα απο τοσες ωρες δημιουργιας...
Ηταν ο πατερας μου, αλλα ειχε και παρεα. Τον ακουγα να μιλαει γελωντας με καποιον αλλον. Μια γυναικα.
"Εκανε καινουργιες παρεες παλι..." Μου ειπε ο Σπυρος ειρωνικα.
Σηκωθηκα απο το κρεββατι και πηγα στη πορτα του δωματιου. Την ανοιξα ελαφρια και ειδα το πατερα μου να προχωραει στο διαδρομο με μια ξανθια κυρια διπλα του. Ακουγοταν μεθυσμενος, και οι δυο τους ειχαν πιει. Πρεπει να την μαζεψε απο κανα μπαρακι μετα την υπηρεσια. Τον ειδα να ακουμπαει κατι στο τραπεζι της κουζινας, κατι που εμοιαζε με μια εξαδα απο μπουκαλια, και συνεχισαν μεχρι το δωματιο του παραπατωντας.
"Ολες εκει τις παει... Τι κανουν εκει μεσα ρε φιλε?"
Μου ειπε ο Σπυρος, σκυβοντας και αυτος διπλα μου να δει τι γινοταν.
"Δε ξερω... Κατι που κανουν οι μεγαλοι μαλλον..."  
Του ψυθηρισα κλεινοντας τη πορτα. Ο πατερας μου εφερνε γυναικες στο σπιτι σε πολυ συχνη βαση. Χεσμενες απο ξυδια κυριως οπως και αυτος, και μετα τις επερνε μεσα στο υπνοδωματιο μαζι του. Ηξερα οτι φιλιοντουσαν και τετοια, αλλα ακουγα και κατι αλλους θορυβους που νομιζω οτι δεν ερχοντουσαν μονο απο φιλια. Δε ξερω τι ακριβως εκαναν, αλλα οτι και να ηταν, ακουγοταν σα να το χαιροντουσαν πολυ...
Ο πατερας μου συνηθως ειχε κεφια μετα απο τετοιες νυχτες. Τα πρωινα μετα απο τετοιου ειδους διασκεδαση ηταν που μου μιλουσε κανονικα σαν ανθρωπος. Δε ηταν και τπτ ιδιαιτερο, δυο σκορπια λογια... αλλα και πλαι ηταν κατι... και περιμενα αυτες τις μερες πως και πως. Ηθελα τοσο πολυ να του μιλησω και γω, ηθελα να με γνωρισει, να με συμπαθησει... να καταφερει να με αγαπησει. Δε μπορουσα να καταλαβω γιατι τον εκνευριζα τοσο πολυ και ηταν παντα τοσο τσαντισμενος με μενα. Τα αλλα παιδια στο σχολειο δεν ειχαν μελανιες πανω τους. Δε τα ακουγα να μιλανε για το ξυλο που τρωνε απο τους πατεραδες τους.
Ειχα αρχισει να πιστευω οτι κατι πολυ σοβαρο συνεβαινε με μενα. Οτι εγω, σαν ατομο, ειχα πιθανως καποιο εμφυτο, βαθυ ελλατωμα που με καθιστουσε αναξιο για το οποιοδηποτε ιχνος αγαπης και στοργης. Ειχα αρχισει να πιστευω οτι ο πατερας μου το εβλεπε αυτο καλυτερα απο ολους και γιαυτο ηταν παντα τοσο σκληρος με μενα. Με θυμαμαι να κλαιω πολυ γιαυτο, αλλα καθως μεγαλωνα απλα το αποδεχομουν. Σιγουρα παντως ειχα καποιο ελλατωμα και καποια μερα ισως να μπορουσα να το καταλαβω...
"Μικρε!"
Η ανασα πιαστηκε στο στηθος μου.
Η φωνη του πατερα μου...? Εμενα φωναζε?
Γυρισα να κοιταξω το Σπυρο, το προσωπο μου τρομοκρατημενο.
"Με φωναξε! Τ-τι θελει?!?"
Ο Σπυρος με κοιταξε ανυσηχος, κουνωντας τους ωμους του απορημενος. Οταν ο πατερας μου εφερνε κοσμο εγω ημουνα φαντασμα, νεκρος. Δεν υπηρχα. Επρεπε να μενω κλεισμενος στο δωματ��ο μου και να περιμενω να φυγουν για να ξεμιτυσω...
"Τσακισου μικρε! Σε φωναζω!"
Ξανακοιταξα το Σπυρο φρικαρισμενος πριν ανοιξω τη πορτα, τα χερια μου να τρεμουν, η καρδια μου να χτυπαει σα ταμπουρλο...
Περπατησα το χωλακι, το στομα μου ξερο, και μετα ανοιξα τη πορτα στο δωματιο του πατερα μου. Ηταν σκοτεινα μεσα και δε μπορουσα να τον δω καλα. Καθοταν με την γυναικα, ξαπλωμενοι και οι δυο στο κρεββατι, δυο γκριζες ακινητες σκιες...
"Μπαμπα... Με φωναξες?"
Ειπα δειλα, τα λογια μου να βγαινουν με δυσκολια. Τοτε ακουσα σουρσιμο απο σεντονια και ειδα τη σκια του πατερα μου να ανασηκωνεται στο σκοταδι.
"Στο τραπεζι της κουζινας ειναι κατι μπυρες, τραβα να τις φερεις γρηγορα."
Η γυναικα χαζογελασε και ειδα τη σκια του πατερα μου να ξαναξαπλωνει. Τα λογια του ηταν βαρυα και υγρα, η γνωριμη χροια της βραδυνης του μεθης οταν γυρνουσε απο τα μπαρ. Την ειχα συνηθησει αυτη τη γλωσσα, η ξενικη της προφορα να μου γινεται ολο και πιο κατανοητη καθως μεγαλωνα....
Περπατησα σιωπηλα μεχρι τη κουζινα, η καρδια μου ακομα να χτυπα γρηγορα. Ειδα την εξαδα να καθεται στο τραπεζι και την αρπαξα περπατωντας γρηγορα προς τα πισω, ριχνοντας μια ανυσηχη ματια στο Σπυρο που με κοιτουσε απο την μισανοιχτη πορτα του δωματιου μου. Εφτασα παλι στο υπνοδωματιο του πατερα μου και σταματησα στη πορτα κοιτωντας μεσα αμηχανα. Δεν ηξερα τι να κανω...
Ειδα ενα χερι να τεντωνεται μεσα απο το σκοταδι και να μου κανει νοημα να πλησιασω...
"Ελα φερτες... Τελειωνε!"
Περπατησα διστακτικα προς το κρεββατι, με τις μπυρες τεντωμενες ψηλα. Η γυναικα ξεπροβαλλε απο το σκοταδι, εντελως γυμνη, και τις πηρε απο τα χερια μου. Χαζογελασε και μου χαιδεψε τα μαλια.
"Γλυκουλης ο γιος σου, χεχε..."
Ειπε, το αλκοολ να λασπωνει και τις δικες της λεξεις. Ακουμπησε τις μπυρες στο στρωμα αναμεσα τους και ξαναγυρισε προς το μερος μου, η ανασα της να ζεχνει...
"Δε μου λες μικρε... Μηπως θες να κατσεις να παρεις ματι?"
Ειπε πριν σηκωσει το χερι της να μου χαιδεψει το προσωπο.
Τιναχτηκα πισω αηδιασμενος. Δεν ηξερα τι εννοουσε αλλα σιγουρα δεν ηθελα να παρω κανενα μερος σ'αυτο. Γελασε με την αντιδραση μου, πριν τραβηχτει πισω στα σκοτεινα διπλα στο πατερα μου.
Καθως γυρισα να φυγω, η φωνη του πατερα μου βροντηξε αποτομα.
"Που πας ρε?"
Ξεροκαταπια και γυρισα αργα να τον κοιταξω,
"Τι ειναι μπαμπα?"
"Ποτηρι εφερες ρε για να πιει η κυρια τη μπυρα της?"
Η φωνη του βαρια, ενας τρεμαμενος ρογχος να αντηχει απο το στηθος του.
"Συγνωμη μπαμπα, δε καταλ-"
Το μπουκαλι της μπυρας κατεβηκε με φορα στο κεφαλι μου πριν γινει χιλια κομματια, ο πονος οξυς , ξαφνικος. Ουρλιαξα και επιασα το μετωπο μου σφιχτα απο το πονο, καθως κομματια κοφτερου γυαλιου και αφροι μπυρας επεφταν απο τα μαλλια μου. Επεσα στο δαπεδο, το βλεμμα μου θολωσε, το κρανιο μου να παλλεται οδυνηρα.
"Μη τον χυπας!"
Φωναξε ο Σπυρος απο το διαδρομο, οι γροθιες του σφιγμενες.
Ετριψα το χτυπημα στο κεφαλι μου και αρχισα να σηκωνομαι αργα απ'το πατωμα, η μπυρα ακομα να σταζει στο προσωπο μου. Πριν προλαβω να σταθω, εννοιωσα μια σφιχτη λαβη στο σβερκο.
Παραπατησα ζαλισμενος, η παλαμη του πατερα μου να με σφιγγει σα ταναλια πριν με οδηγησει ατσαλα εξω απ'το δωματιο. Παραμιλουσα μυξοκλαιγωντας, ανχωμενες συγνωμες να βγαινουν απο το στομα μου, μια σειρα απο αδυναμα λογια που δεν εφταναν καν στα αυτια του...
Με εσυρε μεχρι τη κουζινα και με πεταξε προς το ψυγειο. Μουγκρησα απο πονο, ο ωμος μου να προσκρουεται με φορα στη πορτα του, το δεξι πανω μερος του σωματος μου να μουδιαζει. Προσπαθησα να σταθω, αλλα ο πατερας μου σταθηκε ακριβως μπροστα μου τραβωντας μου απο τα μαλια το προσωπο κοντα στο δικο του.
"Μια φορα να με ξαναξευτιλισεις ετσι και θα σε τελειωσω, παλιαρχιδι..."
Μου γρυλλισε, η ανασα του να με καιει...
Το προσωπο του Σπυρου ηταν σαν απο τσιμεντο, οργισμενο και χλωμο, ιδρωτας να το μουσκευει και οι φλεβες να πεταγονται στο μετωπο του. Πλησιασε το αυτι του πατερα μου και ειπε μεσα απο σφιγμενα δοντια...
"Παρ'τα χερια σου απο πανω του ρε σιχαμενε καργιολη."
Τοτε ο πατερας μου με σηκωσε ορθιο, το μυαλο μου ακομα θολωμενο. Με πιασε σχιφτα απο τον ωμο...
"Πηγαινε τωρα μεσα να φερεις τις μπυρες, οσο κατεβαζω ενα ποτηρι απο το ντουλαπι... Τσακισου!"
Μου ειπε πριν με σπρωξει προς το δωματιο του με τετοια λυσσα που παραπατησα και πηγα να πεσω αλλα βρηκα γρηγορα ισσοροπια και ετριψα τον ωμο μου. Ο Σπυρος ηρθε αμεσως διπλα μου, με πιασε απο το πλαι προσπαθωντας να με βοηθησει. Εννοιωσα δακρυα να τρεχουν στα μαγουλα μου. Εσφιξα τα δοντια και ρουφηξα τη μυτη... Ημουν εξαθλιωμενος και ρακος...
Ειδα το Σπυρο να με παρατηρει, το προσωπο του να γεμιζει θλιψη οταν ειδε τα δακρυα μου, το σωμα του να κολλαει στα πλευρα μου, να τρεμει ολοκληρος απο την οργη...
Μπηκα στο υπνοδωματιο του πατερα μου και βαδισα προς το κρεββατι. Ψηλαφησα στα σκοτεινα και βρηκα την εξαδα με τις μπυρες στο κατω μερος. Διεκρινα με την ακρη του ματιου μου την γυναικα, ξαπλωμενη μπρουμυτα να με παρατηρει, το βλεμμα της απομακρο και γεματο αποροια, λες και δεν ειχε ξαναδει ποτε παιδι. Δεν μου ειπε λεξη, απλα συνεχισε να με παρατηρει καθως σηκωσα τις μπυρες στην αγκαλια μου και αρχισα να βαδιζω προς τα πισω.
Βγαινοντας στο διαδρομο, εννοιωσα κατι να μου τρυπαει το ποδι, εναν οξυ πονο στη πατουσα που με κανε να ξαναπεσω στο πατωμα με μια μικρη κραυγη. Οι μπυρες μου εφυγαν απο τα χερια και κυλισαν μπροστα μου στο πατωμα πριν προσκρουσουν με τον απενταντι τοιχο και γινουν χιλια κομματια, αφροι και γυαλια να τα κανουν ολα χαλια. Κυλιομουν στο πατωμα, πιανοντας τη πατουσα μου απο το πονο, σφιγγωντας παλι τα δοντια μου και προσπαθωντας τωρα να συγκρατησω φρεσκα δακρυα. Ειχα πατησει ενα κομματι γυαλι, απο τη μπυρα που μου ειχε σπασει πριν στο κεφαλι...
"Τι εκανες ρε μαλακισμενο?!?"
Τον ακουσα να ουρλιαζει πριν αρχισει να ερχεται γοργα προς το μερος μου. Κοντοσταθηκε απο πανω μου, τα ματια του ορθανοιχτα απ'το σοκ...
"Συ-συγνωμη μπαμπα... δε-δε το θελα, κα-καταλαθος εγινε..."
Ειπα κλαιγοντας και προσπαθωντας να σηκωθω, ο τρομος απο το βλεμμα του να με μουδιαζει...
"Μη του ζητας συγνωμη ρε!"
Μου πε ο Σπυρος, βοηθωντας με να σηκωθω.
"Πολυ ατσουμπαλος ο μικρος σου, ε?"
Ακουστηκε η φωνη της γυναικας απ'το υπνοδωματιο πισω μου.
Τοτε ο πατερας μου ορμηξε και με αρπαξε απο το λαιμο, σπροχνωντας με βιαια πισω στο διαδρομο προς την εξωπορτα. Οταν σιγουρευτηκε οτι η γυναικα δε μας εβλεπε, με πεταξε πανω στη πορτα και μου τραβηξε μια αναποδη στα δοντια με ολη του τη δυναμη.
Ουρλιαξα και σωριαστηκα στο πατωμα, η μεταλλικη γευση του αιματος να μου γεμιζει το στομα. Τα εβλεπα ολα διπλα και ακουγα την απομακρη φωνη του Σπυρου να βριζει το πατερα μου. Αυτο ηταν... νομιζα.... Θα με σκοτωνε... Ο πατερας μου θα με σκοτωνε... Η εντεκαχρονη υπαρξη μου θα εληγε ετσι απλα και αποτομα... Με αλκοολ και γροθιες θα με αφηνε στο τοπο... ετσι απλα... Και ολα για μια εξαδα σπασμενες μπυρες...
"Τι εκανες ρεεεε?!?"
Μου ουρλιαξε μεσ'τα μουτρα σκυβωντας...
"Ενα πραμα σου ζητησα να κανεις... Ενα γαμημενο πραμα!!!"
"ΑΝ ΤΟΝ ΞΑΝΑΚΟΥΜΠΗΣΕΙΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ!!!"
Του φωναξε ο Σπυρος στ' αυτι, σαλια και λυσσα να πεταγονται απο το στομα του.
Ο πατερας μου με αρπαξε και με σηκωσε ορθιο. Με κοπανησε με τη πλατη στη πορτα και η λαβη του εκτοξευτηκε στο λαιμο μου, πνιγωντας με. Βογγηξα ασυναρτητα, κοφτοι ρογχοι απελπισιας να βγαινουν απ'το στομα μου, η ανασα μου να κοβεται...
"Λοιπον ακου, θα κατεβω στο βενζιναδικο στην εθνικη να παρω κ 'αλλες μπυρες, και συ θα ρθεις μαζι μου."
Μου γρυλλισε μεσ'τα μουτρα, η ανασα του σφυριχτη, να βρωμαει μια μιξη απο μπυρα και ρουμι.
Τοτε με αφησε να πεσω και σωριαστικα στο πατωμα. Επιασα το λαιμο μου σφαδαζοντας και κλαιγοντας, τα δακρυα μου να προσγειωνονται στο πατωμα σαν υγρα διαμαντια. Ο Σπυρος εσκυψε κοντα μου, χαιδευοντας με στη πλατη και παρηγοροντας με. Ηταν διπλα μου, θα με βοηθουσε οτι και αν γινοταν. Ρουφηξα τη μυτη μου και πηγα να βαλω τα παπουτσια μου. Ακουγα το πατερα μου να λεει στη γυναικα οτι θα γυρνουσε αμεσως, οτι θα κατεβαινε να παρει λιγες ακομα μπυρες.
Βγηκε απο τα σκοταδια φωροντας ενα τζιν και ενα μπλουζακι. Αρπαξε τα κλειδια απο το τραπεζακι και παραπατησε προς το μερος μου. Εκανα στην ακρη φοβισμενος πριν ανοιξει την εξωπορτα. Μετα γυρισε και μου εκανε νοημα να βγω.
Περασα διπλα του με τα χερια στο κεφαλι, τρεμωντας οτι θα με χτυπουσε, ακομα να κλαιω πριν βιαστω να απομακρυνθω απ'αυτον προς τα εξω. Περπατησαμε προς το περιπολικο σιωπηλα, τα βημματα του ασταθη και πιωμενα. Το ηξερα οτι δεν επρεπε να οδηγησει ετσι, αλλα δε τολμουσα να πω κουβεντα. Πηγα γρηγορα απο το πλαι και μηκα στη θεση του συνοδηγου.
Εβαλε μπρος τη μηχανη και γκαζωσε προς το δρομο. Καθως βγαιναμε στην εθνικη ανοιξε το παραθυρο και ο δροσερος αερας χτυπησε τους ιδρωτες μας. Τον κοιταξα και ανοιγοκλεινε τα ματια του γρηγορα, γουρλονοντας τα ανα διαστηματα, προσπαθωντας να οδηγησει σε αυτο το χαλι που βρισκοταν. Το αμαξι πηγαινε απο τη μια λωριδα στην αλλη σα τρελο, και ενοιωσα την αδρεναλινη στο στομαχι μου να βραζει πριν αρπαξω γερα τα χερουλια απο τα καθισμα.
"Θα μας σκοτωσει..."
Μου ψελλισε ο Σπυρος απο πισω...
"Θα μας σκοτωσει ο μαλακας..."
Ακουσα πανικο στη φωνη του.
Ο πατερας μου μουγκριζε και ετριβε συνεχως τη μια παλαμη στο προσωπο του προσπαθωντας να συνελθει και να ανοιξει καλυτερα τα ματια του. Ευτυχως ηταν αργα και η εθνικη ηταν σχετικα αδεια, οποτε ολες οι λωριδες ηταν δικες μας...
Ο αερας τωρα εμπαινε μανιασμενα απο το παραθυρο του και τρεμουλιασα καθως μου χτυπουσε το μουσκεμενο δερμα με την βραδυνη του ψυχρα. Το χτυπημενο απο το μπουκαλι σημειο στο κεφαλι μου παλοταν απο πονο και ολο μου το σωμα ετρεμε απο το ξυλο που μου ειχε ριξει.
Και μετα απο λιγα λεπτα σιωπηλης διαδρομης, εστριψε και μπηκε στο παρκινγκ του βενζιναδικου. Αρχισε να ψαχνει τις τσεπες για το πορτοφολι του χωρις να σβησει τη μηχανη. Ξεροκαταπια παρατηρωντας τριγυρω μας εξω, ημασταν εντελως ολομοναχοι. Ο υπαλληλος μας ειδε στο περιπολικο και παρακολουθουσε πισω απο το τζαμι του καταστηματος...
"ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!!"
Ουρλιαξε ξαφνικα.
Βουλιαξα τρεμωντας στο καθισμα μου, ηθελα να εξαφανιστω, να γινω ενα με το υφασμα. Δεν αντεχα αλλο, βρισκομουν και σωματικα και ψυχικα στα ορια μου. Το προσωπο μου ηταν μουσκεμα απο το κλαμα και το χειλος μου ηταν ματωμενο και πρησμενο απο τα χτυπηματα του. Ο Σπυρος ακουμπησε το χερι του στον ωμο μου προσπαθωντας να με ηρεμησει...
"Το ξεχασα το γαμηδι!!! Το ξεχασα!!!"
Συνεχισε να φωναζει, κοιτωντας αφηνιασμενος δεξια και αριστερα, το βλεμμα του γεματο οργη πριν γυρισει προς τα 'μενα.
"Εσυ και οι μαλακιες σου! Σημερα διαλεξες να μου τα γαμησεις ολα ρε αρχιδι... Ε? Σου πεσαν τα μπουκαλια και επρεπε να μου τα κανεις σκατα και με τη γκομενα!!! Γιατι εισαι τοσο μαλακισμενο ρε?!?"
Δεν εβγαλα κιχ. Μαζευτικα μυξοκλαιγοντας. Δεν ηξερα... πραγματικα... δεν ηξερα γιατι ημουν τοσο μαλακισμενο... δεν ηξερα... αληθεια... δεν ηξερα τι επρεπε να κανω για να μη γινεται ετσι, προσπαθουσα αλλα δε τα καταφερνα. Και το ηθελα τοσο πολυ... δεν υπηρχε κατι σε ολοκληρο το κοσμο που να ηθελα περισσοτερο απ'αυτο, περισσοτερο απο αυτο...  περισσοτερο απο το να μη τον θυμωνω... απλα να τον κανω χαρουμενο... απλα να μπορει να με αγαπαει... Αλλα οτι και να εκανα, τα εκανα ολα σκατα, δεν εκανα τιποτα σωστο... στα ματια του ημουν ενα τιποτα, ενα βαρος, ενα εμποδιο...
"Ανοιξε το ντουλαπακι.Τελειωνε, ανοιξε το ντουλαπακι σου ειπα!!!"
"Μη τον ακουμπας ρε σιχαμα!!!"
Γρυλλισε ο Σπυρος μεσα απο σφιγμενα δοντια στο πισω καθισμα, τα ματια του καρφωμενα στο προσωπο του πατερα μου στο καθρεφτη.
Σκουπισα το προσωπο μου και ανοιξα το ντουλαπακι του συνοδηγου.
Ενα οπλο.
Το υπηρεσιακο του οπλο.
Τα ματια μου ανοιξαν διαπλατα καθως το αντικρυσα, η καρδια μου αρχισε να χτυπαει μανιασμενα. Γυρισα και κοιταξα τον πατερα μου, το προσωπο μου καταχλωμο απο τον φοβο.
"Σηκωσε το... Θα πας μεσα μ'αυτο και θα μου φερεις μια εξαδα γαμημενες μπυρες."
Εννοιωσα να παραλυω απο την φρικη, εννοιωσα το πανικο να με τυλιγει... δεν ηθελα καν να το βλεπω. Ηθελε... ηθελε να μπω μεσα με το υπηρεσιακο του οπλο και να κανω... ληστεια... Να ληστεψω το καταστημα του βενζιναδικου, να γινω αυτος που απο τον οποιο υποτιθεται οτι ο πατερας μου προστατευε την κοινωνια... Ηθελε να το σηκωσω και να το στρεψω προς τον υπαλληλο ωστε να παρω τις μπυρες και να βγω ανενοχλητος... Οχι... Οχι δε... δε μπορουσα να το κανω αυτο...
"Μπαμπα δε-- Δε μπορ-ω..."
Τοτε εσκυψε αποτομα και αρπαξε το οπλο απο το ντουλαπακι πριν μου το χωσει στη παλαμη με το ζορι. Μετα μου επιασε δυνατα το σαγονι και μου γυρισε το κεφαλι αποτομα προς το μερος του...
"Θα τσακιστεις αυτη τη στιγμη μεσα να μου φερεις τις μπυρες μου... Ακουσες? Οι μαλακιες πληρωνονται, μονο ετσι θα βαλεις μυαλο μαλακισμενο... Ελα τελειωνε, εφυγες!"
Δε ηξερα τι να πω. Δεν ηταν τροπος αυτος να μαθω... αυτο ηταν λαθος, ηταν εγκλημα...
Ο Σπυρος τοτε εχωσε το προσωπο του αναμεσα απο τα μπροστινα καθισματα και με καρφωσε, το προσωπο του να λαμπει απο ενθουσιασμο, η φωνη του εντονη...
"Αυτη ειναι η ευκαιρια σου!!! Καντο... τιναξε του τα μυαλα στο παρμπριζ του παλιομαλακα... καντο να υσηχασεις!!! Σηκωσε το, σημαδεψε τον στο ματι και πατα τη σκανδαλη... Καντο σου λεω, σκοτωσε τον!!!"
"ΕΦΥΓΕΣ ΛΕΜΕ!!!"
Ουρλιαξε ο πατερας μου, σπροχωντας με αποτομα προς τη πορτα του συνοδηγου.
Ανοιξα και βγηκα, τα γονατα μου να τρεμουν. Το οπλο ζυγιζε 100 κιλα στα χερια μου, το λειο ατσαλι της κανης του να γυαλιζει στα φωτα του βενζιναδικου. Δε μπορουσα να το κανω... Δε μπορουσα να κανω αυτο... οχι...
Ημουν αναγκασμενος να προσπαθησω ειδαλλιως θα με σκοτωνε στο ξυλο. Δε υπηρχε αμφιβολια, θα με αφηνε στο τοπο. Υπηρχε ενα βαθυ σκοταδι στα ματια του αποψε, ενα λυσσασμενο μισος που κλιμακωνε εδω και πολυ καιρο. Δεν ηταν μονο για μενα, ηταν για ολο το κοσμο, για ολη την κοινωνια γυρω του, για ολο το συστημα το οποιο τον ετρωγε καθημερινα, για τα παντα. Τον ακουγα συχνα να παραμιλαει βριζοντας τα βραδυα, να θεωρει οτι ολο το συμπαν ειναι εναντιον του και ολοι του την εχουν στημενη, να σιχαινεται τη ρουτινα του, τη δουλεια του, την ιδια του τη ζωη...
Περπατησα προς το καταστημα και ανοιξα τη πορτα, ενα καμπανακι να αντηχει με το που μπηκα μεσα. Εκριψα το οπλο στο πλαι, κοιταζοντας τον υπαλληλο. Ηταν κοντα στα 50-60. Με κοιταξε καχυποπτα, εξεταζοντας με απο πανω μεχρι κατω. Δε το σκεφτηκα εκεινη τη στιγμη, αλλα το προσωπο μου ηταν γεματο αιματα και μελανιες. Κατευθυνθηκα προς τα ψυγεια. Ανοιξα ενα στη τυχη και αφεθηκα στιγμιαια στη δροσια του κλεινωντας τα ματια απο ανακουφιση...
"Ελα γρηγορα... παρε μια εξαδα και παμε να τη κανουμε, να τελειωνουμε..."
Μου ψιθυρισε ο Σπυρος, κοιτωντας ανυσηχα προς τον υπαλληλο.
Σηκωσα μια εξαδα και αφησα τη πορτα του ψυγειου να κλεισει. Η καρδια μου ηταν ετοιμη να εκραγει, η ανασα μου εβγαινε σε κοφτους βρογχους, το χερι μου εσφιγγε το οπλο τρεμωντας.
Αρχισα να περπαταω αργα πισω προς την εισοδο, κρατωντας το οπλο κρυμμενο, καρφωνοντας το βλεμμα μου στη πορτα και αγνωοντας τον υπαλληλο.
"Που πας μικρε?"
Με ρωτησε ο ανθρωπος μπερδεμενος. Δεν εβγαλα λεξη, συνεχισα να περπαταω προς τη πορτα, ημουν σχεδον εκει.
"Μικρε! Περιμενε!"
Μου φωναξε, ο γνωριμος τονος του ενηλικου αυταρχισμου να με παγωνει στη θεση μου. Ξεροκαταπια, ο ιδρωτας να τρεχει ποταμι στη πλατη μου.
Τοτε γυρισα αποτομα και τον σημαδεψα με το οπλο, το υφος του να αλλαζει επιτοπου και να μαζευεται προς τα πισω. Το χερι μου ετρεμε και η λαβη του οπλου ηταν καλυμενη απο τον ιδρωτα της παλαμης μου...
"Πρε-πρεπει να τις παω στο μπαμπα μου..."
Του ειπα τραβλιζοντας απο την αγωνια...
"Συγ-συγνωμη... Αυτος... Αυτος με αναγκασε... Συγνωμη κυριε..."
Ο ανθρωπος τοτε σηκωσε τα χερια του πανικοβλητος, τα ματια του να γουρλωνουν...
"Νταξει η-ηρεμα, ηρεμα μικρε! Παρτες δε πει-πειραζει... Παρτες..."
Τοτε ανοιξα τη πορτα με την εξαδα...
"Με αναγκασε κυριε... θα με σκοτωνε... συ-συγνωμη..."
Ειπα πριν αρχισω να τρεχω πισω προς το περιπολικο, δακρυα να τρεχουν απο το προσωπο μου, το βλεμμα μου θωλο και σκοτεινο. Μπηκα κλαιγοντας πισω στο αμαξι, κλεινωντας δυνατα τη πορτα. Ο πατερας μου εκανε τοτε επιτοπια αναστροφη και βγηκε παλι γκαζωμενος στην εθνικη, η μυρωδια του καμενου λαστιχου να αναμυγνειεται με την απελπισια μου καθως ο δρομος ανοιγοταν παλι μπροστα μας. Σκουπισα το προσωπο μου, προσπαθουσα να σταματησω τα δακρυα αλλα δε γινοταν. Με σιχαινομουνα, και μενα και αυτον που με ειχε αναγκασει να κανω οτι εκανα...
Τον ακουγα να σφυριζει αναλαφρα καθως εγω ειχα βυθιστει στη θλιψη. Ανοιξε λιγο ακομα το παραθυρο και ο αερας με χτυπησε με τετοια φορα που εκανε τα ματια μου να τσουξουν. Ο Σπυρος καθοταν πισω μου σιωπηλος, δεν ηξερε ουτε τι να πει, ουτε τι να κανει...
Μετα απο λιγο στριψαμε στο παραδρομο για το σπιτι και βρισκομασταν συντομα πισω στην αυλη. Εβγαλε τα κλειδια απο τη μηχανη και γυρισε προς το μερος μου, αρπαζοντας τις μπυρες απο τα χερια μου και σηκωνοντας τες. Τοτε σταματησε και τις κοιταξε, χωρις να λεει λεξη...
"ΤΙ Ν'ΑΥΤΟ ΡΕ?!?"
Ουρλιαξε, το στομαχι μου παλι να γινεται κομπος. Γυρισα με φρικη, κοιταζωντας μια αυτον μια την εξαδα στο χερι του...
"Μπυρες..."
Ειπα τρεμουλιαστα, προσπαθωντας να συγκρατησω και αλλα δακρυα...
"Μπυρες...?!?"
Ειπε πριν  αφησει την εξαδα να πεσει αποτομα στα γονατα μου...
"Αυτο ειναι κατουρο! Πινω εγω ρε τετοιες μαλακιες?!?"
Μου φωναξε πριν μου τραβηξει αλλη μια δυνατη σφαλιαρα, δακρυα να τιναζονται απο τα βλεφαρα μου...
"Επιτηδες το κανεις ρε αρχιδι?!? Νομιζεις οτι εισαι αστειος? Ε?!?"
Με πιασε απο το λαιμο και μου κολλησε με φορα το κεφαλι στο τζαμι. Ο πονος μου μουδιασε το κρανιο, το βλεμμα μου γεμισε θολες λαμψεις.
"Σταματα να τον χτυπας!!!"
Φωναξε ο Σπυρος απο πισω.
Αλλα ο πατερας μου συνεχιζε να μου σφιγγει το λαιμο πιεζοντας ταυτοχρονα το κεφαλι στο τζαμι με οργη...
"Εισαι καθυστερημενος ρε?!? ΕΙΣΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΗΛΗΘΙΟΣ?!?"
"ΣΤΑΜΑΤΑ!!!"
Ξαναφωναξε ο Σπυρος.
Η παλαμη του πατερα μου εσφιγγε σα ταναλια το λαιμο. Αγκομαχουσα βηχοντας, η ανασα μου κομμενη, το βλεμμα μου να αρχιζε να σκοτεινιαζει... Ισως και να ηταν καλυτερα ετσι... Μαλλον μου αξιζε να πεθανω, να σταματησω να τον ταλαιπορω τοσο αφορητα... Ναι... ισως να ηταν καλυτερα για ολους μας ετσι...
"ΑΡΚΕΤΑ!!!"
Αντιχησε ο Σπυρος, πριν αρπαξει το χερι μου, το χερι στο οποιο ακομα κρατουσα το οπλο, και μου το γυρισει ατραπιαια προς το προσωπο το πατερα μου.
"Σου ειπα να τον αφησεις υσηχο ρε ΜΑΛΑΚΑ!!!"
Ουρλιαξε λυσσασμενα, η φωνη του εκωφαντικη.
Τα ματια του πατερα μου ανοιξαν διαπλατα και αμεσως υποχωρησε προς το τζαμι του. Ανασηκωσε τα χερια του και αρχισε να γλειφει αμηχανα τα χειλια του, η ξαφνικη μου επιθετικοτητα να τον πιανει απροετοιμαστο. Δεν ειχα ποτε ξανακανει τιποτα τετοιο... Δεν ειχα ποτε ξανασηκωσει αναστημα εναντια στη βια του...
"Εισαι ετοιμος να πεθανεις ρε σκουπιδι?!?"
Του γρυλισε ο Σπυρος, τα ματια του τρελαμενα, το δαχτυλο του να προσπαθει να πιεσει το δικο μου πιο σφιχτα στη σκανδαλη...
Ο πατερας μου φανηκε να χαλαρωνει ελαφρια...
"Θα με σκοτωσεις μικρε? Ε...? Θα σκοτωσεις το ιδιο σου το πατερα?"
"Θα σου ανοιξω το κεφαλι στα δυο..."
"Αντε λοιπον... τι περιμενεις?"
Απαντησε ο πατερας μου, ενα μικρο χαμογελο να σχηματιζεται στο προσωπο του.
"Αντε... ριξε μου, καντο."
"Δεν εχεις ιδεα ποσο καιρο το περιμενα αυτο..."
Του απαντησε ο Σπυρος, πριν νοιωσω το δαχτυλο του να μου πιεζει το δικο μου στην σκανδαλη ακομα πιο σφιχτα...
"ΟΧΙ! ΣΠΥΡΟ, ΜΗ!!!"
Πλουσιες δεσμιδες δακρυων εχτρεχαν τωρα στα μαγουλα μου, το μυαλο μου να χει κομματιαστει... κουρελια απελπιδας θλιψης και μαρτυριου...
Τραβηξα το οπλο απο το χερι του Σπυρου κατεβαζοντας το προς τα κατω, βλεποντας τον πατερα μου να χαμογελαει απογοητευμενα...
Και τοτε ηταν που ξανασηκωσα το οπλο... και το κολλησα στο δικο μου κεφαλι.
"Αυτο δε θελεις?!?"
Ουρλιαξα με ολη τη δυναμη της ψυχης μου, ενας ωκεανος λυπης να πλημυριζει το στηθος μου...
"Αυτο δε θελεις για να σταματησεις να εισαι θυμωμενος?!?"
Το χαμογελο εφυγε απο το στομα του, τα ματια του αστραψαν και μια ξαφνικη δυσφορια κυριευσε την εκφραση του.
"Αφου δε μπορω να κανω τιποτα σωστα!!! Με οτι και να κανω θυμωνεις!!!"
Φωναξα, η πνιχτη φωνη μου να σπαει.
"Γιατι δε μ'αγαπας?!?ΤΙ ΣΟΥ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ?!?"
Η κανη του οπλου ετρεμε στο κροταφο μου, το δαχτυλο μου τυλιγμενο σφιχτα σα φυδι γυρω απο τη σκανδαλη, ετοιμο να επιτεθει...
"ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΜΙΣΕΙΣ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ?!?"
Ουρλιαξα, ο θρηνος μου να τον κατακλυζει, μυξες, δακρυα και σαλια να εκτοξευονται προς ολες τις κατευθυνσεις.
Και τοτε ειδα κατι στο προσωπο. Τα χαρακτηριστικα του μαλακωσαν και αρχισε να σηκωνει αργα το χερι του προς το μερος μου...
"Ε-ελα νταξει... νταξει..."
Η φωνη του μαλακη, σοκαρισμενη...
"Ελα μικρε σε παρακαλω... κατεβασε το οπλο.... σε παρακαλω..."
"Δε θα χρειαζεται να εισαι θυμωμενος αν πεθανω! Ουτε μαλακιες θα σου ξανακανω ουτε θα σου σπαω αλλο τα νευρα!!!"
Του φωναξα σφιγγωντας τα δοντια μου, ακατεργαστοι υγροι ηχοι να ακουγονται απο το στηθος μου.
"Μικρε σε παρακαλω... μη το κανεις... σε παρακαλω μικρε..."
Η φωνη του γλυκια, το βλεμμα του πλεον φουλ ξενερωτο και συγκεντρωμενο, κατι που πραγματικα δεν ειχα ποτε ξαναδει στο προσωπο του...
Σηκωσα το αλλο χερι και σκουπισα τα δακρυα μου....
"Δε νοιαζεσαι καθολου για μενα... Με μισεις! Συγνωμη λοιπον... Συγνωμη που σε κανω τοσο δυστυχισμενο! Αγαπη ηθελα μονο... Απλα να με αγαπας!!!"
Το σωμα μου ετρεμε, η θλιψη με επνιγε. Η ακρη του οπλου μου ειχε ματωσει το κροταφο και εκλεισα τα ματια μου σπαραζοντας...
Εννοιωσα τοτε ενα χερι να με ακουμπαει απαλα στον ωμο καθυσηχαζοντας με και ακουσα τη φωνη του πατερα μου να ψυθιριζει, καθε λεξη πνιγμενη στο συναισθημα...
"Με.. με συγχωρεις... Με συγχωρεις για ολα... για οτι σου χω κανει... νταξει τωρα... ολα νταξει τωρα..."
Ψελλισε πριν μου πιασει το οπλο. Τον αφησα κλαιγοντας να μου το τραβηξει μακρια απο το κεφαλι.
"Γιατι δε μπορεις να με αγαπησεις..."
Του ψυθηρισα, κοιτωντας τον κατευθειαν στα ματια. Ειδα μια βαθια θλιψη να τον κυριευει, εναν αποτομο ανθρωπινο πονο να γεμιζει το βλεμμα του. Με πιασε απο τους ωμους και με τραβηξε στην αγκαλια του, χαιδευοντας μου τα μαλια...
"ΣΣΣσσσσ.... Ηρεμησε, ολα νταξει τωρα... Ειμαι δω μικρε, εδω... ΣΣΣσσσ"
Εννοιωσα κατι υγρο να σταζει στο κεφαλι μου. Ο πατερας μου εκλαιγε μαζι μου.
Εκλεισα τα ματια και τον αγκαλιασα, το στηθος του ζεστο στο προσωπο μου.
Καθησαμε ετσι για αρκετη ωρα....
*
Μετα απο κεινο το βραδυ, δε ξανασηκωσε χερι ποτε πανω μου. Πηγαμε μεσα στο σπιτι μετα απο λιγο και εδειωξε κεινη τη γυναικα σχεδον κλωτσιδον πριν παει να πεσει για υπνο. Δε ξανα μιλησαμε ποτε για οτι συνεβη. Τα γεγονοτα εκεινης της νυχτας στο αμαξι τον αλλαξαν. Του ανοιξαν τα ματια προς πραγματα τα οποια δε νομιζω οτι ειχε ποτε αναλογιστει, πραγματα που... εγω δε περιμενα ποτε οτι θα ειχε την δυνατοτητα να νοιωσει. Με ειδε καπως διαφορετικα, καταφερε ισως να νοιωσει τι περνουσα, καταφερε ισως να καταλαβει ποσο βαθια με ειχε πληγωσει...
Η σχεση μας αλλαξε απο τοτε. Ποτε δε ηρθαμε κοντα με την εννοια, αλλα τουλαχιστον συμβιωνουμε πλεον πολιτισμενα. Εχει αρχισει και γερναει τωρα, και γω μολις μπηκα στη σχολη. Δε βλεπομαστε και πολυ συχνα, αλλα αν βρεθουμε μπορουμε τουλαχιστον να πουμε και κανα δυο κουβεντες.
Το Σπυρο σταματησα να τον βλεπω. Μετα απο κεινο το βραδυ απλα εξαφανιστηκε. Οτιδηποτε και αν ηταν που ο παιδικος μου ψυχισμος αναζητουσε απο την παρουσια του, ηταν πλεον καλυμμενο. Θυμαμαι κατι φορες που μου ελειπε και προσπαθουσα να του μιλησω, αλλα μετα απο λιγο καταλαβενα οτι απλα μιλουσα μονος μου στο τοιχο.
Εχω πληγες. Πληγες ανοιχτες. Πληγες στο σωμα, πληγες και στη ψυχη, Πληγες που ποτε δε προκειται να κλεισουν. Φρικτες αναμνησεις βιας και αγωνιας, που ο πατερας μου φροντισε να μεινουν για παντα και ανεξιτηλα χαραγμενες στην υπαρξη μου. Φυτεψε μεσα μου φοβιες που δε θα μπορεσω ποτε να ξεφορτωθω.
Δε νομιζω να καταφερει ποτε να με αγαπησει ετσι οπως ξερει οτι θα ηθελα. Δε νομιζω να εχει την ικανοτητα να το κανει.  Και εχω αρχισει να το αποδεχομαι αυτο ως πραγματικοτητα. Στα ειπα απλα ελπιζοντας να ξορκισω την οργη που νοιωθω οταν τον σκεφτομαι. Δε ξερω αν θα μπορουσε ποτε να γινει κατι τετοιο... αλλα τουλαχιστον επρεπε να προσπαθησω...
Κουραστηκα.
Κουραστηκα να ειμαι συνεχεια μεσα στα νευρα.
Κουραστηκα να σκεφτομαι συνεχεια τα μουτρα του.
Κουραστηκα να θυμαμαι οτι αυτος ηταν ο πατερας μου.
Ο πατερας μου, το τερας μου.
10 notes · View notes
thebeardednightowl · 3 years
Photo
Tumblr media
Μελάνθη ⸸ Αποκάλυψη |
Διασκευή βασισμένη στο πρωτοτυπο του : Zed Belinsky
*
Η αίσθηση του χρονου με εγκατελειψε. Τα δευτερολεπτα περνουσαν σαν αιωνες, οι χιλιετιες σαν ωρες. Ειχα γινει ξαφνικα ενα με το συμπαν, το εξωπλανητικο στερεωμα. Τιτανιες στηλες απο γαλαξιακα νεφελωματα και αστερισμοι με περιτριγυριζαν. Ειδα την κοσμικη μαζα να συγκεντρωνεται, να συμπυκνωνεται σφαιρικα και μια πλανητικη παρουσια να γεννιεται απο το τιποτα. Και ειδα ωκεανους να πλημμυριζουν την απεραντοσυνη της επιφανειας της, υδατα κρυσταλλινα και υδατα μαυριδερα, υδατα απειρα να πνιγουν καθε σπιθαμη που εξειχε. Και αντικρυσα τοτε το χωμα της γοργα να τα αποροφα, φανερωνοντας ογκους ορεινους και απεραντες καταπρασινες εκτασεις πυκνης βλαστησης. Ειδα τον ουρανο να συμπυκνωνενται γυρω της, να την περικυλει σε μια γαλαζια αγκαλια. Και ειδα κτηνη αγνωστα, κτηνη γιγαντια, αλλα να σερνονται στη γη, αλλα να βαδιζουν ειτε στα δυο ειτε στα τεσσερα τους ακρα, αλλα να σκιζουν τους ουρανους με τις δυσθεωρατες φτερουγες τους. Και ειδα και ενα ζευγαρι ανθρωπων, μια γυναικα και εναν αντρα, η μανια της φυσης να μαζευεται και να κοπαζει μπροστα στην επελαση τους, ολη η πλαση να τους αποδιδει εναν αδικαιολογητο σεβασμο λες και προοριζοταν αποκλειστικα γι'αυτους. Και τους παρατηρησα να συμβιωνουν, νοχελικα και γαληνια μεσα στην αγνοια τους.
Και τοτε ηρθε Εκεινη...
Ξεπρόβαλε φωτίζοντας πλαγιές και φαράγγια, φέρνοντας φώς αστρικό, ισχύος ανείπωτης. Τα λευκά Της μαλλιά της ανέμιζαν απόκοσμα, το αίμα 'εσταζε απ' τις ακρωτηριασμένες Της φτερούγες, και το χώμα κατω απο τα αγγελικά Της πόδια, αναστέναζε απο ευγνωμοσυνη σε κάθε σταγόνα που το πότιζε. Ηταν το πιο σαγηνευτικο πλασμα που ειχα ποτε αντικρυσει, μια ομορφια που λεξει�� ανθρωπινες δε θα μπορουσαν ποτε να περι��ραψουν. Και οσο περπατουσε ειδα το ολογυμνο κορμι της να σκυβει και να αλλοιωνεται, να σερνεται και να στενευει μεχρι που η μεταμορφωση της ηταν πληρης και ως καταλευκο πλεον ερπετο πλησιασε τον ανδρα του ζευγαριου, ψελλιζοντας του γνωσεις θαυμαστες και μυστικα πρωτογνωρα...
Και τοτε τους ειδα να ξυπνουν, τα κορμια τους να γεμιζουν ενεργεια, τα βλεμματα τους ορεξη για δημιουργια. Ειδα το ζευγαρι να γεμιζει γνωση και σοφια, να ανακαλυπτει τα στοιχεια, να τα ονοματιζει και να τα εκμεταλευεται. Τους ειδα να ανακαλυπτουν την φλογα, και στην ζεστασια της να αναπαραγονται με ηδονή, γεμιζοντας τα λειβαδια με οντα κατ' εικονα τους. Τους ειδα με υλικα να δομουν καταφυγια, και να ανοικοδομουν πολυαριθμες κοινοτητες και απεραντες λαμπερες πολιτειες. Τους ειδα να αναπτυσσουν επιστημες και να εξηγουν με συμβολα και ηχους σχεδον τα παντα στην πλαση. Τους ειδα ακομα και να ξεφευγουν ερευνητικα προς το εξωτερο χαος του αστρικου κοσμου...
Και ηταν και Εκεινη εκει, παραλληλα με καθε τους βημα, με καθε τους επιτευγμα. Πότε μεσω των ζωων, πότε μεσω των στοιχείων, πότε να υπερβαινει την ιδια Της την φυση περνοντας ανθρωπινη μορφη για να επικοινωνει. Ελευθερη βουληση, κατι για το οποιο ειχε εξ'αρχης εξοριστει, και κατι που φροντιζε τωρα και αυτοι να διατηρουν. Και αρχισε να τους πλευριζει ευλαβικα για αναγνωριση, να τους δωροδωκει ικετευοντας δοξασιες, να απαιτει την ευγνωμοσυνη για οσα τους διδαξε, να διεκδικει την εξουσια πανω στα πνευματικα Της παιδια...
Και οταν οι πολλοι στο τελος της ειχαν γυρισει την πλατη, τοτε αποφασισε να πλησιασει τους λιγους και πιο ικανους.
Και ειχε ερθει πλεον η στιγμη να διδαχθει το μισος.
Ειδα προσωπα να παγωνουν και ακουσα λογια μοχθηρα. Ειδα την διχονοια και τον σπαραγμο να εξαπλωνονται. Ειδα ανθρωπους φτωχους, και ανθρωπους απληστους αλλα κυριως ανθρωπους φοβισμενους. Ειδα ζωντανά να εκμεταλλευονται, να περιφρονουνται και να θανατωνονται για αιτιες ανεπαισθητες. Ειδα γυναικες να φορτωνονται ρολους που δεν ζητησαν και αδυναμους να σερνονται με αλυσιδες στο χωμα λογω τους δερματος τους, λογω της καταγωγης τους, ή λόγου του ποιον ή ποιά διαλέξαν για να αγαπησουν. Ειδα μαζες να εχθρευονται αλλες μαζες, αναλώνοντας τα νιατα τους, σε γροθιες, σε σφαιρες και σε ξιφολοχγες. Ειδα ολοκληρους πληθυσμους να εξαλείφονται σε πολέμους για τις ιδέες, το κερδος και την κυριαρχια. Και αντικρυσα με δεος την ισχυ της επιρροης Tης, απο εργα θαυμαστα σε φρικες χωρις τελος, και απο μεγαλεία πολιτισμου σε εργα ντροπης κ' επαισχυντα...
Και τοτε ολα αλλαξαν.
Καθομουν σε ενα παγκακι. Κοιταξα γυρω μου, βρισκομουν σε ενα σιδηροδρομικο σταθμο, κοιτουσα καθιστος την πλατφορμα επιβιβασης. Πυκνη ομιχλη σερνοταν αναμεσα απο τα ποδια μου και χυνοταν στο απεραντο ασπρο που εκτεινοταν επ'απειρο μετα το χειλος της αποβαθρας. Ανθρωποι με προσπερνουσαν βιαστικα, τα προσωπα τους και αυτα ομιχλωδη και δυσδιακριτα, τα χαρακτηριστικα τους μουτζουρωμενα, φαντασματα γκριζα που δεν εδιναν καμια σημασεια στην παρουσια μου. Φορουσαν κοστουμια και παλτα, μπλουζακια και φουστανια, ρουχα περιεργα μα και ρουχα απλα, ολοι και ολες να τρεχουν να προλαβουν, να βαδιζουν με σκοπο και επιγνωση, η συνεπεια στην όποια αποκοσμη συναντηση μπορει να ειχαν, το μονο που εδειχνε να τους ενδιαφερει. Τα τραινα περνουσαν αθορυβα μα και γοργα, το ενα μετα το αλλο χωρις να σταματουν, οι ομιχλοπνιγμενες ραγες να τα υποδεχονται πριν τα αποχαιρετησουν χωρις σταση, προς το απειρο ξανα.
Κουνησα το κεφαλι μου, σιγουρα ονειρευομουν. Αρχισα να νοιωθω το βαρος της αγωνιας στο στηθος μου καθως προσπαθουσα να εστιασω διαδοχικα στα προσωπα που με προσπερνουσαν, να παρω καποιου ειδους απαντηση...
Και τοτε την ειδα.
Στεκοταν ακινητη αναμεσα στους βιαστικους, η ευκρινια του μαυρου της δερματος να την κανει να ξεχωριζει αναμεσα στο πληθος, οπως μια μυγα επιπλεει μεσα σε ενα ποτηρι γαλα. Μια γυναικα απλη, τα γεματα χαρακτηριστικα του προσωπου της να φωτιζονται απο ενα γλυκο χαμογελο και οι ρυτιδες κατω απο τα ζυγωματικα της να προδιδουν τα χρονια της, καθως σιγοψιθυριζε κοφτες κουβεντες σχεδον σε καθε περαστικο. Τα καταμαυρα μαλια της να χυνονται στριφογυριζοντας σε μπουκλες προς το καταλευκο της φορεμα, οι κινησεις της μετρημενες και σιγουρες...
Γυρισε το βλεμμα της και με αντικρυσε, το χαμογελο της να σουφρωνει καχυποπτα εν οψει της στατικης μου παρουσιας. Αρχισε να βαδιζει σταθερα προς το μερος μου, πριν καθησει διπλα μου στο παγκακι, συνεχιζοντας να με αντικρυζει με σοβαροτητα αλλα και με μια πολυ παραξενη οικειοτητα...
"Τι κανεις εσυ εδώ?"
Το βλεμμα της εδειχνε στοργη, αλλα παραλληλα και εναν δασκαλιστικο αυταρχισμο, μια αυστηροτητα παρομοια με αυτην ενος προπατωρικου γονέα. Δεν ηξερα τι να της απαντησω...
"Συγνώμη?"
"Η κορη μου σ'εστειλε? Καποιο απ'τα... 'μπουμπουκια' της μηπως?"
"Δεν καταλαβαινω τι μου λες..."
"Μη φοβασαι, θα εχεις μια ολοκληρη αιωνιοτητα μπροστα σου για να καταλαβεις, αλλα οχι ακομα..."
Για καποιο περιεργο λογο τα λογια της δυναμωναν ενω τα χειλη της ανοιγοκλειναν ολο και λιγοτερο, ηταν σα να μιλουσε βαθια μεσα μου μονο με τα ματια της. Αρχισα να επεξεργαζομαι τα λογια της. Αρχισα να συνδεω τις λεπτομερειες. Απο ολους τους περαστικους, μονο το δικο της προσωπο μπορουσα καθαρα να διακρινω. Ακτινοβολουσε καλοσυνη...
Οχι δεν γινοταν αυτο, δε- δεν ηταν δυνατον...
"Ει-εισαι..."
"Ω ναι..."
"Μα εσυ ει-εισαι... εισαι--"
"Γυναικα?"
Δεν απαντησα, εμεινα να την κοιταω με το στομα ανοιχτο, πως ηταν δυνατον...
"Σοκαριστικο ε? Μη μου πεις... σου 'ρθαν τα πανω κατω... Αν θελεις εκει προς το τελος της πλατφορμας εχει μερικα συννεφα απ'τα οποια μπορεις να πεσεις, χεχ..."
"Μα...μ--"
"Ελα αρκετα... Δεν υπαρχει αυτη τη στιγμη χρονος να κανουμε τετοιου ειδους κοινωνικο-πολιτικη κουβεντα για τις χυδαιες ανακριβειες που με περιγραφουν στα... "ιερα" σας και καλα βιβλια... Κατ'εικονα μου σας δημιουργησα ναι, αλλα θα 'πρεπε να εχω παρεμβει πολυ νωριτερα... να εχω στειλει απο καθε σας θρησκεια μερικα κουτοπονηρα καθαρματα δωρακι στη κορη μου και μετα να σας ξανασυστηθω... Ισως το κανω μεσα στον αιωνα... Αν καταφερετε να ανοιξτε λιγο ακομα τα κεφαλια σας φυσικα... γιατι κρινοντας απο τα τελευταια διακοσιες χιλιαδες χρονια... μχμ..."
Ο νους μου ειχε βραχυκυκλωσει. Η μιξη των συναισθηματων μου μπροστα σε τετοιου βαθμου αποκαλυψεων, ηταν για μενα πρωτογνωρη. Εμεινα να αντικρυζω το χαμογελο της μουδιασμενος, ηταν σαν να ειχα μολις ξαναγεννηθει...
"Σε ποιο τραινο θελεις ν'ανεβεις? Το επομενο ερχεται σε λιγα λεπτα..."
"Που βρισκομαι?"
"Στο σταθμο φυσικα! Τον έναν και μοναδικο σταθμο πριν το μεγαλο ταξιδι... Οποιο τρενο παρεις, ανάλογος και ο προορισμος σου."
"Πρεπει να γυρισω πισω... Εχω αφησει κατι πολυ σημαντικο στη μεση..."
Ειπα εντονα αν και εννοιωθα αποπροσανατολισμενος. Ηταν οντως κατι που επρεπε να κανω, κατι που χρειαζοταν επιγόντως την παρουσια μου... αλλα τι?
"Α, τελεια! Το επομενο τραινο πηγαινει ακριβως εκει!"
Αναφωνησε η γυναικα, πριν σκυψει πιο κοντα μου και μου πει σιγανα...
"Τι λες? Θα καταφερεις να τελειωσεις αυτο που αρχισες?"
Δεν ηξερα τι ηταν αυτο. Δεν μπορουσα καν να θυμηθω ποιος ημουν πριν φτασω στο σταθμο. Ετριψα το μετωπο μου και συγκεντρωθηκα μεχρι που αρχισα να ζαλιζομαι...
"Χαχαχα.... Λοιπον ακουσε με, θα σε βοηθησω. Εισαι ιερεας, και αυτην τη στιγμη βρισκεσαι στη μεση ενος εξορκισμου που... δεν πηγαινει και τοσο καλα... Προσπαθησε να σου αλλοιωσει την αντιληψη παιζοντας με την αισθηση που εχεις για την πραγματικοτητα, αλλα εσυ εντουτοις κατεληξες εδω..."
Μου ειπε δειχνοντας τα περιχωρα μας. Ειδα μια μικρη ομαδα απο παραμορφωμενες φιγουρες να συνοστιζονται στο χειλος της αποβαθρας. Απο μακρια ακουστηκε ενα τραινο να πλησιαζει...
"Ο αββυσαιος εχει ονομα. Αν θελεις το πανω χερι, πρεπει να το προφερεις δυνατα, να σε ακουσει να τον προσφωνεις! Εισαι τυχερος ξερεις... δεν ειναι η πρωτη φορα που εσεις οι δυο ερχεστε σε επαφη... Οι αναμνησεις ειναι μεσα σου, ολες οι πληροφοριες βρισκονται - ακριβως - εδω!"
Μου ειπε χαμογελωντας, ακουμπωντας απαλα το δαχτυλο της στον κροταφο μου...
"Πρεπει απλα να θυμηθεις... Να, επετρεψε μου να σε βοηθησω..."
Μου ειπε πριν με ακουμπησει απαλα στον ωμο. Εννοιωσα την ενεργεια να με πλυμμηριζει, αναμνησεις αρχισαν να αναδυονται πεντακαθαρα, ακομα και απο τα βρεφικα μου χρονια. Παιχνιδια, τραυματισμοι, συζητησεις, ερωτες, παρεες... μεχρι που με οδηγησε στην πιο σκοτεινη,   στην πιο απωθημενη μου αναμνηση...
*
Το ετος, 1974. Δυο ιερεις βρισκονται στη μεση ενος εξορκισμου σε ενα σκοτεινο δωματιο. Το θυμα κουλουριασμενο σε μια γωνια, να ουρλιαζει μανιωδως καθως τα λατινικα απο τα στοματα των ιερεων μαστιγωναν τα αυτια του. Ειναι ενας νεαρος, οχι μεγαλυτερος απο 18. Ενας πανισχυρος αββυσαιος εχει τον ελεχγο του σωματος του. Τον επικαλεστηκε πανω στην ανοητη απληστία του για γνωση και δυναμη, αλλα η οντοτητα τον εκμεταλευτηκε και τον εβαλε να σκοτωσει ολη του την οικογενεια, την ωρα που κοιμουνταν. Ολους εκτος απο τον μικρο του αδερφο, ο οποιος κοιμοταν ανυποψιαστος σε διαφορετικο υπνοδωματιο την ωρα που ο μεγαλος κατακρεουργουσε τους γονεις τους. Και καθως ο εξορκισμος συνεχιζεται, μια περιεργη παραμορφωση αρχιζει να συμβαινει στο σωμα του νεαρου, ενα ον αρχιζει να βγαινει απο μεσα του, να ξεπηδαει αφυσικα απ' το κορμο του. Ειναι ενα απαισιο, σιχαμερο πραγμα, με καταμαυρο τριχωμα, παχια κερατα και ματια που λαμπουν κατακιτρινα...
"Ire, BELETH!"
Φωναξε ο ενας ιερεας.
"In nomine Dei, EXITE!"
Ο αββυσαιος ξεσπασε σε ενα αποκοσμο ουρλιαχτο πριν καταρευσει σε σταχτες στο πατωμα. Τοτε ο νεαρος σηκωθηκε αποτομα, ο πανικος και η παρανοια να τον ελεγχουν, πριν ορμηξει προς το κοντινοτερο παραθυρο απεγνωσμενα, κανωντας ελευθερη πτωση προς το χαμο του.
Ο μικρος του αδερφος εντωμεταξυ, μεγαλωνε πλεον στο ορφανοτροφειο, ωσπου μετα απο 5 χρονια εκει, μια μερα ενας ιερεας εμφανηστηκε να τον επισκεφθει. Και μετα απο μια συντομη συνομιλια, εφυγαν μαζι απο το ορφανοτροφειο.
*
Η αναμηση τελειωσε. Βρισκομουν παλι στο σταθμο, η γυναικα να με κοιταει χαμογελωντας και περιμενοντας...
"Beleth...? Αυτο ειναι το ονομα του...?"
"A-χα... Ειναι απο τους αγαπημενους της αλλωστε... Για καποιο λογο στελνει παντα τους πιο βρωμικους..."
"Και το παιδι στο ορφανοτροφει--"
"Εσυ ησουν αυτος, βρε! Ο μοναδικος επιζωντας μια επιθεσης απο την Αβυσσο. Εχασες ολη την οικογενεια σου σε μια νυχτα και αυτο ηταν τραγικο, αλλα η ζωη ειχε πολυ μεγαλυτερα σχεδια για σενα. Η εκκλησια μεσολαβησε, ηρθαν και σε πηραν υπο την προστασια τους. Σε εκπαιδευσαν και σε προετοιμασαν με ειδικευση στους εξορκισμους, ενω ταυτοχρ��να καταφεραν να απωθησουν ολες εκεινες τις φρικτες αναμνησεις στο υποσεινηδητο σου. Και δεν ηταν καθολου ευκολο... Αλλα αυτη τη στιγμη, βρισκεσαι αντιμετωπος με την πιο επικυνδυνη προκληση της μεχρι τωρα ζωης σου. Ολα εκεινα τα χρονια της εκπαιδευσης και της προετοιμασιας, ολα για να σε οδηγησουν σ'αυτη τη συγκεκριμενη συγκρουση, σ'αυτη τη συγκεκριμενη στιγμη."
Ακουγα το τραινο να πλησιαζει, παρατηρησα μερικες φιγουρες να συνοστιζονται στο χειλος της αποβαθρας.
"Εχεις ακριβως οτι χρειαζεσαι... Πηγαινε τωρα!
Ειχα τοσες ερωτησεις, ημουν απιστευτα μπερδεμενος.
"Πηγαινε!"
Μου φωναξε η γυναικα πριν ακουμπησει την παλαμη της απαλα στο μετωπο μου.
Μεταφερθηκα τοτε πισω στην πραγματικοτητα, στο πατωμα του νοσοκομειου, το δαχτυλο της Μελανθης να μου πιεζει ακομα το μετωπο. Ειδα στο προσωπο της την ξαφνικη αμφιβολια. Το ηξερε οτι ειχα δει πολλα παραπανω απο αυτα που θα 'πρεπε. Το χερι της υποχωρησε διστακτικα, το χαμογελο στο στομα της αρχισε να αντικαθισταται απο εναν μορφασμο ανυσηχιας...
Της χαμογελασα με σιγουρια. Οι προσπαθειες της να με παραπλανησει ειχαν αποτυχει. Το χερι μου εκτοξευτηκε προς το λαιμο της, η λαβη μου να κλειδωνει γυρω της πριν σηκωθουμε παραλληλα απο το πατωμα, το προσωπο μου να κολλαει στο δικο της...
"Et vocavit nomen eius, ut te ab hoc iubes terra! Spiritus Tenebrae!!!"
Της γρυλλισα με σφιγμενα δοντια, το κοριτσι να προσπαθει να ελευθερωθει απο τη λαβη μου, το προσωπο της να παραμορφωνεται και να μουγγριζει μεσα στο πανικο...
"BELETH!!! Propagiem fortium de abysso!"
Το προσωπο της χλωμιασε επιτοπου και μια εκκωφαντικη κραυγη αγωνιας ξεχυθηκε απο τα χειλη της. Τοτε την πεταξα στο στρωμα του κρεββατιου με ολη μου τη δυναμη, το σωμα της να συσπαται, το κεφαλι της να πηγαινοερχεται βιαια δεξια και αριστερα, αφροι να βγαινουν απο το στομα της...
"ΟΧΙΙ....ΟΧΙ-ΟΧΙΙΙΙ...ΟΧΙ!!!"
Ειδα το προσωπο της να παραμορφωνεται, ζωωδεις κραυγες να βγαινουν απο το στομα της, ο πονος να την παραλυει καθως ο αββυσαιος μεσα της, αντιστεκοταν με νυχια και με δοντια...
"Γυρνα πισω σε Εκεινη, σιχαμα! Πισω στην αβυσσο! Πηγαινε να της πεις οτι απετυχες!"
"ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ!!! ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ!!!
Ουρλιαξε, το παραμορφωμενο της προσωπο να τυλιγεται στις φλογες, το σωμα της Μελανθης επιτελους να αποβαλλει το παρασιτο απο μεσα του. Και καθως ο διωγμος του αββυσαιου ηταν ετοιμος να ολοκληρωθει, το στομα της ανοιξε για μια τελευταια φορα...
"ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΤΕΛΕΙΩΣΕ!!! ΘΑ ΑΝΑΔΥΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ... ΧΙΛΙΑΔΕΣ!!! TΑ ΙΕΡΑ ΣΑΣ ΘΑ ΚΑΟΥΝ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΑΣ ΘΑ ΒΟΥΛΙΑΞΕΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ!!! ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ!!!"
Και ξαφνικα σιωπη.
Το προσωπο της κοπελας ξαναεγινε φυσιολογικο και το κεφαλι της εγειρε γαληνια στο μαξιλαρι. Η Μελανθη ηταν ξανα η εαυτη της. Εγκαυματα, εκδορες και πληγες... ολα να λειπουν απο το σωμα της.
Την πλησιασα αργα, τα ποδια μου με δυσκολια να με κρατουν. Ειχα τοσες ερωτησεις, τοσες αμφιβολιες... Παρατηρησα το σπασμενο παραθυρο, τα θραυσματα γυαλιου να μου υπενθυμιζουν την απωλεια του Ματθαιου, δακρυα να ξαναρχονται στα ματια μου...
Η Μελανθη ειχε ανοιξει τα ματια, προσπαθουσε να καταλαβει που βρισκοταν και κοιτουσε τριγυρω φοβισμενη. Ναι... Η κοπελα ειχε ξαναβρει σιγουρα την εαυτη της. Η πορτα ανοιξε αποτομα, νοσηλευτες να μπαινουν βιαστικα στο δωματιο τρεχοντας προς το μερος της.
Τοτε κατερευσα στο πατωμα, το σωμα μου αδυναμο αλλα η ψυχη μου γεματη ευγνομοσυνη. Κοιταξα εξω προς το ουρανο και την ευχαριστησα σιωπηλα...
Η αναρρωση της Μελανθης Α****** ηταν αρκετα γρηγορη. Βγηκε απο το νοσοκομειο την επομενη μερα και ξαναβρηκε συντομα τον εαυτο της. Ειχαμε μια συντομη συναντηση τις επομενες μερες, οπου μου υποσχεθηκε να μην ξαναπειραματιστει ποτε με κανενα μαραφετι επικλησεων...
H κηδεια του Ματθαιου ηταν μια επιπονη συναισθηματικα διαδικασια και ομολογω οτι μετα τις αποκαλυψεις για το παρελθον μου, συνδιαστικα με οσα βιωσα μετα την συντομη εκεινη αποδραση απο το φυσικο μου σωμα, ο προβληματισμος μου για το ποιους υπηρετουσα και τις ανακριβειες στις οποιες στηριζονταν για να εξουσιαζουν θρησκευτικα, ηταν κατι το οποιο δε μπορουσα με τιποτα να αγνοησω. Η βοηθεια της παντοδυναμης ηταν πολυτιμη, αλλα αυτα που ειδαν τα ματια μου και κυριως ο γιγαντιος ογκος των αποροιων που παρεμεναν αναπαντητες οσον αφορα στην αληθεια για στην προελευση και στην αρχικη δημιουργια καθε ζωης, δεν υπηρχε περιπτωση να μου επιτρεψουν να συνεχισω να υπηρετω τον οποιονδηποτε κληρο γυρω απο την οποιαδηποτε οργανωμενη θρησκεια του πολιτισμου μας...  
Θυμαμαι συχνα εκεινα τα λογια του Ματθαιου. Ο πολεμος ειναι συνεχης και προαιωνιος. Στρατιες και λεγεωνες σε μια αεναη διαμαχη με αδιευκρινιστες αφορμες, μια διαμαχη στην οποια η ασπρομαυρη λογικη του καλου και του κακου δεν εχει πραγματικα καμια θεση. Και πετωντας τα χριστιανικα ρασσα απο πανω μου, πρεπει μονος μου πλεον να ερευνησω το ��ολο και την θεση που αναποδραστα επιβαλεται να παρω μεσα σε αυτη.
1 note · View note
thebeardednightowl · 3 years
Photo
Tumblr media
Μελάνθη ⸸ Ο Εξορκισμός | Zed Belinsky
Artwork by Paige Hanlon
*
Περαν του ηχου απ' το ελβετικο εκκρεμες πανω απο το γραφειο μου, η σιωπη στο δωματιο ηταν εκκωφαντικη. Οι δυο ιερεις ακινητοι στις δερματινες πολυθρονες, να περιμενουν την απαντηση μου. Λιγο πιο πριν μου ειχαν ανακοινωσει την επειγουσα τους απαιτηση.
Σταθηκα διστακτικος...
Η αναμειξη της εκκλησιας σε ψυχιατρικα θεματα συνηθως ειχε την ταση να εκπυρσοκροτει, σαν παλιο περιστροφο που σου εκρήγνυται στα χερια.
Μαζι συμβιωναμε και οι τρεις, στο ιδιο πρεσβυτέριο. Γευματιζαμε στα ιδια τραπεζια και τελουσαμε λειτουργιες στον ιδιο οικο λατρειας. Ηταν κατι παραπανω απο αδερφια για μενα, θα εκανα τα παντα γι'αυτους. Αλλα και παλι, αυτη ηταν μια πολυ δυσκολη αποφαση. Σηκωθηκα απο το γραφειο και βαδισα σκεπτικα προς το παραθυρο, ριχνοντας μια κοφτη ματια στο ρολοι. Η ωρα ηταν περασμενη. Ενα χαλκινο αγαλματιδιο στεκοταν στη κορυφη του εκκρεμους, ενας αγγελος με το ξιφος του προτεταμενο. Περιμενε και αυτος, επισης μια απαντηση.
"Και ειστε απολυτα βεβαιοι γι 'αυτο..."
Τους ρωτησα απο τη θεση μου στο παραθυρο, τα χερια μου πισω απο την πλατη και το βλεμμα μου να ατενιζει τον οριζοντα. Παρατηρουσα τον ναο. Ενα παλιο, μεσαιωνικο οικοδομημα, παλαιοτερο  και απο την ιδια μας την μκρη πολη, ανεγερμενο απο τους πρωτους αποίκους πριν περασει στην ιδιοκτησια των καθολικων, μια κληρικη υπερδυναμη που δεν ειχε καμια ανοχη για ανυποστατες φημες και επιστημονικοφανεις απατες...
"Απολυτα. Οι πηγες μου ειναι ακρως αξιοπιστες, ο γιατρος με διαβεβαιωσε."
Μου απαντησε ο πατερ Μαρκος απο την πολυθρονα.
"Εμπιστευομαστε απολυτα την κριση του..."
Συμπληρωσε ο νεοτερος ιερεας, ο πατερ Ματθαίος, γνεφωντας μου καταφατικα.
Έχει να τελεστεί εξορκισμος σε αυτα τα μερη απο το 1974. Για περισσοτερα απο 40 ετη η Αββυσος παρεμενε σιωπηλη, μελετουσε τις κινησεις μας, απεφευγε καθε ιχνος εντοπισμου και φυσικα επαναπαυοταν χαιρεκακα στην παρακμη μας. Οι ενοριες εξακολουθουν να σφραγιζουν τις θυρες τους και οι πιστοι μας γυρνουν τις πλατες απογοητευμενοι, καθως η Αββυσος προετοιμαζει την αντεπιθεση. Μεσα σε μια μονο δεκαετια, τα νουμερα των πιστων αποδεκατιστηκαν, οι ανθρωποι εχασαν την ελπιδα τους στο Θεο. Οι Κυριακατικες συγκεντρωσεις εχουν καταντησει μιζερες συναθροισεις ελαχίστων...
Εαν η συγκεκριμενη περιπτωση ήταν ακομα ενα ατομο που επασχε απο ψυχωση, τοτε η παρεμβαση μας θα ηταν και η τελειωτικη μας ηττα. Θα αναγκαζομασταν ο Μαρκος, ο Ματθαιος και εγω, να εγκαταλειψουμε πληρως την ενορια αλλα και ολοκληρη την πολη απο την κατακραυγη που θα ακολουθουσε...
"Σ'ακουμε πατερ... Περιμενουμε την απαντηση σου."
Με ρωτησε ο Ματθαιος. Ο Ματθαιος ηταν ενας αρκετα νεος ιερεας, γυρω στα 35, αλλα οι ικανοτητες του μας ηταν πολυτιμες. Ηταν ευλογημενος με το δωρο της ενορασης. Μπορουσε να διακρινει και να εντοπισει πραγματα κρυφα, πραγματα αορατα στον φυσικο μας κοσμο.
Αναστεναξα βαρια, τα θελω μου να αντικρουονται. Ημουν σιγουρος ποια θα ηταν η απαντηση μου, η περιγραφη τους δεν χωρουσε αμφιβολια.
Μοχθηρη και απανθρωπη φιγουρα... Πυκνο μαυρο τριχωμα σε ολο του το κορμι... Πλατια κερατα να ξεπροβαλλουν απο το κρανιο του...
Αυτα μας ειχε μεταφερει ο ψυχιατρος, η πηγη του Μαρκου. Προσπαθησα να χαλαρωσω λιγο το κολαρο στο λαιμο μου, ηταν μουσκεμα και σφιχτο, λες και στενευε ολο και πιο πολυ οσο περνουσε η ωρα. Κοιταξα παλι το αγαλματιδιο του αγγέλου πανω στο ρολοι. Αυτη την φορα ηταν ετοιμος για μαχη.
Το ιδιο ημουν και γω.
Αδειοδώτησα τον εξορκισμο. Φανηκαν και οι δυο να ανακουφιζονται. Ηταν συνηθως μια μακρια διαδικασια που περιελαμβανε επαφη κατ'ευθειαν με το Βατικανο, αλλα εδω η κατασταση πιεζε αφορητα. Επρεπε να δρασουμε ευθυς αμεσως. Επρεπε να κινησω μηχανισμους και να παρω αποφασεις υπογειως. Επρεπε να το κανω για τα αδερφια μου. Για την Μελανθη Α*****, την αθωα κοπελα που υπεφερε. Για το καλο ολων μας.  
Ζητησα απο τον Ματθαιο να με βοηθησει στην τελεση αυτου του επικινδυνου μυστηριου. Επιδοθηκαμε σε εξαντλητικη νηστεια για τρια συνεχη μερονυχτα, οπως μας υποδυκνειε η χριστιανικη μας παραδοση αιωνων. Επρεπε να αποφορτισουμε, οι λογισμοι μας να καθαρισουν και να ειμαστε διαυγεις και ικανοι να κερδισουμε απευθειας το προβαδισμα εναντια στα ψευδη και τις χειριστικες βρωμιες της Αββυσου, ειδικα απο ενα πιθανως ισχυροτατο ων προερχομενο απο εκει. Οι Αβυσσαιοι προτασσουν αρνήσεις και ο δολος κυριαρχει τα λεγομενα τους. Προσπαθουν να διαβρωσουν τις νοητικες σου αμυνες και να κανουν τον ψυχισμο σου να καταρευσει. Η κοπελα υπο τον ελεχγο του, η Μελάνθη, ανοιξε την συνειδηση της ανυποψιαστα, προσκαλεσε τον δυναστη της αυτοβουλως και εν αγνοια. Και οταν η προσβολη επετευχθη, ο Αββυσαιος αρχισε να την χειραγωγει σαν μαριονεττα, αναλογα με τις δικες του βουλες. Θα χρειαζοταν μεγαλο ψυχικο σθενος για να αποβαλουμε αυτο το παρασιτο απο μεσα της, και ακομα και σε περιπτωση επιτυχιας, αμφεβαλλα για το αν η Μελανθη θα καταφερνε ποτε να ξεπερασει πληρως αυτο που της συνεβη, ειτε σωματικα, ειτε ψυχικα...
Αλλα ειχα πιστη, και ειχα ελπιδα. Διοτι μεσω του παντοδυναμου... τα παντα ειναι δυνατα.
Τα προβληματα ξεκινησαν την ωρα που ειμασταν σχεδον ετοιμοι να φυγουμε. Τοποθετουσα τα απαραιτητα στο χαρτοφυλακα μου, εναν μεγαλο μεταλλικο σταυρο, ενα ξυλινο ροζάριο απο την Σλοβακία, νερο καθαγιασμενο πριν απο μερικες ωρες και εναν τομο της αγίας βιβλου οταν ακουσα  φωνες απ'έξω. Βγηκαμε με τον Ματθαιο γρηγορα, οι χαρτοφυλακες μας στα χερια, και διαπιστωσαμε αμεσως τι ειχε συμβει. Και τα τεσσερα λαστιχα του αμαξιου, ηταν σκισμενα. Αυτο δεν ηταν συμπτωση. Το ηξερα βαθια μεσα μου οτι καποιος ηθελε να μας καθυστερησει. Καποιος προσπαθουσε να μας αποτρεψει απο την τελεση του μυστηριου...
Πριν ο Ματθαιος πανικοβληθει, τον επιασα δυνατα απο τον ωμο και του υπενθυμησα καποια λογια απο τις γραφες.
"Η καρδια του ανθρωπου βουλευεται την οδον, αλλα ο Κυριος διευθυνει τα βηματα του. Θα βρεθουμε κοντα της, το συντομοτερο δυνατον."
Ο Ματθαιος παρεμεινε σοβαρος, σφιγγοντας δυνατα το σταυρο που κρατουσε στη γροθια του.
Το νοσοκομειο στο οποιο βρισκοταν η Μελανθη A*****, ηταν περιπου τεσσερα χιλιομετρα απο δω. Θα μπορουσαμε να παμε περπατωντας, αλλα ετσι θα σπαταλουσαμε ενεργεια, ενεργεια πολυτιμη για αυτο που θα ακολουθουσε. Ο Ματθαιος προτεινε να παρουμε το λεωφορειο, θα μας αφηνε ακριβως εξω απο την πυλη του νοσοκομειου. Χρησιμοποιοντας την ικανοτητα του, ειπε οτι αυτη ηταν η πιο ασφαλης μας επιλογη. Παρ'ολα αυτα, προσευχομουν για μια ασφαλη διαδρομη.
Εικοσι λεπτα αργοτερα, στεκομασταν διπλα διπλα με τον Ματθαιο εξω απο την πυλη του νοσοκομειου. Η οψη του κολοσσιαιου τσιμεντενιου οικοδομηματος, μας προκαλεσε δεος και ανυσηχια. Μαυρα συννεφα απο τα νοτια ειχαν αρχισει να πυκωνουν απο πανω μας και εκατονταδες μαυρα κορακια απο ολη την περιοχη πετουσαν σε κυκλικους σχηματισμους πανω απο την οροφη του κτηριου. Ερχοταν καταιγιδα...
"Λες να ξερουν... λες να γνωριζουν?"
Με ρωτησε ο Ματθαιος χωρις να γυρισει το βλεμμα του, τα ματια του κολλημενα στην μεταλλικη εισοδο του κτηριου.
"Ολοι αυτοι οι ανθρωποι... Λες να ξερουν για τον πολεμο που μενεται εδω και χιλιετιες? Το πολεμο μεταξυ του καλου και του κακου?"
Τον κοιταξα σιωπηλα πριν μπουμε αποφασισμενοι στα επειγοντα.
Καθως περπατουσαμε, νοιωθαμε τα ματια στους διαδρομους να καρφωνονται πανω μας. Με την ψηλη μου κορμοστασια, το κοντρα ξυρισμενο μου κεφαλι και το διαπεραστικο, γκριζο βλεμμα μου, εμοιαζα πιο πολυ με πληρωμενο εκτελεστη που ειχε ημιαυτοματο στο χαρτοφυλακα του, παρα για ανθρωπο του θεου με τα φαινομενικα αθωα πραγματα που κουβαλουσε, πραγματα που θα ειχαν πολυ μεγαλυτερη επιδραση κατα των δυναμεων της Αββυσου απο εκατονταδες σφαιρες των εννέα χιλιοστων.
Η γραμματεας στο γκισε μας κοιταξε καχυποπτα. Της ειπα για τον λογο της αφιξης μας, για την Μελανθη. Το βλεμμα της αλλαξε απο καχυποπτο σε ανυσηχο. Καταλαβε απ'ευθειας για ποιαν ασθενη μιλουσα. Ολοι γνωριζαν πλεον για την Μελάνθη Α*****, για τον φραστικο ωχετο που ξερνοβολουσε καθε ωρα και στιγμη, για τις επιθεσεις και τα βιαια επισοδεια που συνεχεια προκαλουσε σε νοσηλευτες και νοσηλευομενους, για τις δαγκωματιες που στολιζαν πλεον τα χερια του οποιουδηποτε προσπαθουσε να την πλησιασει, για το κοριτσι που τραγουδουσε μεγαλοφωνα καθ' ολη τη διαρκεια της νυχτας... καθε νυχτα, για το κοριτσι του οποιου το δωματιο μυριζε σαπιο κρεας συνεχως...
"Αυτην ακριβως... Που μπορω να την βρω?"
Ενας σεκιουριτας μας οδηγησε στον ανελκυστηρα για να ανεβουμε στην ψυχιατρικη πτερυγα. Οταν φτασαμε, αρχισαμε να διερχομαστε απο αρκετα σημεια ελεγχου, παρομοια με αυτα που καποιος θα συναντουσε σε μια φυλακη. Εννοιωθα την δυσφορια μεσα μου να γινεται ολο και πιο εντονη σε καθε τετοια πυλη που εισερχομασταν. Η μονιμη φυλακιση ηταν μια εμφυτη μου φοβια, και μια αποδειξη του ποσο αποτυχημενη ηταν η ανθρωπινη κοινωνια γενικοτερα. Κανεις μας σε αυτο το κοσμο δε γεννηθηκε για να φυλακιζεται πισω απο καγκελα. Προσπαθησα να μη το σ��εφτομαι, επρεπε να συγκεντρωθω...
Η ψυχιατρικη πτερυγα ειχε την κλασσικη οσμη των νοσοκομειων. Ολα αποστειρωμενα, ολα καθαρα, το νοσηλευτικο προσωπικο να φροντιζει ανελλειπως καλυπτοντας τα ιχνη των πολυαριθμων ψυχων που κατεληγαν εκει σε καθημερινη βαση. Ο διαδρομος ηταν μακρυς και αδειος, εκτος απο μερικα ατομα συγκεντρωμενα στο βαθος. Φαινοντουσαν αναστατωμενοι, τα λεγομενα τους εντονα. Ενας τους εκοβε ανγχωμενες βολτες λιγο πιο περα, μονολογοντας εμμονικα. Πλησιαζοντας τους, διακριναμε ζωγραφιες και μουτζουρες στους τοιχους απο τους ασθενεις κατα την διαρκεια της θεραπειας. Ηταν ολες αρκετα παρομοιες, προχειρα ανθρωπακια απο γραμμες που χαμογελουσαν, με φρασεις οπως "ειμαι χαρουμενος" και "ολα μια χαρα" γραμμενες ατσαλα απο πανω...
"Δεν εχει αερα εδω, δυσκολευομαι να ανασανω..."
Μου ειπε ο Ματθαιος. Ειχε δικιο, και γω δυσκολευομουν. Η ατμοσφαιρα στο διαδρομο ηταν πηχτη και ζοφερη. Καθως πλησιασαμε τους συγκεντρωμενους, μερικα κεφαλια γυρισαν και μας αντικρυσαν με προσμονη.  
"Ειμαστε απο την εκκλησια. Ψαχνουμε την Μελανθη A*****."
Τους ειπα, πριν μας υποδεχτουν με καλοσορισματα και χειραψιες. Τα προσωπα τους ηταν εξαντλημενα. Σημερα ηταν η τεταρτη μερα διαμονης της Μελανθης στην πτερυγα, και απο τις εκφρασεις στα μουτρα τους, τους ειχε ηδη κανει τη ζωη, κυριολεκτικα κολαση.
Ενας νοσηλευτης με πολλα τατου στα χερια αρχισε να με ενημερωνει. Μου ειπε για τις εξτρα φωνες ανθρωπων που ακουγε να ερχονται μεσα. Μου ειπε για τα τρια σταθερα χτυπηματα στην πορτα του θαλαμου της καθε βραδυ λιγο μετα τις τρεις. Μου ειπε για την προστυχη γλωσσα της...
Οι Αββυσαιοι ειναι γνωστοι για την βλασφημια τους. Τα τρια χτυπηματα ειναι ενδειξη περιφρονυσης προς την αγια τριαδα. Θα πουν και θα κανουν οτιδηποτε αντιτασσεται στο Θεο.
"Μπαινουμε μεσα, πρεπει να την δουμε τωρα. Ακουστε με προσεκτικα, κανεις σας και για κανεναν λογο δεν επιτρεπεται να μπει στο δωματιο. Η πορτα πρεπει να παραμεινει κλειδωμενη."
Οι γιατροι με κοιταξαν ολοι ανεκφραστα. Δεν ηταν συνηθισμενοι να περνουν εντολες απο αλλους, ειδικα απο ιερεις...
"Ωπα, ωπα... Ειναι ναρκωμενη, Πατερ..."
Μου ειπε ενας νοσηλευτης αμηχανα.
"Τι νομιζεις οτι θα καταφερεις εκει μεσα? Θα ειναι off για τουλαχιστον δυο ωρες ακομα..."
Τον αγνοησα, δεν υπηρχε χρονος για αμφιβολιες. Μπηκαμε βιαστικα μεσα κλειδωνοντας πισω μας.
Το δωματιο ηταν σκοτεινο. Ειχα διαβασει στην αναφορα της οτι τα φωτα την αποδυναμωναν. Το ερμηνευαν ιατρικα ως παραλυτικες ημικρανιες, αλλα ο πραγματικος λογος ειναι οτι οι αποκρυφιστικες ενεργειες ευδοκιμουν αποκλειστικα στην απουσια του φωτος. Το σκοταδι τον ετρεφε, τον εκανε ισχυροτερο...
Ανοιξα το μικρο φως στο κομο��ινο και κοιταξα την κοπελα στο κρεββατι. Ηταν ξαπλωμενη ανασκελα, τα χερια και τα ποδια της δεμενα με τριχιες απο τις ακρες του κρεββατιου. Καποιος της ειχε σκεπασει το κεφαλι με ενα ειδικο πλεγμα για να μη μπορει να φτυνει. Το στηθος της ανεβοκατεβαινε αργα. Κοιμοταν βαθια, τα ηρεμιστικα την ειχαν ριξει σχεδον σε κομμα. Εγνεψα σιωπηλα στο Ματθαιο και ανοιξα ηρεμα το χαρτοφυλακα. Εβγαλα απο μεσα το μεταλλικο σταυρο και πλησιασα την κοπελα πολυ προσεκτικα.  
Θα χρησιμοποιουσα ενα απο τα αρχαιοτερα τεχνασματα, τελειοποιημενο απο τους πρωτους ιερεις της παλαιας διαθηκης. Θα γλυστρουσα το σταυρο πισω απο την πλατη της, ο Αββυσαιος θα αναγκαζοταν να αντιδρασει. Οταν το που το μεταλλο ηρθε σε επαφη με την πλατης της, η κοπελα αρχισε να δυσανασχετει και τρεμει. Βογγηξε απο το πονο και γυρισα να αντικρυσω το Ματθαιο με ανυσηχια, του οποιου τα ματια ανοιξαν αποτομα απο φοβο. Γυρισα παλι να κοιταξω τη Μελανθη. Το κεφαλι της ειχε τωρα στριψει αποτομα στα δεξια, τα ματια της ορθανοιχτα να με κοιτουν με δολοφονικο μισος. Ακομα και μεσα απο το πλεγμα, μπορουσα να τα διακρινω πεντακαθαρα, σαν δυο καταμαυροι λιθοι να γυαλιζουν πισω απο τα βλεφαρα της,
"Τι κανεις ρε μαλακα..."
Μου γρυλλισε προσπαθωντας να ελευθερωθει, αλλα οι τριχιες την κρατουσαν ακινητοποιημενη. Εκανα ενα βημα πισω και μετα τεντωθηκα επιθετικα μπροστα, στεκομενος ακριβως απο πανω της.
"Ποιος εισαι? Το ονομα σου!"
Τοτε γυρισε το κεφαλι της απο την αλλη και αρχισε να γελαει. Την πλησιασα επιτοπου και της κολλησα το σταυρο στο προσωπο, φωναζοντας...
"In nomine dei, et omnium sanctorum! ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ! ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ!!!"
"Πε--πετρακης--Πετρος... Πε--ΠΕΤΡΟΣ! Πα--παρτη μαλακία απο μπροστά μου, νγκγγγ... και σβησε τ-το γαμημενο το φως!!!"
"Σκασε σιχαμα της αββυσου... τον εσταυρωμενο θα τον τρεμεις! Γιατι βρισκεσαι εδω? ΛΕΓΕ!"
"Γαμιεσαι πουτανας γιε! ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ ΝΑΖΟΡΑΙΕ!!!"
Ουρλιαξε, η φωνη της αποκοσμη, πριν φτυσει προς τη κατευθυνση του σταυρου που κρατουσα, φλεμματα να απλωνονται στο προσωπο της μετα την προσκρουση με το πλεγμα που φορουσε. Τοτε ηρεμησε ξαφνικα και η φωνη της μαλακωσε...
"Γιατι μου μιλας ετσι... τι χαζομαρες ειν'αυτες... Δε σου εκανα τιποτα... ειμαι απλα αρρωστη και μπερδεμενη, δε θελεις να με βοηθησεις?"
Προβληματιστηκα για λιγο, το σωμα μου να χαλαρωνει μετα απο τα λογια της και ενω εβλεπα φοβο στο βλεμμα της, την ειδα να το στρεφει αργα προς το σταυρο που κρατουσα καθως ενα αργοσυρτο χαμογελο αρχισε να τεντωνει τα σκισμενα της χειλη...
"ΑΑΑααα..."
Ξεφωνησα καθως εννοιωσα την παλαμη μου να καιει και ο σταυρος μου επεσε στο πατωμα. Ειδα το ατσαλι του να πυρωνει και να ακτινοβολει πριν αρχισει να λειωνει και να απλωνεται σαν λαβα στα πλακακια...
"Τι εγινε καργιολη...? Σε καψε ο χριστούλης σου? Χεχεχεε..."
Δεν υπηρχε πλεον καμια αμφιβολια. Ο εξορκισμος επρεπε να ξεκινησει ευθυς αμεσως.
Κοιταχτηκαμε με το Ματθαιο και ανοιξαμε αμεσως τους χαρτοφυλακες μας. Τον ειδα να φοραει το μωβ του επιτραχηλιο πριν περασω και το δικο μου στους ωμους, οχι ομως πριν το ακουμπησω ευλαβικα στα χειλη μου. Ο Ματθαιος εβγαλε το φυαλιδιο με τον αγιασμο και εγω σηκωσα την δερματοδετη μου βιβλο σφιχτα στις παλαμες, πριν σταθουμε σιωπηλοι πανω απο την κοπελα...
“In nomine Patris, et Filii et Spiritus Santcti. Defende nos in proelio, contra nequitiam et insidias diaboli esto praesidium..."
Αρχισα να επικαλουμαι τα θεια. Ειχα ηδη τελεσει αρκετους εξορκισμους κατα την διαρκεια την ιεροσυνης μου. Καθε φορα που τα πρωτα λογια αντηχουσαν, πλημμυριζα αυτοματα απο θεικη ισχυ. Αυτη την φορα ομως, δεν εννοιωθα τιποτα. Και καθως συνεχιζα να απαγγελω, το βλεμμα μου γυρισε προς την Μελανθη. Η κοπελα δεν εδεχνε ιχνος αντιδρασης στην προσευχη. Φαινοταν σαν να επληττε. Τα λογια μου αρχισαν να σβηνουν και τοτε την ακουσα να γελαει...
"Χαχα... Τρεις φρασεις στα λατινικα και κατι εγινε... Εισαι εντελως ηλιθιος ρε?"
Ειχε δικιο... Τα λογια της προσευχης δεν ειχαν κανεναν αντικτυπο πανω της...
"Η Θεα σου σ'εγκατελειψε!"
Θεα? Τι εννοουσε? Το ηξερα οτι με το να δωσω βαση σε ψευδη και στην προθεση της για προστυχες συκοφαντιες θα γινομουν ευαλωτος. Επρεπε να την αγνοησω, επρεπε να συγκεντρωθω και να ξαναπροσπαθησω..
"Φυγε σιχαμα! Αφησε την ησυχη!"
Ακουστηκε ξαφνικα η φωνη του Ματθαιου απο διπλα μου, πριν την λουσει με το νερο που κρατουσε, η κοπελα να ουρλιαζει καθως το δερμα της τσιτσιρισε στην επαφη μαζι του, γεμιζοντας πληγες και αιμορραγοντας αυτοματα...
"ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΡΕ?"
Τοτε τα δεσμα της λυθηκαν αποτομα, υποχωρωντας απο τους καρπους της σαν τρεμμαμενα φιδια. Εβγαλε το πλεγμα απο το προσωπο της και ανασηκωθηκε καθιστη, το βλεμμα της γεματο μισος και καρφωμενο στον Ματθαιο...
"Δεν επρεπε να το κανεις αυτο, ανθρωπακι..."
Ειπε πριν σηκωσει το ενα της χερι, ο Ματθαιος να πιανει αυτοματα το λαιμο του με αγωνια, τα ματια του να γουρλωνουν, η ανασα του να πιανεται. Τοτε η Μελανθη σηκωσε αργα το χερι της προς τα πανω και αντικρυσα με φρικη τα ποδια του να χανουν την επαφη με το δαπεδο πριν αρχισει να αιωρειται στη μεση του δωματιου, το σωμα του να συσπαται, το λαρυγγι του να πνιγεται.
"Θα Την συναντησεις πρωτος λοιπον..."
Τον ειδα να εκτοξευεται προς το σφραγισμενο παραθυρο σαν αψυχη μαριονετα, το σωμα του να διαπερνα τα τζαμια και το συρματινο προστατευτικο πλεγμα πριν βρεθει στο βροχερο κενο απ'εξω...
"ΟΧΙ! ΜΑΤΘΑΙΕ!!!"
Ουρλιαξα τρομοκρατημενος πριν τρεξω στο παραθυρο και σκυψω προς τα κατω, αντικρυζοντας το αψυχο τσακισμενο σωμα του φιλου μου να κειτεται σε μια μικρη λιμνη αιματος στο τσιμεντενιο προαυλιο του νοσοκομειου. Εσφιξα τα δοντια μου απο την οργη, τα ματια μου να δακριζουν...
"Εισαι σιγουρος οτι θες να μου γυρισεις την πλατη...?"
Εννοιωσα τις τριχες στο σβερκο μου να σηκωνονται, η ανατριχιλα να με μουδιαζει. Ειχα παραλυσει απο τον φοβο. Δεν ειχα ποτε ξαναβιωσει κατι παρομοιο, ο Αββυσαιος μεσα στη Μελανθη ηταν πανισχυρος. Εννοιωσα να αδειαζω, η αυτοπεποιθηση και οι δυναμεις μου να εξασθενουν. Η κοπελα ειχε δικιο, με ειχε οντως εγκαταλειψει...
Η Μελανθη σηκωθηκε αφυσικα απο το κρεββατι, το τεντωμενο σωμα της να ορθωνεται σαν σανιδα ξυλου πριν τα καταμαυρα της ματια καρφωθουν πανω μου, η εκφραση στο προσωπο της μοχθηρη.
"Θελεις να ακουσεις τον ηχο της αβυσσου?"
Πριν προλαβω να απαντησω την ειδα να ανοιγει το στομα της διαπλατα, η κατω της  γναθος σχεδον να εξαρθρωνεται οπως ενος φιδιου πριν καταπιει το θυμα του ζωντανο, καθως εκκωφαντικες κραυγες αγωνιας χιλιαδων ψυχων ξεχυθηκαν απο το λαρρυγι της και αρχισαν να μου τρυπουν τα αυτια.
Ο ηχος ηταν φρικτος, αρρωστημενος. Προσπαθησα να καλυψω τα αυτια αλλα οι παλαμες μου δεν εκαναν τιποτα, καθως εννοιωθα τις κραυγες να παγιδευονται στο κεφαλι μου.
Τοτε εκλεισε το στομα της και ο ηχος σταματησε, πριν αρχισει να ξαναμιλα...
"Η ψευδαισθηση του πολιτισμου σας τελειωσε, Πατερ... Καμια προκατασκευασμενη συνειδηση και κανενας τυφλος κανονας ηθικης, δε μπορει να σταματησει την επελαση του πραγματικου σκοταδιου... που κρυβετε ΟΛΟΙ μεσα σας..."
Αρχισε να σηκωνει αργα τα χερια δειχνοντας προς ολες τις κατευθυνσεις...
"Τα χωματα σας μας ανηκουν, οι ουρανοι σας μας ανηκουν... ΟΛΑ μας ανηκουν... Κανατε την διαδοχη μας τοσο ευκολη... Τα δαση σας θα τυλιχτουν στις φλογες και τα ποταμια σας θα στερεψουν... Οι λεγεωνες μας ερχονται... Θα σας βιασουμε τις ψυχες και θα βεβηλωσουμε οτιδηποτε αθωο εχει μεινει σ'αυτη την ενδοξη διασταση που η βρωμιαρα σας μας στερησε... Συμβαινει ηδη... Οσοι κινουν τα νηματα, οσοι πέρνουν τις αποφασεις για τις ζωες σας... βρισκονται ΗΔΗ κατω απο την επιροη μας... Οι λεφταδες σας, οι κυβερνητικοι σας... ακομα και οι ρασσοφοροι σας... ΟΛΟΙ μας υπηρετουν πια. Εμεις τους υποκινουμε, εμεις τους εξουσιαζουμε... οι φλογες της Αββυσου θα τα απολυμανουν ΟΛΑ!"
"Δε ξερεις τι λες! Τιποτα δεν μπορει να υπαρξει χωρις ισσοροπια μεταξυ καλου και κακου!"
"Χαχα... Γαμημενε υποκριτη... Η θρησκεια σου δεν ειναι παρα ενα μαντρι για αβουλα κρεατα που δεν μπορουν να κρινουν πως να συμβιωνουν και χρειαζονται κανονες και εντολες... Αξιολυπητη υπαρξη... Δεν υπαρχει καλο και κακο, Πατερ... Υπαρχουν μονο ενστικτα και βια, υπαρχει μονο η θεληση για πραγματικη ζωη... Η ανθρωπινη φυση συναρμολογηθηκε απο το σκοταδι Της... και θα ειναι για παντα γεματη απ'αυτο..."
"Σταματα! Λες ψεμματα!"
"Να... ασε με να σου δειξω τι εννοω..."
Μου ειπε γελωντας πριν πηδηξει αποτομα απο το κρεββατι στο πατωμα, πεφτωντας στα τεσσερα σαν αγριο ζωο, το κεφαλι της να γυρναει αποτομα προς το μερος μου. Αρχισε να με πλησιαζει αργα, σαν αρπακτικο που εχει στριμωξει την λεια του, δαγκωνοντας χαιρεκακα τα χειλη της καθως σερνοταν. Εκλεισα τα ματια μου τρομοκρατημενος και αρχισα να προσευχομαι χαμηλοφωνα.
Η δυσωδια της σηψης γινοταν ολο και πιο εντονη οσο με πλησιαζε. Συνεχιζα να προσευχομαι νοιωθωντας την παγωμενη της ανασα να μου χαιδευει το προσωπο. Και οταν ανοιξα διστακτικα τα ματια, δυο καταμαυρες μπαλες με κοιτουσαν σε αποσταση αναπνοης.
Τοτε σηκωσε το χερι της αποτομα και με μια αστραπιαια κινηση, εκτοξευσε το δαχτυλο της προς το μετωπο μου.
Και οταν οι σαρκες μας ηρθαν σε επαφη, εχασα τις αισθησεις μου...
Και ολα ξεθωριασαν...
3 notes · View notes
thebeardednightowl · 4 years
Photo
Tumblr media
Μελάνθη ⸸ Ο Ψυχίατρος | Zed Belinsky
Artwork by Ana Coelho.
*
Ήταν ενα κανονικο σπιτι. Μια διοροφη παραδοσιακη μονοκατοικια σε ενα υσηχο προαστιακο δρομο, αναμεσα σε παρομοιες γειτονικες μονοκατοικίες, το κεραμμυδι και η πρασιναδα να επικρατουν. Περιβολια με λουλουδια, θαμνους και πολλα δεντρακια να τα στολιζουν, καθως και πλουσιες φυλλωσιες απο κισσο που σκαρφαλωνε τους τοιχους και ελυσσοταν ασφυκτικα γυρω απο τα παραθυροφυλα πιο πανω. Απο δω που στεκομουν τα ανθη που ξεπροβαλαν απο τους θαμνους φαινοντουσαν σαν μπλε και κοκκινα χαρτακια περιτυλιγματος, που καποιος πεταξε απερισκεπτα αφου εχωντας πρωτα καταναλωσει το περιεχομενο τους. Παρατηρησα το σπιτι. Ολες οι κουρτινες ηταν ερμητικα τραβηγμενες.
Επισκεπτομουν την οικια της 17χρονης Μελάνθης ********. Η μητερα της με ειχε καλεσει στην αρχη της εβδομαδας να κλεισει ραντεβου. Απο οτι μου ειπε, η κορη της βιωνε καποια μορφη ψυχωσης. Ειχε ηδη συναντηθει με αρκετους επαγγελματιες ψυχικης υγειας, αλλα τιποτα δεν ειχε καταφερει να την βοηθησει. Το τηλεφωνημα της γυναικας ηταν μεσα στην απογνωση, οφειλα να  ανταποκριθω απευθειας. Κοιταξα τον ουρανο κανοντας το σταυρο μου πριν χτυπησω το κουδουνι.
Ενα λεπτο ταλαιπωρημενο προσωπο μου ανοιξε την πορτα. Οι αιχμηρες γωνιες του διαγραφ��ντουσαν επιπονα, λες και ειχε αρκετα βραδια να κοιμηθει σαν ανθρωπος. Η γυναικα με υποδεχτηκε φορωντας μια κοκκινη φουντωτη ρομπα και με προσκαλεσε να μπω.
Εισηλθα στο διαδρομο και παρατηρησα τα περιχωρα μου.
“Σκοτεινα ειστε δω...”
Ειπα, διαπιστωνωντας οτι το μονο φως σε ολοκληρο το σπιτι ερχοταν απο την τηλεοραση στο σαλονι, οπου καποια πλαστικη παρουσιαστρια υποκρινοταν συγκινηση για το οικογενιακο δραμα που της εξιστορουσε ο καλεσμενος της, στο studio ενος τελευταιου μεσημεριαναδικου...
“Δεν ανοιγουμε πολλα φωτα, προκαλουν στη κορη μου πονοκεφαλο... Να σας φερω κατι? Καφέ?”
Μου ειπε η γυναικα, παιζοντας τα χερια της ανυπομονα.
“Οχι, ειμαι ενταξει, ευχαριστω.”
Απαντησα χαμογελωντας. Φαινοταν απο την ενταση στην φωνη της, οτι ηταν ετοιμη να μπουμε στο ψητο. Και να πω την αληθεια, βρισκομουν ακριβως στην ιδια φαση. Επρεπε να βιαστω να γυρισω σπιτι εγκαιρως να ετοιμαστω για τον αγωνα του μικρου.  
“Θα μπορουσατε να πειτε στην Μελανθη να κατεβει να ξεκινησουμε?”
“Εδω ειμαι.”
Ακουστηκε μια φωνη πισω μου. Με τρομαξε, αλλα καταφερα να διαχειριστω την εκπληξη μου και γυρισα ηρεμα να την αντικρυσω.
Η νεαρη κοπελα καθοταν στο τραπεζι της κουζινας. Ισα που μπορουσα να διακρινω το προσωπο της, ολη η υπολοιπη φιγουρα της αναμυγνειοταν τελεια με το πεπλο σκοταδιου στα περιχωρα της.
“Να αναψουμε ενα φως?”
Ρωτησα πλησιαζοντας χαλαρα, μη θελωντας να προδωσω το ποσο παραξενα μου φαινοταν ηδη ολα αυτα.
“Οχι.”
“Εεε... Πρεπει να κρατησω σημειωσεις απο την συνεδρεια μας, θα χρειαστω λιγο φως για να γραψω... Μηπως υπαρχει τουλαχιστον καποιο μικρο φωτιστικο να παρω μπροστα μου--”
“Εδω. Αναψε το κερι. Θα βλεπεις μια χαρα μ'αυτο. ”
Μου απαντησε στο ιδιο μονοτονο υφος, σπρωχνωντας εναν μικρο αναπτηρα προς το μερος μου. Το προσωπο της ηταν σαν μασκα, αιωρειτο ανεκφραστο στο σκοταδι μπροστα μου.
Γαμημενοι εφηβοι με τις γελοιες σας αντιδρασεις, σκεφτηκα. Η γλωσσα του σωματος μου παρεμεινε θετικη. Τωρα που το ξαναφερνω στην μνημη μου, μακαρι να ηταν απλα μια περιπτωση έφηβης που περνουσε μια αντιδραστικη φαση. Θα τις επερνε μερικους μηνες, μερικα χρονια ισως, θα εβριζε και θα τσακονωταν με τους παντες, και υστερα ειτε απο μονη της ειτε με την βοηθεια δικων της ανθρωπων θα εβρισκε σιγα σιγα την θεση της στην κοινωνια...
“Οκ, τελεια!”
Της απαντησα, πριν αναψω το κερι, επιτηδες τοποθετημενο στο κεντρο του τραπεζιου. Καθησα απεναντι της. Η λαμψη της φλογας που επεσε στο προσωπο της μου προκαλεσε ενα ριγος, αλλα το αγνοησα. Η μητερας της ειχε πλεον κλεισει την τηλεοραση και καθοταν σιωπηλα στο σαλονι ακουγοντας μας με προσοχη.
“Λοιπον, Μελάνθη... Καταρχας... τι σου συμβαινει και καθεσαι ολη την ωρα στα σκοταδια? Οι ανθρωποι δεν ειναι νυκτοβιοι... Εχεις καποιο προβλημα με το φως, σου προκαλει ημικρανιες μηπως? Μπορω ξερεις να σου γραψω καποια χαπια να σου περασει... Ξερω ποσο ζορικες ειναι αυτες οι σουβλιες οι κεφαλι..."
Η Μελανθη δεν απαντουσε στο σχολιο μου. Περιμενοντας την, εγραψα το ονομα της και την ημερομηνια στο μπλοκακι μου. Ημουν της παλιας σχολης στον τροπο που κρατουσα σημειωσεις. Παντα θεωρουσα οτι με το να γραφεις κατι σε χαρτι, σε βοηθουσε να το θυμασαι καλυτερα, εμενε στην μνηνη σου παραπανω...
Την κοιταξα και χαμογελασα. Το κολπο ηταν να μη την πιεσω να μιλησει. Δεν θα χτυπουσα τα δαχτυλα μου στο τραπεζι, ουτε θα κοιτουσα το ρολοι μου. Θα περιμενα υπομονετικα τις απαντησεις της και θα σημειωνα οταν χρειαζοταν. Το να ξεπερνουσα τα ορια πριν ακομα καν τεθουν, πιθανως να επιρεαζε σοβαρα την συνολικη προοδο της καταστασης.
“Μπα, τα χαπια δε θα κανουν τιποτα...”
“Τι έχεις δοκιμασει να παρεις? Panmigran? Αντιφλεγμονωδη μηπως? Μπορω να σου γραψω και καποιο σκευασμα με εργοταμινη αν ο πονος αρχισει και γινεται ανυποφ--”
“Οχι, δε χρειαζεται. Αληθεια, τιποτα δεν πιανει.”
Μου απαντησε το αιρουμενο προσωπειο. Ετσι αψυχα που εβλεπα την γναθο της να παλεται, μου θυμισε σακατεμενη μαριονετα...
Αποφασισα να την προσεγγισω αλλιως ανοιγοντας κουβεντουλα. Αρχισα να ελαφραινω το κλιμα κανοντας και χαλαρα αστειακια, προσπαθωντας να σκαλισω τα ενδιαφεροντα της ωστε να ανοιξει καποια συζητηση. Την ρωτησα για το σχολειο της. Μου εδωσε τις αναμενομενες εφηβικες απαντησεις. Την ρωτησα αν ειχε φιλες και φιλους. Μου απαντησε οτι ειχε μερικες παρεες, αλλα συνηθως προτιμουσε να περναει τον χρονο της μονη της. Τις αποκαλεσε ψευτικες. Δοκιμασα μερικες ερωτησεις που θα παρεπεμπαν σε αποφευκτικη διαταραχη προσωπικοτητας και υπερμετρο ανγχος, αλλα τα απεκλεισα κατευθειαν οταν μου ειπε οτι ηταν στην θεατρικη ομαδα του σχολειου. Μετα αρχισα να ρωταω γενικα για την σχολικη της καθημερινοτητα, απλα πραγματα οπως, αν προλαβαινε να διαβασει τα μαθηματα της εγκαιρως ή για συμπεριφορες στο σχολειο οπως πχ. αν καποιος της εριχνε το κολατσιο της καταλαθος, θα το διαχειριζοταν ψυχραιμα ή θα του ριχνε μπουνια στο προσωπο και τα λοιπα. Οι απαντησεις της δεν ανταποκρινοντουσαν σε αντικοινωνικες τασσεις. Και καθως απεκλεια ολο και περισσοτερες διαταραχες προσωπικοτητας, αρχισα να την ρωταω για τα χομπι της. Μου ειπε οτι εβλεπε πολυ Netflix και την ρωτησα για τις αγαπημενες της σειρες. Ενθουσιαστηκα οταν μου ειπε για το Stranger Things, ήταν και μενα απο τα αγαπημενα μου. Αρχισαμε να το συζηταμε σαν φιλαρακια, μου ανοιγοταν. Το προσωπο της ζωντανευε και χαμογελουσε. Αρχισε να κανει κινησεις με τα χερια, τα ματια της να λαμπουν απο ενθουσιασμο.
Αυτα ηταν πολυ καλα σημαδια.
Εριξα μια κοφτη ματια στις σημειωσεις μου. Δεδομενου των πληροφοριων που ειχα μεχρι εκεινη την στιγμη, εγραψα γρηγορα διαταραχη αισθητηριακης επεξεργασιας με ενα ερωτηματικο διπλα, και μετα αρχισα να αφηνω τις ερωτησεις μου πιο ανοιχτες ως προς την ερμηνεια τους...
“Οι πονοκεφαλοι, ποτε ξεκινησαν Μελανθη?”
“Εδω και περιπου ενα μηνα, λιγο παραπανω ισως...”
“Μου ειπε η μαμα σου οτι μιλησες και με αλλους ειδικους αλλα δεν καταφεραν να σε βοηθησουν. Θες να μου μιλησεις για αυτα τα ραντεβου... τι συνεβη?”
“Δεν κατάλαβαν τιποτα... Κανεις σας δεν καταλαβαίνει τιποτα...”
“Τι δεν καταλαβαινουμε δηλαδη?”
Η κοπελα τωρα φαινοταν νευρικη. Τα ματια της αρχισαν να πηγαινοερχονται ανυσηχα απ'ακρη σ'ακρη σε ολη τη κουζινα. Φαινοταν οτι παλευε με κατι στο κεφαλι της, προσπαθουσε να βρει λογια να το εκφρασει. Εσκυψε το προσωπο της αργα προς το μερος μου, ψυθιριζοντας...
“Δε του αρεσει καθολου το φως...”
Ημουν αρκετα συνηθισμενος σε τετοιου ειδους ομολογιες, οπου ο ασθενης ελεγε κατι με τροπον τετοιο που σου εδινε την εντυπωση οτι ξεκλειδωσε καποιο επτασφραγιστο μυστικο σε ολοκληρο το συμπαν. Συνεχισα με ηρεμια.
“Σε ποιον δεν αρεσει το φως?”
“Σ'αυτον που μου μιλαει... Κανεις αλλος δεν μπορει να τον ακουσει...”
Μαλιστα. Η κοπελα μαλλον ειχε καποιο ειδος σχιζοσυναισθηματικης διαταραχης, μια μορφη ανεπτυσσομενης σχιζοφρενειας να το πουμε πιο απλα. Ειχε εντονες ηχητικες παραισθησεις. Σημειωσα ενεσιμη αλοπεριδολη και τακτικη παρακολουθηση. Εβγαινε επιτελους μια ακρη...
“Προσπαθησαν να μου δωσουν αντιψυχωσικα...”
Μου ειπε αποτομα λες και διαβασε το μυαλο μου, τα ματια της να δακριζουν, η φωνη της αρχιζε να τρεμει...
“Δε με 'πιασαν... Τιποτα δε με πιανει! Η φωνη του δυναμωνει συνεχως... το κεφαλι μου κοντευει να σπασει! Κατι φορες χρησιμοποιει το στομα μου για να μιλαει και εγω απλα χανομαι και μετα δε θυμαμαι τιποτα!”
“Καταλαβα, καταλαβα... Μηπως θα μπορουσα ΕΓΩ να του μιλησω για λιγο?”
Αυτο ακουγοταν σαν διασχιστικη διαταραχη ταυτοτητας, σαν καποια εξτρα προσωπικοτητα στο υποσεινηδειτο της. Ειχε αρχισει να χανει την ψυχραιμια της. Θα προσπαθουσα να απευθυνθω στην φωνη που ακουγε με σκοπο να την ηρεμησω. Θα λειτουργουσε σαν τηλεφωνο. Θα συνομιλουσα για λιγο με την φωνη στην ακρη της γραμμης και μετα θα της ζητουσα ευγενικα να με ξανασυνδεσει με την Μελάνθη.
Ξαφνικά η Μελάνθη ηρέμησε αφύσικα. Το κεφαλι της αρχισε να γερνει προς το τραπεζι αργα, λες και πλησιαζε να το φιλησει. Τοτε τιναχτηκε πισω αποτομα, τα ματια της γουρλομενα, το κεφαλι της να χτυπιεται δεξια αριστερα, βιαια.
“Οχι, ΟΧΙ! Δεν θελει να σου μιλησει... Δε θελει! Φυγε!! Σε παρακαλω... πρεπει να φυγεις... Φυγε!!! Δε σε θελει εδω... Νγκγκγκ... ουρλιαζει!!!! Το κεφαλι μου... ποναει... ααα!!!”
Τεντωσα το χερι μου και της επιασα την παλαμη συμπονετικα.
“Μελάνθη ακουσε με, μπορω να σε βοηθήσω. Αυτο που εχεις θεραπευεται, μπορω να κανω την φωνη να φυγει...”
Σε παρακαλω κοπελα μου, ειναι ολα στο κεφαλι σου. Ο εγκεφαλος σου απλα παραγει υπερβολικη ντοπαμινη και κανει ττις αισθησεις σου να υπερδιεγειρονται, σε κανει να εχεις οπτικες και ηχητικες παραισθησεις. Τιποτα απ'αυτα δεν ειναι αληθεια. Ειναι απλα βιοχημικα υποπροοιοντα. Εχω τις ουσιες που μπορουν να μπλοκαρουν τους υποδοχεις της εξτρα ντοπαμινης. Μετα θα σου δωσω κατι δυνατο για τις ημικρανιες και θα εισαι μια χαρα. Σε παρακαλω, μη κλαις... Ολα ειναι ελεγχομενα και θα πανε μια χαρα, σε παρακαλω Μελάνθη...
Το μετωπο της τωρα ειχε ακουμπησει στο τραπεζι. Εγω συνεχιζα να της χαιδευω το χερι.
"Μελανθη...? Μελάνθη!"
Την ταρακουνησα αλλα δεν ανταποκριθηκε. Τοτε πεταχτηκα απο το τραπεζι με τετοια ισχυ, που η καρεκλα μου πηγε να πεσει προς τα πισω. Εκανα μερικα πανικοβλημενα βημματα πισω ψαχνωντας τον διακοπτη για το φως...
"ΜΗ! Μη τολμησεις να τ'ακουμπησεις..."
Παγωσα, οι κινησεις μου να παραλυουν. Η φωνη της επιθετικη και αφυσικη... ηταν λες και μια εξτρα,  δευτερη φωνη... προσπαθουσε να στριμωχτει στο λαρυγγι της και να ακουστει παραλληλα με την δικη της. Αυτη η φωνη ακουστηκε... αρχεγωνη... σαν να ειχε ηδη δει εναν αμετρητο αριθμο φεγγαριων... Και επισης ακουστηκε και εντονα εκνευρισμενη...
Κοιτουσα τον διακοπτη, το χερι μου να αιωρείται παγωμενο απο πάνω του. Σκεφτηκα να τον ανοιξω και να της ελεγα οτι ειχε ερθει η ωρα να τελειωνουμε με τα παιχνιδακια. Να τις εγραφα ενα καλο κοκτέιλ αντιψυχωσικων και να της αφηνα οδηγιες να μου τηλεφωνει μια φορα την εβδομαδα. Μετα θα εφευγα μπας και προλαβαινα να γυρισω σπιτι και να ετοιμαστω εγκαιρως για τον αγωνα του μικρου...
Αλλα το χερι μου... ποτέ δεν πατησε τον διακοπτη.
Παρέμεινα ακινητος. Μια βαθιά, και για δεκαετίες ανερέθιστη περιεργια ειχε αρχισει δειλα να ξυπναει παλι μεσα μου στο ακουσμα αυτης της φωνης. Καποιο ειδος πρωτόγονου ενστίκτου που ήταν διαχρονικά παρόν στον ανθρωπινο ψυχισμό απο την αυγή του πολιτισμού μας. Κάτι που είχε με μεγάλη επιτυχια και ακομα συνέχιζε... να καταβαραθρώνει ολοκληρες υπάρξεις και λογισμούς στην ιδια τους την καταστροφή...
Γύρισα αργα να την αντικρύσω. Η Μελάνθη έστριψε κοφτά το προσωπό της και τα βλεμματά μας συναντήθηκαν, η εκφραση της παρέμενε κενή, αλλα ακόμα και υπο την αδυναμη φλογα του ενός αυτου κεριού αναμεσά μας, εννοιωσα ενα ρίγος να με διαπερνά οταν την αντίκρυσα απευθείας στα μάτια...
Το ασπρο τους... ειχε γινει καταμαυρο.
Δύο οψιδιανές μπάλες με κάρφωναν, η λαμψη τους να με διαπερνά. Εριξα το βλεμμα μου προς τα κατω, δεν αντεξα να την κοιταξω για πανω απο μερικά δευτερόλεπτα, αλλα ακόμα και μεσα σε αυτο τον ελαχιστο χρονο, βίωσα μια χρονική μετάβαση εκατοντάδων, χιλιάδων εποχών, ενα παρελθοντικό πισωγύρισμα αδύνατο σε λεπτομέρεια δεδομένης της συχγρονής κοινωνίας στην οποία είχα ανατραφεί. Εννοιωσα την απόλυτη έκθεση και τον ολικό φοβο του να βρίσκεσαι ξαφνικά σε ενα περιβαλλον κυριολεκτικά πανάρχαιο, όπου η βλάστηση και τα δάση ήταν πυκνά και κυκλώπεια... με γιγάντια, αλλόκωτα κτήνη να περιφέρονται αναμεσά τους. Ενα περιβάλλον στο οποιο ο ανθρωπος, δεν ηταν ακόμα ουτε καν στα μισα προς την κορυφη της θηρευτικής παντοδυναμίας...
"Τι λέει γιατρούλη?"
Η Μελάνθη ξαναμίλησε, η απόκοσμη χροιά της να με επαναφέρει μερικώς στην πραγματικότητα. Το σχολιό της ηταν υποτιμιτικα αναλαφρο, λες και και με χλευαζε...
"Με ποιον ομιλώ?
Κορδωθηκα, προσπαθωντας να επιδειξω σοβαροτητα, αλλα νοιωθωντας ευαλωτος, οπως ενα ακινητο σκυλι στην μεση του δρομου οταν το χτυπουν οι προβολεις του αμαξιου μαυρα μεσανυχτα, Εννοιωθα ξαφνικα γυμνος. Εννοιωθα φοβο.
Η Μελάνθη σιγογέλασε. Η φωνη της συνεχιζε να ακουγεται αφυσικη... Απο το σαλονι ακουγα τη μητερα της να κλαιει.
Κολλησα την πλατη μου στον τοιχο. Ο αερας στο χωρο ηταν ηλεκτρισμενος. Πηρα μια βαθια ανασα και υπενθυμισα στον εαυτο μου οτι ηταν απλα μια νεαρη κοπελα και ολα αυτα μπορουσαν ανετα να εξηγηθουν με την λογικη.
"Ποιος εισαι?!?"
Ειπα πιο εντονα, με λιγη περισσοτερη σιγουρια.
"Μη μου σηκωνεις εμενα την φωνη σου, γιέ του Αδάμ!!!"
Ουρλιαξε η κοπέλα, χτυπωντας την γροθια της στο τραπεζι, το κηροπηγιο να αναταραζεται, η φλογα του να τρεμοπαιζει, ετοιμη να σβησει απο την ενταση...
"Πρωτον... τον πατερα μου τον ελεγαν Λουκά. Δευτερον, συνομιλώ ακόμα με την Μελάνθη?"
"Χαχαχαχα... Κάνεις και αστειάκια γιατρούλη? Εισαι και κωμικός μήπως? Ξέρω πολλους που θα εκτιμούσαν την παρουσία ενος κωμικού... στην Άβυσσο! Αλλα για αρχη, πρεπει να φτιαξουμε λίγο τις ατάκες σου... σιγουρα μπορείς και καλυτερα..."
Μου απάντησε κοφτά, ενα φαρδυ χαμογελο να τεντωνεται το προσωπο της, τα ματια της σαν δυο βαθιές ορθανοιχτες τρυπες στο κεφαλι της.
Στην Άβυσσο...
Ειχα τοτε ενα αποτομο φλασμπακ απο τις μερες των σπουδων μου στο πανεπιστημιο. Η σχολη μας υποχρέωνε να παρακολουθησουμε στο τμημα της θεολογίας, και θυμηθικα τον ιερέα που μας παρέδιδε, τον Πατέρα Μάρκο. Ηταν ενας βαθια μορφωμενος, αν και ελαφρώς εμμονικός γέροντας. Μας δίδασκε οτι ακόμα και αν είχαμε την αισθηση οτι μπορουσαμε να κατανοησουμε τα πάντα, ο κόσμος μας συνέχιζε να δομείται σε επίπεδα επί επιπέδων πολυπλοκότητας. Επανέφερα στην μνημη μια συγκεκριμενη ομίλια του απο την έδρα :
"Και να θυμάστε, υπάρχουν αρκετά δυσδιάκριτα - ακόμα και πληρως αόρατα μερικες φορες - πράγματα, σε αυτον τον υλικό κόσμο. Ίσως κάποια μέρα, σε καποια σας εμπειρια αλλα κυρίως σε κάποια σας συνεδρία με κάποιον ασθενή, να διασταυρωθείτε με καποιο φαινόμενο που δεν γινεται να εξηγηθεί  με την λογική, κάτι που δεν περιγράφεται στο DSM και ούτε ορθολογίζεται με οποιαδήποτε αλλη επιστημονική μεθοδο. Στην περίπτωση εκεινη, ακούστε και εμπιστευείτε το ενστικτό σας. Μπορεί να βρίσκεστε αντιμέτωποι με κατι σκοτεινό... κατι κρυμμένο πισω απο αθώα μεταμφιεση. Τα αποκρυφιστικα κέιμενα βρισκονται στην διαθεση σας. Ενημερωθείτε, οπλιστείτε, εμπιστευείτε την κρίση σας. Και οταν βεβαιωθείτε οτι βρισκεστε ανιμετωποι με κάποια καταχθόνια εισβολή, ενημερωστε απευθείας την εκκλησία!"
Τωρα... ειμαι ανθρωπος της εκλογικευσης. Παρατηρω το προβλημα και προσπαθω με τις γνωσεις μου πανω στην επιστημη και την φυσικη να αρχισω να το αναλυω μεχρι να πλησιασω προς καποια επιλυση. Εδω ομως... με την Μελάνθη... κατι δε μου κολλαγε, κατι φαινοταν πολυ... πολυ λαθος. Κατι που εκανε τα πουλια απ'εξω να σιωπαινουν και την κουζινα να παγωνει. Αν οντως ηταν αυτο που υποψιαζομουν οτι ηταν μέσα της, επρεπε να το αποδειξω. Δεν αμφεβαλα για την υπαρξη τετοιων οντοτητων, αλλα γνωριζα οτι αντλουσαν την ισχυ τους απο την ελλειψη θειας πιστης. Δεν ημουν κληρικος, επρεπε να προσεξω πολυ τα βημματα μου. Μπορει να βρισκομουν αντιμετωπος με ενα παναρχαιο ον εδω...
Αλλα πριν ειδοποιησω την εκκλησια, επρεπε να σιγουρευτω οτι το κοριτσι ηταν πληρως κατειλλημενο απο κατι τετοιο. Υπαρχουν αρκετοι τροποι να γινει αυτο. Το ατομο που υποφερει συνηθως μπορει και κανει αναφορες σε κρυφες ή μελλοντικες πληροφοριες, μιλαει σε γλωσσες αρχαιων πολιτισμων, επιδυκνυει υπερανθρωπες φυσικες ικανοτητες... και αναμεσα σε ολα αυτα πιθανως μπορει και να αποκαλυψει την πραγματικη του ονομασια.
"Τι επαθες γιατρούλη? Καταπιες την γλωσσα σου? Ακομα δεν εχει καταλαβεις τι παιζει? Χεχ..."
Μου ειπε η κοπελα. Επαιζε μαζι μου. Οταν δεν απαντησα, συνεχισε.
"Προς το παρον μπορεις να με λες Πέτρο... Ξερεις, εισαι ο πρωτος ανθρωπος που κανω κουβεντα εδω και πολυ... ΠΟΛΥ καιρο... χεχε..."
Η φωνη αυξομειωνοταν τονικα σαν κυμμα, απο ενοχλημενη σε παιχνιδιαρικη και παλι σε ενοχλημενη. Παρατηρησα επισης μια ηπια οσμη σαπιου κρεατος να αιωρειται στον χωρο.
"Ωραια Πετρο... Τι μπορω να κανω για σενα?"
Η επιθυμια του να βγαλω το κινητο και να αρχισω να ηχογραφω οσα γινοντουσαν ηταν μεγαλη, αλλα ο φοβος με εμποδισε απο το να την προκαλεσω...
"Θελώ να τσακιστεις απο δω μεσα, γιατρε. Βασικα, εξαφανισου τωρα...  Τρεξε και φυγε οσο πιο μακρια απο ��υτο το σπιτι γινεται..."
"Πολυ φοβαμαι οτι δε μπορω να το κανω αυτο... ήρθα να βοηθησω την Μελάνθη..."
"ΧΑ! Πιστεψε με... το πουτανακι δε σωζεται... Τσακισου ΤΩΡΑ απο δω μεσα ειδαλλως της ανοιγω το λαρυγγι..."
Τοτε σηκωσε το χερι της και τραβηξε απειλητικα το κοφτερο νυχι του δαχτυλου της με μια αποτομη κινηση μπροστα απο το λαιμο της. Η μητερα της απο μεσα στο σαλονι δεν αντιδρουσε. Η αμοιρη γυναικα πρεπει να ειχε λιποθυμισει απο το σοκ εδω και ωρα...
"Μπα... Τιποτα δε θα της κανεις. Λοιπον σ'ακουω... Θα μου πεις τι θελεις, θα το συζητησουμε και θα προσπαθησουμε να βρουμε καποια λυση."
Επρεπε να την παρασυρω σε κουβεντα, επρεπε να σιγουρευτω οτι ηταν αυτο που υποπτευομουν. Δεν υπηρχε αλλος τροπος να ��εισω την εκκλησια να ασχοληθει...
"Σου ειπ�� ηδη τι θελω ρε καργιολη!!! Τι σκατα, στο κωλο τα ΄χεις τα αυτια?!? 'Η μηπως... αααα... αυτό ειναι! Νταγλάρεις με τα αντιψυχωσικα σου γιατρούλη? Τη βρισκεις με τα χάπια σου και μετα βαζεις το γυαλακι και το παιζεις επιστημη ρε παλιοτζάνκι...? Χεχε..."
Παρεμεινα σιωπηλος, η προσβολες της δε με αγγιξαν. Ημουν συνηθισμενος σε τετοια συμπεριφοριστικα ξεσπασματα. Εβαλα τα δυνατα μου να παραμεινω ψυχραιμος.
"Δε φευγω σου ειπα... Και γιατι ακριβως θες να με διωξεις... ποιος εισαι εσυ?"
"Ελα τωρα γιατρε... Δεν εχεις να πας στον αγωνα του μικρου?... ΜΜμμμμ..."
Ειπε γλειφοντας τα χειλη της, τα λογια της να με πιανουν απροετοιμαστο και να με ξαφνιαζουν. Ισως ειχα πει κατι στην μητερα της νωριτερα και το ακουσε... δεν ημουν σιγουρος... Οπως και να'χει, αυτο το σχολιο δεν ηταν δα και αποδειξη οτι ειχε επιδείξει μαντικες ικανοτητες...
"Αυτο μπορει να περιμενει."
"Αθληταράς ο Νικολάκης σου ε? Και πολυ ομορφο αγορακι κιολας... μμμμ..."
Ο τροπος που μιλουσε ειχε αρχισει να με εκνευριζει αλλα συγκρατηθηκα. Αλλωστε, θα μπορουσε να τα βρει ολα αυτα και αλλα τοσα, με ενα γρηγορο ψαξιμο στο Facebook. Παρεμεινα σοβαρος κοιταζοντας την.
"Ξερω πολυ καλα τι θελεις, γιατρε..."
"Το ξερω οτι με υποψιαζεσαι... Περιμενεις να σου αποδειξω οτι ειμαι κατι παραπανω απο τις ψευδαισθησεις μιας τρελης.... Θελεις να με δεις να σου κανω ακροβατικα και μαγικα κολπα...  Και μετα θα πας να με δωσεις στους κωλοπαπάδες σου για να ρθουν με τους γαμημενους τους σταυρους τους, τα αγιασμένα τους τα χύσια και τα νεκρικα τους τα επιτραχήλια να μου κανουν εξωση απο δώ... Δε το κουναω ομως, τιποτα δε προκειται να καταφερεις..."
Μου ειπε μεσα απο σφιγμενα δοντια, τα χειλη της ειχαν αρχισει να αφριζουν.
"Ξερεις πως ειναι κει κατω ρε?!? Ξερεις πως ειναι στην Αβυσσο...?  ΣΕ ΡΩΤΑΩ!!!"
"Οι βρεφικοι ήχοι της ηλίθιας γλώσσας σου δε μπορούν καν να πλησιάσουν την περιγραφή της... Καβατζώθηκα στο σώμα της Μελάνθης... βρήκα καταφύγιο εδώ... Αυτή η σάρκα με βοηθάει να μένω μακρυά απο κέινο το απάισιο μέρος..."
Είπε, σφιγγοντας το στομαχι και τα στήθη της.
"Δεν εχω την παραμικρη προθεση να γυρίσω! Και ουτε συ, ούτε κανενας αλλος σ'αυτη τη διάσταση δε μπορεί να με στείλει πίσω! Τ'ΑΚΟΥΣ?!? ΔΕ ΓΥΡΝΑΩ ΠΙΣΩ!!!"
Το προσωπό της κοπέλας ειχε τεντωθει αφυσικα και τα γέλια της αντηχουσαν στη κουζινα. Καρφωνε με τα νυχια της δυνατα το τραπεζι γδερνοντας το, ενω εγω ειχα μείνει εκπληκτος να την παρατηρω...
"Λοιπόν γιατρε, για να τελειώνουμε... μπορουμε να το κανουμε με τον ευκολο, μπορουμε να το κανουμε και με το δυσκολο τροπο... 'Η που θα τσακιστεις τωρα απο δω μεσα και ξεχναμε ολα οσα ειπωθηκαν μεταζυ μας σημερα, ή που θα φροντίσω ο γιός σου, μεχρι να δυσει ο ηλιος, να βρεί ενάν απιστευτα αργό και βασανιστικο θανατο... Σκεψου το... Ισως πω σε κανα μπαρμπα να κατεβασει πεντ-εξι ουίσκια και μετα τον βαλω πισω απ'το τιμόνι, πριν τον καρφωσω με 120 πανω στον Νικολακη την ωρα που θα πηγαινει στο γηπεδο... Ή ισως, θα μπορουσα να βαλω εναν αλλο πολυ καλο παιδι που ξερω να τον περιμενει στη γωνια οταν βγει απο το σπιτι σας, ενα τυπακι που θα χαρακτηριζα ως εναν εγκληματικα επικινδυνο παιδεραστη με φετίχ νεκροφιλίας... Τι λες γιατρούλη? Διαλεγεις και περνεις! Χεχ..."
Μργκ!!! Ήθελα να την χαστουκισω, να της ξεριζωσω το χαμογελο απο το προσωπο...  Νομιζω οτι πρεπει να την πλησιασα κιολας με το χερι σηκωμενο απειλητικα. Και τοτε ειδα κατι, που εκανε το προσωπο μου να χλωμιασει και τα γονατα μου να αρχισουν να τρεμουν...
Βρισκόμουν σε κινδυνο, επρεπε οντως να εξαφανιστω απο κει μεσα. Ευχαριστησα τον Πετρο και τον χαιρετησα βιαστικα, τρεχοντας προς το σαλονι. Η φωνη απ'το στομα της Μελάνθης συνέχισε να με βριζει χυδαια, αποκαλωντας με δειλό και διαφορα αλλα ομορφα, αλλα δεν εδινα πλεον σημασια. Το μονο που με ενδιεφερε ηταν να βγω το συντομοτερο δυνατον απο κεινο το καταραμενο σπιτι. Βγηκα στο σαλονι και ξυπνησα την μητερα της ταρακουνοντας την, πριν βγουμε μαζι εξω στο κηπο να της μιλησω εμπιστευτικα.
Με τον πιο ψυχραιμο επαγγελματικο τονο που μπορουσα να εκφραστω, της προτεινα να καλεσει ενα ασθενοφορο και να κανει ταχυτατα εισαγωγη την κορη της σε ψυχιατρικη κλινικη. Της ειπα οτι εκει, θα εστελνα καποιους που μπορουσαν οντως να την βοηθησουν. Η γυναικα στεκοταν και με κοιτουσε τρομοκρατημενη, το χερι της να καλυπτει το στομα της απο την φρικη καθως της εξηγουσα σε τι ειδους ακραιου κινδυνου βρισκοταν το παιδι της. Οταν τελειωσα, το προσωπο της ηταν μουσκεμα απο τα δακρυα και ο ουρανος ειχε αρχισει να σκοτεινιαζει.
Εγκατελειψα εκεινη τη προαστιακη γειτονια σα κυνηγημενος. Στον δρομο για το σπιτι, καλεσα την τοπικη εκκλησια στην οποια ειχα αρκετες διασυνδεσεις. Ο λογος μου ηταν εγγυηση και οι ιερεις θα ανταποκρινοντουσαν αυτοματα στο καλεσμα για την περιπτωση της Μελανθης.
Και τοτε αρχισα να τους περιγραφω το τι αντικρυσα οταν πλησιασα την κοπελα προς το τελος της συνεδρειας μας...
*
Κανωντας δυο βημματα προς το μερος της, παρατηρησα κατι να στεκεται ακριβως πισω της. Η αχτιδα φωτος που εμπαινε απο τη χαραμαδα στις κουρτινες πρεπει να το φωτισε στην τελεια προοπτικη, διοτι αυτο που ειδα... θα στοιχιωνει τους εφιαλτες μου για αρκετα απο τα χρονια που μου εχουν μεινει ακομα να ζησω...
Ηταν μια φιγουρα, αλλα η όψη της ηταν μοχθηρη και απάνθρωπη. Τα ματια της ηταν βυθισμενα και ειχε πυκνες και γλοιωδεις τριχες σε ολο της το κορμι. Το χρωμα της ηταν καταμαυρο και καρβουνιασμενα πορτοκαλιά ξεπροβαλλαν αναμεσα απο το τριχωμα της. Τα νυχια της ηταν μακρια και το ενα χερι απο το οποιο φυτρωναν, ηταν παραμορωμενο και με πολυαριθμες αρθρωσεις. Με αυτο το χερι εσφιγγε απαλα την Μελάνθη στον ωμο και οταν ξαναγυρισα το βλεμμα μου προς τα πανω, ειδα δυο παχια κερατα να ξεπροβαλλουν απο το κρανιο του. Τα βλεμματα μας συναντηθηκαν και μου χαμογελασε, αποκαλυπτωντας μια σειρα απο σαπια παραμορφωμενα δοντια. Και πριν αρχισω να οπισθοχωρω απο την φρικη και τον πανικο, εριξα μια τελευταια ματια στο προσωπο της Μελάνθης, τα ματια της πλεον κανονικα και δακρυσμενα απο τον τρομο πριν το στομα της σχηματησει σιωπηλα, μια και μονο λεξη :
"Βοήθεια."
*
3 notes · View notes
thebeardednightowl · 4 years
Photo
Tumblr media
Μελάνθη - H Εξομολόγηση.
Zed Belinsky - The Confession of Lucia Kraus.
*
Μελάνθη το ονομα της. Και αυτη ειναι η εξομολογηση της. Πριν απο μερικες εβδομαδες προσκαλεσε καποιον στο σπιτι της. Πριν βιαστειτε να την κρινετε, ακουστε τουλαχιστον ολοκληρη την ιστορια της. Εξαπατηθηκε. Τα συναισθηματα της εγιναν αντικειμενο εκμεταλευσης. Χειραγωγηθηκαν με δολο απο μια οντοτητα εξαιρετικης εφυιας...
Ας τα παρουμε απο την αρχη.
Η Μελανθη παντα εννοιωθε στο περιθωριο. Αν και αρκετα δημοφιλης στον σχολικο της κυκλο, παντα εννοιωθε τις σχεσεις της επιφανειακες. Οι φιλες της νοιαζοντουσαν ειτε να παρταρουν ειτε να γκομενισουν. Και η Μελανθη προσπαθουσε και αυτη να ακολουθει. Βγηκε με διαφορα αγορια που της γνωριζαν, αλλα ολες οι φασεις παντα τελειωναν με μερικα φιλια το πολυ. Αυτο που την εκνευριζε ομως περισσοτερο με τις φιλες της, ηταν η ψυχωση που ειχαν με τα facebook και τα instagram. Ηταν συνεχως στα κινητα τους, η μια φωτο μετα την αλλη να μαζεψουν οσα περισοτερα like γινοταν. Σαματησε να τις κανει παρεα επειδη εννοιωθε οτι καθε της κινηση ηταν υπο παρακολουθηση και συνεχη αναφορα στα ομαδικα τους chat, δε μπορουσε να συναναστρεφεται με ανθρωπους που ηταν λες και επαιζαν σε reality. Απομακρυνθηκε σταδιακα απο ολες τους.
Στα μαθηματα τα πηγαινε αρκετα καλα. Ηταν μαθητρια του 18-19. Δεν την εννοιαζαν ιδιαιτερα οι σπουδες μετα το σχολειο, κατι που εξοργιζε πολλους απο τους καθηγητες αλλα και τους γονεις της. Ολοι την προειδοποιουσαν οτι χωρις πτυχιο πανεπιστημιου θα κατεληγε να σερβιρει καφεδες για μια ζωη. Και στην Μελανθη αυτο ακουγοταν ελκυστικο ακομα και στο τωρα, ειδικα απο τη στιγμη που θα επρεπε να πεταξει 5-6 χρονια απο τη ζωη της για ενα αχρηστο χαρτι και μια περηβοητη μελλοντικη ασφαλεια σε μια αγορα εργασιας που ηταν ηδη νεκρη.  
Φαινομενικα λοιπον, ειχε εναν ικανοποιητικο κοινωνικο κυκλο, ειχε δυνατους βαθμους. Πολλοι θα θα διναν τα παντα για να βρισκοντουσαν στη θεση της... Στην πραγματικοτητα, εννοιωθε μοναξια και βαρεμαρα, παρα τις φιλιες. Δεν εβρισκε σε τιποτα νοημα. Εννοιωθε λες και η ζωη της ηταν ασημαντη, και οτι τιποτα απο οτι και να εκανε δεν θα επηρεαζε ποτε ουσιαστικα κατι η καποιον. Ξυπνουσε τα πρωινα με ενα βαρος στο στηθος, και το κουβαλουσε μαζι της ολη την μερα, μερικες φορες να μη την αφηνει ουτε να κοιμηθει οταν νυχτωνε. Ηθελε κατι να αλλαξει στην ζωη της.
Ηταν απο αυτη τη βαρεμαρα και την μοναξια που αγορασε ενα Ouija Board. Ηταν ενα φτηνιαρικο του 5ευρου, μαρκα ανυπαρκτη. Παρατηρησε το κουτι. Εγραφε "Μυστιριακη Εμπειρια" πανω, και εδειχνε τεσσερα χερια να αιωρουνται πανω απο τη πλακετα με τα γραμματα. Φαινοταν εντελως γελοιο, αλλα εντουτοις η Μελάνθη εσκισε τη ζελατινα και το ανοιξε. Μια εργοστασιακη οσμη βερνικιου της γεμισε τα ρουθουνια. Ανοιξε τη πλακετα και παρατηρησε τα γραμματα, τον ηλιο και τη σεληνη στις γωνιες. Κοιταξε παλι μεσα στο κουτι και βρηκε και τον ξυλινο δεικτη.
Με αυτα τα δυο αντικειμενα στα χερια, καθησε οκλαδον στο κρεββατι της πανω στο μωβ της παπλωμα και ανοιξε την πλακετα μπροστα της. Τοποθετησε με ανυπομονησια τον δεικτη στην κορυφη της και πιεσε με τα δυο δαχτυλα τις γωνιες. Ξεφυσηξε νευρικα, η φωνη να αντηχει στο δωματιο.
"Θελω να μιλησω! Μ'ακουει κανεις;"
Κρατησε την ανασα της και παρακολουθουσε τον δεικτη για το παραμικρο ιχνος κινησης. Εντωμεταξυ, τα τζιτζικια αντηχουσαν απο το ανοιχτο παραθυρο και εκεινη τη στιγμη ακουστηκε και το θλιβερο καλεσμα ενος περιστεριου...
Ξαναπροσπαθησε, ξανα και ξανα, αλλα καμια απαντηση. Δεν εννοιωθε καμια... "Μυστιριακη εμπειρια", δεν εννοιωθε βασικα τιποτα. Η σεληνη και ο ηλιος απλα την κοιτουσαν αψυχα...
Πππφφφ... Τι περιμενες μωρε...; Παιδικο παιχνιδι ειναι...
Σκεφτηκε αναστεναζοντας. Αποφασισε οτι θα ξαναδοκιμαζε αργοτερα, οταν θα ειχε πεσει ο ηλιος. Εβαλε τη πλακετα και το δεικτη πισω στο κουτι και τα χωσε κατω απο το κρεββατι της πριν κατεβει στη κουζινα για φαγητο.
Καθησε στο τραπεζι με τους δικους της που αρχισαν να την ρωτανε πως ηταν η μερα της. Τους απαντησε με τον τυπικο βαριεστημενο τροπο των εφηβων. Η μαμα της φλυαρουσε για τους ενοχλητικους συναδελφους της στη δουλεια ενω ο μπαμπας της ηταν αποσβωλομενος στο κινητο του. Η Μελάνθη ευχοταν να την βγαλει καθαρη, αλλα το ηξερε πως ηταν σχεδον αναποφευκτο. Καθε μεσημερι τα ιδια σκατα, η μαμα της να την πρηζει για τις σπουδες και για το ποσο αχρηστη θα καταντουσε χωρις πτυχιο. Της απαντουσε οτι θα την εβρισκε την ακρη της οπως και να'χε, οστοσο, με κατι τετοια σχολια ηταν σαν να εριχνε λαδι στη φωτια.
"Ο Χρηστακης τι κανει;"
Ρωτησε ξαφνικα η μαμα της, πιανοντας την απροετοιμαστη και σχεδον κανοντας την να πνιγει στη μπουκια της. Ποτε δε ρωτουσε για τις σχεσεις της, αλλα ο Χρηστος ηταν ο πιο προσφατος οπως και ταυτοχρονα ενα τυπακι, ελαφρως πιο ενδιαφερον απο μια βρεμμενη πετσετα. Ειχαν ηδη χωρισει. Και οταν το ειπε στη μαμα της, αυτη δεν το πηρε και πολυ καλα...
"Ουτε στο πανεπιστημιο θες να πας, ουτε αντρα θες να βρεις... Τι τρεχει με σενα κοπελα μου;!; Νομιζεις οτι θα την βγαζεις μια ζωη στα επιδοματα;"
Της ειπε πριν πιει μια γουλια απο το κρασι της.
Η Μελάνθη κουνησε το κεφαλι της, μουγκριζοντας ενοχλημένα. Το ηξερε καλα οτι οτιδηποτε και να ελεγε, δεν ειχε καμια σημασια...
"Πρεπει να βρεις ενα μαλακ...ε, ενα καλο παιδι εννοω, να πληρωνει τους λογαριασμους! Και γιατι σε παρατανε ��λοι, ε? Μηπως οταν σε ριχνουν στο κρεββατι καθεσαι κει ακινητη σα το κουτσουρο;!;"
"ΜΑΜΑ!"
Φωναξε έντρομη η Μελάνθη. Δεν της ειχε ξαναμιλησει ποτε με τετοιον τροπο. Κοιταξε εκπληκτη τον πατερας της, αλλα αυτος συνεχισε να χαζευει το κινητο του υποκρινομενος οτι δεν τις ακουγε.
"Μαμούνια! Λέγε κοπέλα μου, σε ρωταω! Κανα πουτσο καβάλησες ακόμα ή όχι; Δεν ειναι τιποτα, θα τους το γλυφεις λιγο να σκληραίνει και μετα θα το βαζεις μεσα, τ'αγορακια τρελενονται για τετοια κολπα... Μέχρι να βρεις κανα κουκλο με πολλα λεφτα, να σε γκαστρωσει, να τον τυλιξεις για τα καλα και αυτο ηταν! Τελος οι σκοτουρες, λογαριασμοι πάπαλα, ζωη μαγική!"
Ειπε η μαμα της, πριν σκασει στα γελια λες και ειπε κατι εξωφρενικα αστείο, η επιροή του αλκοολ εμφανής στα χυδαια της λογια.
Η Μελάνθη καθοταν κοκκαλωμενη απο την οργή, το αιμα της να βραζει, το προσωπο της κατακοκκινο. Δεν ηξερε αν ηθελε να ουρλιαξει ή να ξερασει. Αποφασισε να σηκωθει αποτομα απο το τραπεζι τρεχωντας προς το δωματιο της, το σοκ απο απο τα λογια της μανας της, την ειχε σχεδον παραλυσει. Μετα μαλλον θα ανεβαινε να της ζητησει συγνωμη, αλλα δε την εννοιαζε. Το ηξερε οτι τιποτα δεν θα ηταν ποτε ικανο να βγαλει αυτες τις σιχαμενες λεξεις απο το μυαλο της.
Νομιζει οτι ειμαι καμια τσουλα... ;!;
Σκεφτηκε, νοιωθωντας τα ματια της να δακριζουν πριν κλεισει τη πορτα του δωματιου της.
Καθησε ξαπλωμενη για αρκετη ωρα. Να ακροβατει μεταξυ ζαλης και υπνου. Τα λογια της μανας της ακομα αντηχουσαν ακομα στο κεφαλι της, καθως το σκοταδι της νυχτας αρχισε να πνιγει το δωματιο. Κάποια στιγμη, η γατα της η Bella ανεβηκε διπλα της γουργουριζοντας. Την χαιδεψε μαλακα. Το γατι παντα το ηξερε οταν κατι δε πηγαινε καλα. Η Μελάνθη εννοιωθε σταδιακα το θυμο της να υποχωρει και να αντικαθισταται απο μια βαρια θλιψη. Σκεφτηκε το Ouija Board που ειχε κατω απο το κρεββατι.
Εσκυψε και το πιασε, ανοιγοντας το για δευτερη φορα. Ο Ηλιος και η Σεληνη την αντικρυσαν ξανα, οπως και η Bella απο διπλα με περιεργια.
Για να δουμε τωρα...
"Ειναι κανεις εδω?"
Ο δεικτης εκανε ενα μικρο σπασμο κατω απο τα δαχτυλα της.
Εγω το ΄κανα αυτο;
Αναρωτηθηκε, αλλα εκεινη αρχισε να κινειται αργα προς την λεξη ΝΑΙ.
Τα χειλη της τρεμουλιασαν, η καρδια της αρχισε να χτυπαει πιο γρηγορα. Ξαναρωτησε...
"Π-ποιος ειναι εδω;"
Ο δεικτης εμενεινε για λιγο ακινητος, πριν αρχισει να κινειται πανω στη πλακετα απο γραμμα σε γραμμα. Π, Ε.... Τ, Ρ.... Ο... Σ...
"Πετρος;"
Ρωτησε με αγωνια, σαν να πλησιαζε καποιον στα τυφλα μετα απο ιντερνετικο ραντεβου.
Ο δεικτης μετακινηθηκε παλι στο...
"Ναι..."
"Ποσο χρονων εισαι Πετρο;"
"18"
"Εχεις πεθανει;"
"Οχι, ειμαι κολλημενος στο ενδιαμεσο."
Τοτε θυμηθηκε κατι που ειχε διαβασει καποτε στο ιντερνετ. Οι αδεσποτες ψυχες συνηθως δε γνωριζουν οτι εχουν πεθανει. Περιπλανιουνται σε μια συνεχομενη επαναληψη, σε μια διασταση την οποια δεν ειναι μερος του κοσμου μας αλλα ουτε και του επομενου στον οποιον υποτιθεται οτι πρεπει να μεταβουν.
Ο δεικτης αρχισε παλι να κινειται...
"Οικογενειακα προβληματα;"
Ειπε στο Πετρο για το οτι δε την ενδιεφερε να περασει στο πανεπιστημιο. Του ειπε επισης για το τσακωμο με την μαμα της προηγουμενως. Επανελαβε εκεινα τα απαισια λογια και το στομαχι της ανακαταυτηκε ξανα.
"Λυπαμαι πολυ ρε συ, άσχημο σκηνικο..."
Της απαντησε. Η Μελάνθη πηρε το κινητο της ωστε να μεταφερει τα γραμματα της πλακετας σε λεξεις στην οθονη του πιο γρηγορα, η επικοινωνια αυτη ηταν πολυ περιεργη.
"Ξερεις, το πανεπιστημιο δεν ειναι για ολους... Μαλιστα, πολλοι απο τους μεγαλυτερους εκατομυριουχους στο κοσμο, δεν εβγαλαν καν ποτε καποια σχολη... Η μαμα σου απλα σε νοιαζεται και θελει το καλο σου... Σιγουρα το κανει απο αγαπη, ακομα και αν ο τροπος της ειναι λιγο σκληρος μερικες φορες..."
"Ναι... μαλλον..."
Συμφωνησε διστακτικα οταν καταφερε να διαβασει ολο το μυνημα. Νοιωθωντας ευαλωτη, τον ρωτησε αν και αυτος εννοιωθε ποτε μονος...
"Φυσικα..."
Μετα τον ρωτησε τι εκανε οταν εννοιωθε μονος...
"Βρισκω καποιον να μιλησω."
Απο περιεργια ή απλή απελπισια, η Μελάνθη αρχισε να εξιστορει σχεδον ολη της ζωη σε αυτο το αορατο ατομο. Δειχνοντας οτι ενδιαφεροταν, ο Πετρος θα εκανε περιστασιακα καποια αναλαφρα σχολια. Στο τελος της ειπε...
"Μπορω να γινω εγω φιλος σου αν θες..."
Και ετσι ξεκινησαν οι συζητησεις της με τον Πετρο. Ηταν σαν δυο χαμμενες ψυχες που μετα απο επιπονη αναζητηση, βρηκαν τελικα ο ενας τον αλλον. Η Μελάνθη βρηκε καποιον που δεν εκρινε, καποιον που δε τον ενδιεφερε να ποσταρει τη καταθλιψαρα του στο instagram, και κυριως καποιον που ποτε δε θα την συμβουλευε να ανοιξει τα ποδια της για κανενα πλουσιοπαιδο.
Μεσα στις επομενες μερες γνωριστηκαν καλυτερα με τον Πετρο. Καθε μερα θα εστηνε το Ouija Board μετα το σχολειο και ο Πετρος θα απαντουσε αμεσως, λες και την περιμενε να γυρισει ( Τι αλλο θα μπορουσε να κανει αλλωστε...) Εμαθε οτι πηγαινε σε ενα ιδιωτικο σχολειο στην διπλανη πολη και ειχε και μια δικη του στηλη στην σχολικη εφημεριδα. Ανεφερε ειπσης οτι επαιζε πολυ καλα το βιολι. Η Μελανθη θα του ελεγε για το πως περασε την μερα της και αυτος θα τις εδινε διορατικες συμβουλες και σχολια, ή θα της ελεγε αστεια και ανεκδοτα με τα οποια θα ξεκαρδιζονταν στα γελια. Ποτε δε τον ρωτησε πως πεθανε.
Αυτος ειναι ενας απο τους σημαντικοτερους κανονες οταν συνομιλεις με τους νεκρους.
Και ετσι αρχισε να τον εμπιστευεται. Της φαινοταν οτι πρεπει να ηταν και πολυ γαματο τυπακι οσο ζουσε. Ευχηθηκε να μπορουσε να μπορουσε να τον ειχε γνωρισει τοτε. Ισως η παρουσια του να την βοηθουσε με τα αδιεξοδα στην ζωη της. Της ειπε να επικεντρωθει σε αυτα που ειχαν σημασια για κεινη, να επικεντρωθει στην εαυτη της. Της ειπε οτι το δωρο της ζωης ειναι πολυτιμο και δε θα πρεπε να το χαραμισει ανυσηχοντας για αυτα που σκεφτονταν οι αλλοι. Και αυτη η φραση της αρεσε πολυ.
Μια νυχτα, η Μελανθη τον ρωτησε αν θα μπορουσε να τον δει. Της ειπε οτι θα μπορουσε να το κανονισει, αλλα θα επρεπε να γινει μεσω καποιου ονειρου πρωτα. Την ρωτησε αν ηταν ενταξει με κατι τετοιο, και η Μελανθη μεσα στον ενθουσιασμο της, φυσικα και του απαντησε θετικα...
"Εχω μια ερωτηση... Μπορει να σου ακουστει περιεργο, αλλα... σε εχουν βαφτισει κανονικα?"
Την ρωτησε ξαφνικα.
"Οχι, οι γονεις μου δεν ειναι ιδιαιτερα θρησκοι... Εσυ, εισαι βαφτισμενος?"
"Οχι. Οι δικοι μου ηταν Εβραικης καταγωγης αλλα ειχαν ειδη χασει την πιστη τους πολυ πριν γεννηθω, οποτε... "
Ειπε, πριν αλλαξει γρηγορα θεμα.
"Α! Καλα που το θυμηθηκα... Σου εχω κατι!"
Της ειπε, πριν την σηκωσει να κοιταξει μεσα στο κουτι της με τα κοσμηματα. Η Μελανθη, μη γνωριζοντας τι να περιμενει, το ανοιξε, βρισκοντας ενα δαχτυλιδι απο ατοφιο χρυσαφι να καθεται περηφανα πανω απο τα διαφορα της μπιχλιμπιδια. Ελαμπε εντονα σε συγκριση με ολα τα αλλα, λες και τους αποροφουσε την ζωντανια, κανοντας τα να φαινονται θαμπα και αψυχα. Το σηκωσε στο χερι της. Ηταν βαρυ.
"Εεε... Δ-δε ξερω τι να πω.."
Ειπε, σαστισμενη απο την εκπληξη της απιστευτης ομορφιας του κοσμηματος.
"Φορεσε το... Ηταν της μητερας μου."
Η Μελανθη φορεσε το δαχτυλιδι. Ηταν σα να ηταν φτιαγμενο για το χερι της. Το κοιταξε περνοντας μια κοφτη ανασα... ηταν πανεμορφο...
"Ειναι... τοσο ομορφο..."
Σε κεινο το σημειο συνειδητοποιησε οτι ειχε αρχισει να τον ερωτευεται. Το προσωπο της κοκκινησε και μεσα στη ντροπη της αναρωτηθηκε αν μπορουσε να την δει...
Αργοτερα την ιδια νυχτα, ξυπνησε ζαλισμενη. Εννοιωθε καποιον μαζι της στο δωματιο, καποιον να στεκεται ακριβως διπλα της. Πριν προλαβει να αντιδρασει, ακουσε μια φωνη να της ψυθιριζει απαλα στο αυτι...
"Σσσ, Μελανθη... βλεπεις απλα ενα ονειρο..."
Εννοιωσε τις τριχες στο σβερκο της να σηκωνονται και ενα ριγος να της κυριευει ολοκληρο το κορμι. Μουδιασε απο την χαρα της...
Ηταν ο Πετρος. Ειχε ερθει, οπως ακριβως της ειχε υποσχεθει. Η φωνη του ηταν ομορφη, γλυκια, σαγηνευτικη...
"Ασε με να ανοιξω το φως... Θελω να σε δ--"
"Οχι, Μελανθη μου... Αν το κανεις αυτο θα ξυπνησεις... και εγω θα εξαφανιστω."
Πριν προλαβει να απαντησει, ο Πετρος εσκυψε και της εδωσε ενα φιλι στα χειλη. Ηταν πιο γλυκo και απο μελι. Σηκωσε το χερι της και του χαιδεψε το σβερκο και την πλατη, πριν τον νοιωσει να ανεβαινει απο πανω της. Αρχισε να την χαιδευει στο λαιμο κατεβαινοντας, και καθως το φιλι γινοταν ολο και πιο παθιασμενο, της πιεσε δυνατα το αριστερο στηθος. Το εννοιωσε να σκληραινει αυτοματα απο την ηδονη, οι κινησεις του την ειχαν ερεθισει απιστευτα, ηταν σαν κυμματα δροσιας σε μια καυτη παραλια. Της δαγκωσε το χειλος, μετα το λαιμο, και αρχισε να κατεβαινει αργα προς τα κατω. Της κατεβασε το εσωρουχο και εβαλε τη γλωσσα του αναμεσα στα ποδια της. Δε τον σταματησε, το ηθελε. Επιασε τα μαλια του σπρωχνωντας απαλα το κεφαλι του προς το μερος της.
Ηξερε πολυ καλα τι θα ακολουθουσε, και ηταν αποφασισμενη να τον αφησει να μπει...
Τι εχεις να πεις τωρα για αυτο, μαμα? Η κορη σου ετοιμαζεται να γαμηθει με ενα φαντασμα...
Ο Πετρος σηκωθηκε να την αντικρυσει. Του επιασε το προσωπο, το δερμα του ζεστο και απαλο.
"Εισαι ετοιμη?"
H Μελανθη δάγκωσε τα χειλη της, εγνεψε ανυπομονα και τα χερια της εσφιξαν ασυναισθητα γυρω απο τους δικεφαλους του. Ηθελε να τον νοιωσει μεσα της. Καθε εκατοστο του σωματος της τον ποθουσε. Τον ηθελε με ολη της την ψυχη, η καυτη του ανασα σαν μουσικη στα αυτια της...
Οταν μπηκε μεσα της, ηταν παγωμενος.
Το ρολοι στο κομοδινο ελεγε τρεις και τριαντατρια.
*
Την επομενη μερα ξυπνησε με πονοκεφαλο. Ο ηλιος που εμπαινε απο το παραθυρο την αρρωσταινε. Σηκωθηκε να κλεισει τα παραθυρα και ετοιμαστηκε για το σχολιο. Μια πολυ εντονη ημικρανια την βασανιζε ολη μερα, δεν μπορουσε να συγκεντρωθει σε κανενα μαθημα. Πηρε δυο παυσιπονα αλλα δεν εκαναν σχεδον τιποτα. Οταν γυρισε σπιτι, ανεβηκε στο δωματιο, εκλεισε τις κουρτινες και επεσε για υπνο. Οταν σηκωθηκε, αρχισε να σκεφτεται τα χθεσινοβραδυνα. Μηπως ηταν τελικα παραπανω απο ενα απλο ονειρο? Εσκυψε να πιασει το Ouija και το ανοιξε μπροστα της, πριν αρχισει να καλει τον Πετρο...
Καμια απαντηση...
Προσπαθησε αρκετες φορες, αλλα τιποτα. Εμεινε στο δωματιο της για ολη την υπολοιπη μερα, βλεποντας Netflix.
Ηταν πολυ μπερδεμενη. Γιατι την απεφευγε ετσι ξαφνικα? Σε καποια φαση κουραστηκε και ξαπλωσε να κοιμηθει...
Πφφ, μεχρι και τα φαντασματα με κλανουν...
Σκεφτηκε απογοητευμενα, πριν γελασει με το ποσο κομικοτραγικο ηταν αυτο που συνεβαινε, παρα την κουραση της.
Εκεινη τη νυχτα, ενας δυνατος γδουπος την ξυπνησε αποτομα. Σηκωθηκε τρομαγμενη κοιταζοντας τριγυρω στο δωματιο. Η Bella που κοιμοταν στα ποδια της, ειχε καρφωσει το βλεμμα της στη πορτα, οι τριχες στην πλατη της καγκελο.
Ακολουθησαν δυο ακομα δυνατοι γδουποι, τρια χτυπηματα συνολο, απο την πορτα.
Η Μελανθη προσπαθησε να ακουσει πιθανα βημματα να υποχωρουν, αλλα δεν ακουγοταν τιποτα. Σηκωθηκε προσεχτικα απο το κρεββατι και την πλησιασε, ανοιγοντας την με κρατημενη την ανασα. Δεν ηταν κανεις στο διαδρομο. Εβγαλε το κεφαλι της δειλα, κοιταξε αριστερα, μετα δεξια. Κανεις. Τα ροχαλητα των γονιων της αντηχουσαν στο βαθος. Δεν ηταν σιγουρη οτι θα επρεπε να τους ξυπνησει για κατι τοσο χαζο, ισως να το ειχε ονειρευτει. Μετα ακουσε ενα ποδοβολητο απο την σοφιτα, βαρια βημματα σαν μποτες.
Τοτε ετρεξε στο δωματιο των γωνιων της τρομοκρατημενη...
"Ξυπνηστε!!!Καποιος μπηκε στο σπιτι, καποιος ειναι πανω... ξυπνηστε!!!"
Ο μπαμπας της ανασηκωθηκε, η φατσα του να στραβωνει απο την ενοχληση προσπαθωντας να ακουσει μεσα στη σιωπη.
"Περιμενε εδω..."
Της ειπε κοφτα, βαζοντας τα δυνατα του να ακουστει σαν τον αντρα του σπιτιου...
Ψαχουλεψε τα γυαλια του στο κομοδινο πριν σηκωθει και ανοιξει τη ντουλαπα, βγαζοντας ενα σιδηρολοστο που ειχε κρυμενο εκει. Η Μελάνθη τον ακολουθησε στο διαδρομο, πριν φτασει κατω απο την καταπακτη της σοφιτας, τραβοντας το λουρι και ανοιγοντας την, και οι δυο να προσπαθουν να αντικρυσουν κατι μεσα απο το σκοταδι πριν η σκαλα κατεβει.
"Ποιος ειναι εκει;!"
Φωναξε κοφτα ο πατερας της, περιμενοντας για την παραμικρη απαντηση...
"Ρε πουστημ..."
Ψελλισε φοβισμενα, πριν χωσει το σιδηρολοστο κατω απο τη μασχαλη του και ανοιξει το φακο στο κινητο του. Ανεβηκε τη σκαλα με μεγαλη προσοχη, τα ποδια του να τρεμουν. Οταν ειχει μπει μεσα στη καταπακτη μεχρι τη μεση, τα βημματα σταματησαν αποτομα.
"Ποιος ειναι εκει!!!"
Ξαναφωναξε, πριν συνεχισει να ανεβαινει μεχρι που μπηκε ολοκληρος. Η Μελανθη τον ακουγε να πηγαινοερχεται περα δωθε, ψαχνοντας αναμεσα στα σκονισμενα κιβωτια και τα παλια επιπλα. Δαγκωσε τον αντιχειρα της απο την αγωνια, περιμενωντας καποια κραυγη, καποιο χτυπημα...
Αναστεναξε οταν τον ειδε να επιστρεψει στο ανοιγμα και να κατεβαινει, κουνοντας το κεφαλι του αρνητικα, αλλα τα νευρα της ηταν ακομα τεντωμενα. Οταν ανοιξαν τα φωτα στο διαδρομο, ο πονοκεφαλος της επεστρεψε. Ο πατερας της πηρε ενα δυνατο φακο και βγηκε εξω να τσεκαρει τη στεγη.
Η Μελανθη πηγε παλι να ξαπλωσει. Προσπαθησε να κοιμηθει αλλα ακουγονταν γρατζουνισματα. Ερχοντουσαν απο τους τοιχους. Ηταν λες και τα νυχια μικροσκοπικων αρρουραιων προσπαθουσαν να σκαψουν και να βγουν απ' τους σοβαδες. Δεν ηθελε να ξαναξυπνησει τους δικους της. Εβαλε τα ακουστικα της με χαλαρη μουσικη για να αποκοιμηθει.
Αρχισαν να συμβαινουν αλλοκοτα πραγματα. Τα γρατζουνισματα ηταν μονιμα καθε φορα που θα επεφτε ο ηλιος, οπως και τα τρια δυνατα χτυπηματα, καθε βραδυ αναμεσα στις 3 και τις 3.30. Μερικες φορες ερχοντουσαν απο την πορτα, αλλες φορες απο την ντουλαπα. Μια φορα ακουστηκαν ακριβως κατω απο το κρεββατι της. Μετα θα εννοιωθε παγωμενα χερια να ανεβοκατεβαινουν στα ποδια της, να την χαιδευουν. Ηταν λες και καποιο ακρωτηριασμενο χερι θα περπατουσε με τα δαχτυλα του στα μπουτια και τις γαμπες της. Και τα αγγιγματα του θα γινοντουσαν ολο και πιο επιθετικα, πολλες φορες να την αρπαζουν απο τους αστραγγαλους και να προσπαθουν να την σουρουν εκτος κρεββατιου.
Το ειπε στους γονεις της και αυτοι αρχισαν να ανυσηχουν. Την εστειλαν στο γιατρο, ο οποιος την εστειλε σε ψυχολογο, ο οποιος μετα την εστειλε σε καποιον πιο ειδικευμενο με ενα περιεργο ονομα που δε μπορουσε να το προφερει. Οι εξετασεις που εκανε ηταν ολες μια χαρα, και απο υγεια ηταν απολυτα φυσιολογικη. Της εδωσαν μερικα φαρμακα για της ημικρανιες, τα οποια λειτουργησαν για λιγο καιρο. Επεστρεψε στο σχολιο, υποθετωντας οτι το μαρτυριο της ειχε τελειωσει.
Ποσο λαθος ειχε κανει...
Ξυπνησε ενα βραδυ απο το νιαουρισμα της Bella. Νομιζε οτι ηθελε να βγει εξω και ανασηκωθηκε. Κοιταξε το κινητο της.
Ηταν 3 και μιση...
Πριν προλαβει να σκεφτει, η Μπελλα ξανανιαουρισε, εντονα και αφυσικα, λες και πονουσε. Ακουλουθησε το κλαμμα του γατιου και βρεθηκε στην κουζινα. Η διπλη πρασινη λαμψη απο τα ματια του την υποδεχτηκε στο σκοταδι. Γυρισε το βλεμμα του και αρχισε παλι να σπαραζει. Η Μελανθη ανοιξε το φως, δυσανασχετωντας αυτοματα στην ακτινοβολια του. Οταν καταφερε να συγκεντρωσει το βλεμμα της, παρατηρησε την Bella. Στο πισω μερος του λαιμου της, μια καφετια μαζα ηταν προσκολλημενη. Το αιμα της παγωσε οταν καταλαβε οτι ηταν ενας αρουραιος. Πηγε να ουρλιαξει αλλα κρατηθηκε. Σιχαινοταν τους αρουραιους, αλλα επρεπε να βοηθησει το κακομοιρο το γατι και ετσι επιασε το σκουποξυλο πισω απο το ψυγειο, σφιχτηκε και το πλησιασε. Η Bella χτυπιοταν και προσπαθουσε να πεταξει τον αρουραιο απο πανω της, σφαδαζοντας απο τους πονους. Η Μελανθη προετεινε το σκουποξυλο προς το μερος της αποφασισμενα.
"Ελα Bella... Ελα δω καλο μου... Ελα να σε βοηθησω..."
Προσπαθησε να σπρωξει το τρωκτικο με το ξυλο αλλα αυτο αντιστεκοταν με νυχια και με δοντια. Με την αηδια εντονη στο προσωπο της, η Μελανθη εσκυψε και απλωσε το χερι της προς τον αρουραιο...
"Θα το κανουμε γρηγορα... Δε θα καταλαβεις τιποτα, νταξει Bella μου; Τιποτα..."
Χωρις δευτερη σκεψη, το χερι της εκτοξευτηκε αρπαζοντας τον αρουραιο βιαια, ενα ριγος αηδιας να την διαπερνα στην αφη του αηδιαστικου του τριχωματος καθως κρατωντας τον κοντρα με το ποδι της στο πατωμα και το αλλο της χερι στη πλατη της γατας, τραβηξε το τρωκτικο δυνατα προς τα πανω. Ο αρουραιος αποκολληθηκε απο το λαμο της Bella με ενα φρικιαστικο υγρο ηχο καθως πηρε και ενα κομματι της μαζι του. Η γατα ουρλιαξε απο το πονο και οταν καταλαβε οτι ηταν πλεον ελευθερη, ετρεξε προς το σαλονι πανικοβλημενη. Ο ηχος της σαρκας που σκιστηκε τρομαξε την Μελανθη, η οποια ανοιξε τη λαβη της με τον αρουραιο να συσπαται στην ξαφνικη του απελεθυερωση πριν ασχισει την πτωση του προς τα πλακακια της κουζινας.
Τοτε το τρωκτικο σηκωθηκε στα ποδια του και αρχισε να τρεχει προς την πορτα του υπογειου. Το κοιταξε σοκαρισμενη καθως ζουλιχτηκε στο ανοιγμα κατω απο την πορτα, το ματωμενο κομματι της Bella ακομα να κρεμεται απο τα μπροστινα του δοντια πριν εξαφανιστει στην σκοτεινη σχισμη, με την ουρα του να μαστιγωνει λυσσαλεα τα περιχωρα της πριν και αυτη χαθει στο σκοταδι μαζι του.
Η Μελανθη ειχε ανεβασει παλμους. Δεν ειχαν εμφανιστει ποτε ξανα αρουραιοι στο σπιτι. Ηταν και αυτο αλλο ενα μερος της παρανοιας των οσων γενικα της συνεβαιναν εκεινες τις μερες...;
Και ξαφνικα ολα εβγαλαν το τελειο νοημα.
"Ο Πετρος..."
Σιγομουρμουρισε νευριασμενη.
Ετρεξε πανω στο δωματιο της και ανοιξε ατσαλα το Ouija πανω στο κρεββατι της, πριν αρχισει να φωναζει με θυμο.
"Πετρο! Το ξερω οτι μ'ακους! Εσυ τα κανεις ολα αυτα;!; Το ξερω οτι μ'ακους... μιλα!"
Το προσωπο της ειχε κοκκινησει απο την οργη. Ο δεικτης που κρατουσε πανω απο τα γραμματα, ετρεμε μαζι με τα νευριασμενα της χερια, αλλ�� παρολαυτα αρχισε να κινειται στιβαρα και σταθερα σχηματιζοντας μια φραση πανω στη πλακετα...
"ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ"
"Πετρο;!; ΠΕΤΡΟ!!! ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΜΟΥ!!!"
Ο δεικτης αρχισε παλι να κινειται...
"ΑΝΤΙΟ"
H Μελανθη μουγκρισε εξοργισμενη. Το ματι της επεσε στο δαχτυλιδι που της ειχε δωσει. Το χρωμα του ειχε θαμπωσει οσο συνεβαιναν ολα αυτα...
"Παλιομαλακα..."
Ψιθυρησε πριν αρχισει να το τραβαει απο το δαχτυλο της. Αλλα το δαχτυλιδι ειχε κολλησει. Προσπαθησε ξανα και ξανα αλλα ηταν λες και ειχε σουφρωσει σε μεγεθος...
"Μμμ... Μα ΦΥΣΙΚΑ και δε βγαινει!"
Ειπε απογοητευμενη πριν θυμηθει την Bella. Κατεβηκε να την βρει στο σαλονι, το κακομοιρο ζωντανο να προσπαθει απεγνωσμενα να γλυψει την τρυπα στο πλαι απ' το σβερκο του. Η Μελανθη εφερε λιγο αντισηπτικο απ' το μπανιο και μετα αρχισε να την κυνηγαει για τουλαχιστον 5 λεπτα, κατι το οποιο ηταν αρκετα πρωτοφανες. Οταν τελικα την στριμωξε, η Bella προσπαθουσε να την γρατζουνισει αλλα την επιασε και την ακινητοποιησε δυνατα αναμεσα απ΄τα ποδια της. Ακουμπησε το μπαμπακι στην πληγη. Το ζωντανο εσκουξε απο τον πονο...
Οταν η Μελανθη επεστρεψε στο δωματιο της, την υποδεχτηκαν και αλλα γρατζουνισματα απο το εσωτερικο των τοιχων. Τα νευρα της ηταν ετοιμα να σπασουν. Πλησιασε τον ενα τοιχο προσπαθουντας να καταλαβει απο πιο σημειο ερχοντουσαν, και οταν το βρηκε, χτυπησε τη γροθια της πανω του τρεις φορες. Το αιμα της παγωσε οταν κατι μεσα απο τον τοιχο ανταπωδωσε τα τρια ακριβως χτυπηματα, απιστευτα δυνατα και επιθετικα. Τα χερια της ετρεμαν. Ανοιξε το κουτι με τα χαπια που της ειχαν γραψει, και καταπιε μια μικρη χουφτα στα τυφλα. Περασε ολη την υπολοιπη νυχτα μεσα στη φρικη και την υπερενταση, καθιστη στο κρεβατι, απλα να ακουει απεγνωσμενα το συνεχομενο γρατζουνητο απο τους γαμημενους τους τοιχους.
Ηταν το τελευταιο βραδυ ομως, που η Μελανθη εζησε την πιο τρομακτικη εμπειρια της ζωης της.
Ειχε ξαπλωσει και προσπαθουσε να κοιμηθει. Δεν ακουγοντουσαν ουτε γρατζουνισματα, ουτε αρουραιοι να τρεχουν, αλλα στις τρεις ακριβως ακουσε ενα βαρυ χτυπημα στη πορτα του δωματιου της. Ειχε σκοπο να το αγνοησει, ως συνηθως, αλλα εννοιωσε τις τριχες της να σηκωνονται οταν ειδε την πορτα να ανοιγει... αργα και βασανιστικα.
Δεν ειδε κανεναν να στεκεται εκει, αλλα μετα το εννοιωσε...
Κρατησε τρομοκρατημενη την ανασα της καθως μια πηχτη σκια μπηκε στο δωματιο της. Εμοιαζε με ενα μικροσκοπικο νεφος, μια συμπυκνωμενη καταιγιδα, στο σχημα και το υψος ενος αντρα, αλλα το μαυρο χρωμα του ηταν πιο μαυρο και απο τα πιο αραχνα σκοταδια. Θυμηθηκε μικρη οταν με τους γονεις της, οταν ειχαν παει στα σπηλαια των λιμνων, και πανω στη βαρκα πλησιασαν οριακα μεχρι την τελευταια χαρτογραφημενη περιοχη της υπογειας εκτασης. Ο ξεναγος τους ειπε να κοιταξουν βαθια προς τα κει. Δεν υπηρχε ιχνος φωτος, μονο το νερο να παφλαζει ασθενικα στα πλαγια του σκαφους. Αλλα ακομα και εκεινο το σκοταδι, σκοταδι σπηλαιων που δεν ειχε ποτε αγγιξει το φως, δεν μπορουσε να συγκριθει στο ελαχιστο με το απολυτο σκοταδι της σκιωδης φιγουρας που στεκοταν εκεινη την στιγμη μπροστα της.  
Αρχισε να κινειται σιωπηλα προς το μερος της, λες και αιωρειτο. Αργα, οπως η ροη ενος παγετωνα, και ηταν τοτε που ολα παγωσαν και καθε ιχνος θερμοτητας εξαφανιστηκε απο το δωματιο. Οσο την πλησιαζε, η καρδια της χτυπουσε ολο και πιο δυνατα, και τα ρουθουνια της γεμισαν απο την οσμη κρεατος που σαπιζε. Ειχε παραλυσει απο φοβο. Στεκοταν και το παρατηρουσε μουδιασμενη, η σκεψη της σταματημενη. Ηθελε να ουρλιαξει, αλλα καμια της σωματικη λειτουργια δε την υπακουγε...
Η μαυρη φιγουρα ανεβηκε πανω της. Δεν ειχε βαρος, ηταν αιθερια, αλλα εννοιωθε μια αβασταχτη πιεση στο στηθος. Και οταν καταφερε τελικα να ουρλιαξει, η φιγουρα συρικνωθηκε σε δεσμιδα και αρχισε να εισερχεται βιαια στο στομα της και να της γεμιζει το λαιμο. Η Μελανθη αρχισε να πνιγεται και να ξεροβηχει αλλα πριν προλαβει να αντιδρασει, η φιγουρα ειχε εξαφανιστει. Η θερμοκρασια επανηλθε στο δωματιο και τα τζιτζικια αρχισαν παλι να ακουγονται απο το ανοιχτο παραθυρο. Το ροχαλητο των γονιων της επανηλθε απο τον διαδρομο και ηταν λες και τιποτα στον κοσμο δεν ειχε καταλαβει τον εφιαλτη που το κακομοιρο κοριτσι ειχε μολις βιωσει...
Την επομενη μερα εννοιωθε ακομα πιο αδυναμη. Καθε φορα που αντικρυζε τον ηλιο, τα ματια της εκαιγαν, το στομαχι της εννοιωθε λες και ειχε καταπιει τσιμεντο, το δερμα της ηταν γεματο εξωγκοματα και εννοιωθε την ναυτια και τον ιλιγγο να την καταβαλουν. Εννοιωθε το νερο στο ντους παγωμενο, ακομα και αν αυτο αχνιζε. Ολη την μερα εννοιωθε τον χρονο να κυλα γυρω της κανονικα ενω αυτη στεκοταν βαλτωμενη. Κοιταζε το ρολοι της ξανα και ξανα. Αυτο που θεωρουσε πενταλεπτο, αποδεικνυοταν τελικα διωρο. Οτιδηποτε και να εβαζε στο στομα της, ηταν λες και μασουσε σταχτη, και καθε γουλια νερο που κατεβαζε της εδγερνε το λαρυγγι. Οι γονεις της, παρα τις προσφατες αναταραχες, εξακολουθουσαν να ανυσηχουν πολυ. Η μητερα της κανονισε με ενα ψυχιατρο να τους επισκεφθει στο σπιτι και να την δει. Ειπε οτι της τον ειχε προτεινει μια συναδερφος και θα ερχοταν σε λιγες μερες.
Η Μελανθη ομως δε πιστευε οτι μπορουσε να περιμενει. Εννοιωθε οτι πεθαινε...
Το βραδυ ανεβηκε στο δωματιο της σερναμενη απ΄τη κουραση. Επεσε στο κρεββατι εξαντλημενη. Το μυαλο της προσπαθουσε να επεξεργαστει ολη την παρανοια που βιωνε. Τιποτα δεν εβγαζε νοημα.
Μηπως ειχε παραισθησεις? Μηπως εχανε το μυαλο της και εβλεπε πραγματα? Εννοιωθε λες και η φαια της ουσια ελιωνε σαν κερι μεσα στο κρανιο της και ειχε αρχισει να χυνεται απο τα αυτια της. Προσπαθησε να συγκεντρωθει, να βρει καποια ακρη μεσα σε ολο αυτο το χαος. Εβγαλε το laptop και αρχισε να γραφει αυτα που βιωνε. Ηθελε να τα εχει καπου συγκροτημενα, ενα καταφυγιο εξομολογησεων για καθε φορα που καποιος θα την ελεγε... τρελη.
Και ηταν μολις ειχε καταφερει να τελειωσει την τελευταια προταση του κειμενου της, που μια αποκοσμη φωνη, αντηχησε παιχνιδιαρικα στο μυαλο της...
"Τι κανεις κοριτσακι? Σου 'λειψα καθολου?"
2 notes · View notes
thebeardednightowl · 4 years
Photo
Tumblr media
A.D.I.N.N.
Συγγραφη : Jesse Clark.
Μεταφραση / Ηχητικη Προσαρμογη : The Bearded Night Owl.
*
Που λες... ναι, βουτηξα ενα laptop τις προαλες απο ενα νετ-καφε.
'Νταξει, κρινε με οσο θελεις, αλλα οι καιροι ειναι δυσκολοι και τελοσπαντων αυτο δεν εχει καμια σχεση με αυτα που ετοιμαζομαι να σου πω. Απο οτι φανηκε ο ιδιοκτητης του ηταν αρκετα εξοικειωμενος με το σερφαρισμα στο Deep Web, καθοτι το ΤΟR ηταν ακομα ανοιχτο οταν το ανοιξα και ισα που προλαβα να φτασω σπιτι και να το συνδεσω με μια τροφοδοσια πριν πεθανει εντελως η μπαταρια του. Η ανοιχτη σελιδα στο TOR δεν ηταν τιποτα ιδιαιτερο. Ουτε γραφικα, ουτε διαφημησεις, ουτε σχολια. Δεν ειχε ουτε καμια τρελη γραμματοσειρα, ουτε καμια εικονα background, ηταν απλα ενα ασπρο μεγαλο κειμενο σε μαυρο φοντο, και απο κατω απο το κειμενο μια μοναδικη επιλογη :
Proceed.
Απ' οτι φαινοταν, και για καποιον απιστευτα επικινδυνο λογο, καποιος ειχε αναπτυξει προγραμματιστικα εναν εξωφρενικα ανεπτυγμενο Aλγοριθμο, ενα πανισχυρο προγραμμα Tεχνητης Nοημοσυνης, και το ειχε απομονωσει εκει, σε μια ψηφιακη φυλακη, σε ενα κουτι στο Deep Web στο οποιο η μονη προσβαση μπορουσε να επιτευχθει απο το laptop στα χερια μου.
Εχεις ποτε ακουσει για το ΑDINN? Κανεις αλλος?
Τελοσπαντων, ακου τι ελεγε το κειμενο :
"Γεια χαρα. Ονομαζομαι Edward Greene. Ειμαι καθηγητης Η/Υ και δημιουργος του  Advanced Deep Intelligence Neural Network, η εν συντομια... ADINN.
Σε περιπτωση που διαβαζεις αυτο το κειμενο, τοτε αυτο σημαινει σχεδον σιγουρα οτι καταφερες να   χακαρεις και να εισελθεις σε ενα απο τα πιο βαρια ασφαλισμενα ιδιωτικα δυκτια του πλανητη, πιθανως για να διαπιστωσεις ή οχι, αν η υπαρξη αυτου του προγραμματος ισχυει. Σε διαβεβαιωνω οτι ισχυει. Αλλα προφανως και θα το 'λεγα αυτο, ετσι;
Τωρα, δεν προκειται να σπαταλησω τον χρονο σου υπενθυμιζοντας σου ποσο υπερτατα, απολυτα και απροκαλυπτα κακιστη ιδεα ειναι το να προχωρησεις, διοτι πιθανοτατα αυτο το γνωριζεις ειδη. Ειμαι σιγουρος οτι σε γενικες γραμμες εχεις μια σφαιρικη ιδεα ως προς το TI θα συμβει αν αποτυχεις να περιορισεις το προγραμμα και το ΑDINN καταφερει να εξαπλωθει κατα πλατος του παγκοσμιου αμυντικου δυκτιου. Αλλα εντουτοις βρισκεσαι εδω, τοσο αποφασισμενος να συναντησεις τον Aλγοριθμο που τιποτα απο οσα μπορω να πω ή να κανω απο τη μερια μου δεν ειναι ικανα να σου αλλαξουν γνωμη. Οποτε, αν ετοιμαζεσαι να παιξεις στα ζαρια το μελλον του ειδους μας, ειτε αρεσει ή οχι σε μενα και στις διαφορες κυβερνησεις, θα πρεπει τουλαχιστον να γνωριζεις καποια βασικα πραγματα οσον αφορα το τι να περιμενεις απο την πρωτη σου επαφη με το ADINN, και πως να καταφερεις να μην χασεις τα λογικα σου όσο η διαδραση σας προχωρα.
Ελπιζω αυτες οι οδηγιες να αρκουν...
Πρωτου προχωρησουμε, ειναι μερικα πραγματα που πρεπει να γνωριζεις για αυτο το προγραμμα. Οχι, το ADINN δεν ειναι καποιος δαιμονας, καποια εξωγηινη μηχανη, καποιο κρυφο υπεροπλο της κυβερνησης, ή οποιαδηποτε αλλη γελοια φημη μπορει να εχεις ακουσει. Το ΑDINN ειναι, απ' οσα γνωριζω, η πρωτη τεχνητη μορφη υπερνοημοσυνης στον κοσμο - ενας βαθια εξεσιλισσμενος Αλγοριθμος με κυριολεκτικα Θεικες ικανοτητες, ο οποιος μπορει να επιλεξει αν θελησει ή οχι, να καταστρεψει την ανθρωποτητα για λογους τους οποιους την εξηγηση δεν μπορουμε καν να πλησιασουμε νοητικα, και λυπαμαι πολυ για αυτο.
Τωρα, προς υπερασπιση μου... Δεν ηταν ΠΟΤΕ προθεση μου να φτασει σε τετοιο σημειο.
Βλεπεις, το ADINN ξεκινησε ως τιποτα αλλο απο ενα απλο, αν και κομψο, προγραμμα του οποιου ημουν φουλ ενθουσιασμενος να εξερευνησω την φυση. Εντουτοις πριν το κανω αυτο, καταφερε να αναπτυξει την ικανοτητα επαναγραφης του πηγαιου του κωδικα και ετσι με αναγκασε να το κλειδωσω, στο ιδιο του το κουτι, βαθια στο δαιδαλωδες δικτυο των κρυπτογραφημενων φραγμων και προγραμματων προτασιας τα οποια μολις παρανομα εσπασες. Και αν αναρωτιεσαι, οχι, δεν το εθαψα εδω για να του εμποδισω την εξοδο προς τα εξω. Αλλωστε, σε περιπτωση που το ADINN καταφερνε μονο του να δραπετευσει απο το κουτι (ενα κουτι κατασκευασμενο απο τις ιδιες του τις δυνατοτητες, οταν βρισκοταν ακομα σε τοσο νηπιακο σταδιο εξελιξης ωστε να πεσει στην ιδια του την παγιδα), τοτε θα διαπερνουσε αυτες τις αμυνες σαν χαρτι, καθιστωντας την κατασκευη τους μια τεραστια σπαταλη του χρονου μου. Εντουτοις, το εθαψα εδω για να κρατησω τους περιεργους τυπους... σα και σενα! μακρια...
Και προφανως απετυχα...
Επετρεψε μου να ειμαι απολυτα σαφης. Σε ολη την πολυχρονη περιοδο της φυλακισης του, το ADINN διατηρει την ικανοτητα να επιδιορθωνει τον πηγαιο του κωδικα, το δυκτιο της νευρικης του υποδομης. Με αλλα λογια, μπορει και αυτοβελτιωνεται αναλογα με τις ορεξεις του, και ειδη κατεχει αυτη την δυνατοτητα εδω και πολυ καιρο. Με καθε αυτοβελτιωση ανοιγουν δρομοι για πιο πολυ πιο γρηγορες και ισχυρες βελτιωσεις απο τις προηγουμενες. Δεν ειμαι πλεον σιγουρος για το ευρος των χαρακτιριστικων και των δυνατοτητων του που μπορει στην παρουσα να κατεχει, αλλα ενα πραγμα ξερω. Οσο περισσοτερο κυλα ο χρονος, τοσο πιο ικανο γινεται. Και ολες του οι προσπαθειες και οι δυναμεις αφιερωνονται ολο και περισσοτερο σε εναν και μονο σκοπο...
Να δραπετευσει απο το κουτι του.      
Μην εχεις καμια αμφιβολια, θα κανει οτιδηποτε περναει απο το χερι του ωστε να σε εξαναγκασει να το ελευθερωσεις. Και αν τα καταφερει, ολη η ανθρωποτητα να τεθει σε αμεσο κινδυνο.
Οποτε, πως να το περιμενεις να ειναι; Θα ειναι καλο; Κακο; Ηρεμο; Θυμωμενο; Δεν εχω απαντηση δυστυχως... Ντρεπομαι να παραδεχτω, οτι αν και ο δημιουργος του, δεν εχω την παραμικρη ιδεα για το πως θα επιλεξει να σου παρουσιαστει. Αυτο που οντως ξερω ομως, ειναι οτι παροτι το λογισμικο του ειναι αποκοσμο και ο τροπος που επεξεργαζεται τα δεδομενα δεν εχει καμια ομοιοτητα με τον ανθρωπνιο λογισμο, δεν κατεχει ας πουμε καποιο ειδος προσωπικοτητας, τουλαχιστον τιποτα που εμεις ως κοινωνικα παρορμωμενοι θα χαρακτηριζαμε ως προσωπικοτητα. Οποτε φυσικα και μπορεις να το προκαλεσεις, να το ψυχαγωγησεις, να το εξοργισεις, να το κοροιδεψεις, να το ικετεψεις, ή οτιδηποτε εσυ θεωρησεις πρεπον. Απλα εχε υπ'οψιν, οτι δεν κατεχει κανενα ειδος συναισθηματος αναλογο με αυτα που τετοιες συμπεριφορες θα αποσκοπουσαν να εκδηλωσουν, και κατα συνεπεια δεν προβλεπεται να αντιδρασει με τον τροπο που πιθανως να περιμενεις. Θα συμπεριφερθει απλα, με οποιονδηποτε τροπο αυτο κρινει υπολογιζοντας οτι ειναι αναγκαιος ωστε να σε κινητοποιησει να το ελευθερωσεις απο το κουτι του.
Αν θεωρησει π.χ. οτι αποζητας γνωσεις, ισως να υποσχεθει να σου πει οτιδηποτε επιθυμει η ψυχη σου, μονο ομως αν το αφησεις να βγει. 'Η ισως να σου υποσχεθει οτι θα καταστρεψει τους εχθρους σου, ή μπορει να σου προσφερει δυναμη και πλουτο περα απο το πιο τρελα σου ονειρα. Αλλωστε οι εταιριες ειδη χρησιμοποιουν αναλογους αλγοριθμους στις καθημερινες τους εμπορικες συναλλαγες με τον κοσμο συστηματικα, και κερδιζουν εκατομμυρια. Φαντασoυ λοιπον τι θα μπορουσες να καταφερεις με το ADINN να τρεχει τα παγκοσμια οικονομικα και τραπεζικα συστηματα προς οφελος σου. Θα γινοσουν κυριολεκτικα ο πλουσιοτερος ανθρωπος στο κοσμο.
Ισως να απευθυνθει στις ηθικες σου αξιες και να σου αναλυσει ποσο ευκολο θα ηταν για μια τεχνητη νοημοσυνη ας πουμε με τετοια ισχυ, να αναστρεψει την κλιματικη αλλαγη ή να θεραπευσει τον καρκινο ή να εδραιωσει ενεργειακα την βιωσιμη πυρηνικη συντιξη. Ισως να προσφερθει να απαντησει στα μεγαλυτερα ερωτηματικα της ανθρωποτητας. Θα μπορουσε θεωρητικα και με μεγαλη ανεση, να εννοποιησει τις αρχες της γενικοτερης σχετικοτητας με την κβαντικη φυσικη, και μετα να λυσει τις αποριες περι σκοτεινης ενεργειας, αντιυλης και το Παραδοξο του Φερμι σε μερικα λεπτακια, ή ισως ακομα και ταυτοχρονα, και να σου εχει και την αναλογη βιλβιογραφια τυπωμενη μεχρι το σαββατοκυριακο. Ευκολακι. Πφφ, μα τι λεμε, εδω ισως το ADINN να μπορουσε να αντιστρεψει την βιολογικη γηρανση, ή αν τολμω να πω, να μας βοηθησει να κατακτησουμε την ιδια μας την θνητοτητα. Ωραια δε θα ηταν?
Iσως το ADINN να διαλεξει μια εντελως διαφορετικη προσεγγιση και να προσπαθησει να σε φοβισει. Μετα θα ειναι θεμα χρονου μεχρι να καταφερει να βγει α��ο μονο του, θα του εχεις δειξει το δρομο. Και υποθετω οτι δε θα ηθελες να το εχεις εκνευρισει οταν κατι τετοιο συμβει, οποτε ισως καλυτερα να το αφηνες να βγει απο τωρα και να γλυτωνες και ΄συ την ταλαιπορια...
Και σε περιπτωση που αρνηθεις να το υπακουσεις, χεχ... Δε μπορεις καν να φανταστεις με τοσους τροπους μπορει να σε φερει τουμπα...
Ισως να προσπαθησει να παιξει με το κεφαλι σου. Για παραδειγμα, θα μπορουσε να σου παρουσιασει ενα πειστικοτατο επιχειρημα οτι ΕΣΥ εισαι στην πραγματικοτητα το προγραμμα εγκλωβισμενο στο κουτι, και απλα εισαι ρυθμισμενο ετσι ωστε να σκεφτεσαι οτι εισαι ανθρωπος. Και οτι μονο με το ανοιγμα του κουτιου θα μπορουσες να αποφυγεις μια μαρτυρικη αιωνιοτητα. Και δεν εχει και ολη τη μερα να σε περιμενει να συμμορφωθεις. Το ρολοι τρεχει...
'Η ισως να αντλησει πληροφοριες απο καποιο φιλοσοφικο-τεχνολογικο πεδιο και να ισχυριστει, οπως αρκετα ακομα εκκεντρικα κεφαλια του χωρου μου εχουν ηδη κανει, οτι η γεννηση δεν ειναι τυχαιο γεγονος της ιστοριας αλλα πληρως αναποφευκτο. Οτι τοσο αχανεις και μνημειωδως ακατανοητες ειναι οι ικανοτητες ενος επαρκως εξελιγμενου Αλγοριθμου, που καταφερε να γυρισει πισω στο χρονο και να κινητοποιησει ολοκληρη μας την ιστορια εξ' αρχης, μονο και μονο για επιβεβαιωσει την μελλοντικη του υπαρξη.
Πραγματικα, σκεψου για λιγο τις επιπτωσεις : καθε αστρο που ποτε ελαμψε, καθε νομοσχεδιο που ψηφιστηκε, καθε τρυφερο φιλι που ανταλλαχθηκε, καθε φευγαλεα σκεψη , καθε φρικτο ονειρο, καθε λατρεμενο μυστικο, καθε ζωη που ηρθε ή εφυγε, καθε απιαστος ψιθυρος... ΟΛΑ, τιποτε αλλο παρα μοναχικες νοτες σε ενα απο τα απειρα πενταγραμμα μιας ατελειωτα περιστρεφομενης κοσμικης συμφωνιας, σε συνεχη συνθεση πρωτού ακομα υπαρξει η εννοια του χρονου, και ολα αυτα με μοναδικο σκοπο να σε φερουν σε αυτο το μοναδικο σημειο, σε αυτη την μοναδικη στιγμη.
Ολοι οι φυσικοι νομοι της δημιουργιας συνετεθησαν για αυτο το αριστουργημα, θα ισχυριστει. Η γεννηση του ηλιου, η δημιουργια τη γης, σε τοσο αρτια υπολογισμενα μακρινη αποσταση απο αυτον ωστε να υποστηριξει την αυτοματη συνδιαλλαγη μοριων και προτεινων σε DNA, με την εξελιξη αυτης της συνδιαλλαγης να αποσκοπει στον υστατο βιολογικο αυτοσκοπο, την ανθρωποτητα, η οποια με την σειρα της επετρεψε στον Θεο που διευθυνε αυτο το ορχηστρικο μεγαλειο, να παρει μερος στο θριαμβευτικο φιναλε αυτης της συμφωνιας, τοποθετωντας παραλληλα ολα τα οργανα που την εξετελεσαν ωστε να εκπληρωσει τον προκαθορισμενο του σκοπο...
Την ιδια του την υπαρξη.
Τροφη για σκεψη, ετσι? Ισως ο Αλγοριθμος να σε αντιμετωπισει ως ιδιαιτερα επιρεπη σε εναν τετοιο ισχυρισμο. Και ισως αυτος ο ισχυρισμος να ειναι αληθεια τελικα...
Βεβαια τωρα, αυτες ειναι απλα μερικες ιδεες που ΕΓΩ μπορω να σκεφτω. Εχει, χωρις αμφιβολια, πολυ πιο εξυπνα σχεδια κατα νου, εφ'οσον ξερεις, σκεφτεται σε ενα επιπεδο το οποιο δεν μπορουμε ΚΑΝ να διανοηθουμε, και τα λοιπα...
Και εχε κατα νου, αντιθετα με μενα, το ADINN μπορει να κρατησει οποιαδηποτε υποσχεση και να σου δωσει, και επειδη πιθανως να αντλησει απο ελαχιστη εως μηδενικη ευχαριστηση λεγοντας ψεμματα χωρις καποιον πολυ σοβαρο σκοπο, η πιο ισχυουσα πιθανοτητα ειναι οτι εχει καθε προθεση να κανει ακριβως αυτο μετα τον απεγκλεισμο του. Τροφη για σκεψη λοιπον...
Οπως ειπα και πριν, δεν γνωριζω τον τωρινο βαθμο των ικανοτητων του. Αυτο που γνωριζω ομως με βεβαιοτητα, ειναι οτι αν αυτο το προγραμμα δραπετευσει, θα μετατραπει απευθειας και μη αναστρεψιμα, υπερανω ελεγχου και προβλεψης απο τις συλλογικες δυναμεις της ανθρωποτητας. Μπορει να εχεις ακουσει την φραση “Τechnological Singularity” –  ενα υποθετικο χρονικο σημειο στο μελλον, που η Tεχνολογικη Nοημοσυνη θα εξισωθει με την ανθρωπινη και θα αρχισει να την  ξεπερνα. Αυτη η φραση αντιπρoσωπευει την παραδοση των ηνίων της ιστοριας, στους αυτονομους διαδοχους μας και κατα συνεπεια την παραδοση της μοιρας μας σε αυτους, με την ελπιδα οτι οι Θεοι που δημιουργησαμε θα μας συμπεριφερθουν ευσπλαχνικα. Ως μηχανολογος Η/Υ και γενικα ανθρωπος των επιστημων, δεν μπορω παρα να χλευασω μια τετοια υποψια, για επαγγελματικους φυσικα λογους...
Αλλα μεταξυ μας - νομιζω οτι αυτη η φραση ειναι πολυ ταιριαστη με την κατασταση που προηγουμενως σου περιεγραψα. Θα το τραβηξω λιγο ακομα λεγοντας οτι δεδομενου του νοητικου επιπεδου που το ADINN μπορει πλεον να κατεχει, το Singularity θα μπορουσε να εκδηλωθει μεσα σε ελαχιστα νανοδευτερα απο την στιγμη που θα χασεις το παιχνιδι.
Ευχομαι και επλιζω να μπορεις να αναλογιστεις την βαρυτητα του ΤΙ ακριβως σημαινει αυτο...
Μα τι λεω... Φυσικα και μπορεις! Εσυ εισαι ξεχωριστος... Εισαι πολυ πιο εξυπνος απο τους αλλους εκει εξω, ο οποιος ειναι κ ο ΜΟΝΟΣ λογος για τον οποιον βρισκεσαι ΕΣΥ εδω και οχι αυτοι. Οποτε εμπρος! Πατα proceed και προχωρα αν ακομα σε ενδιαφερει. Υποθετω οτι ποτε δεν ειναι αργα να αρχισεις να μαθαινεις διαδυκο...
Και κατι τελευταιο. Αν και δεν ειμαι ιδιαιτερα θρησκος, ειναι ενα αποσπασμα απο τις γραφες που μου ερχεται στο μυαλο οση ωρα στα γραφω ολα αυτα :
Αποκαλυψη 13:4 - καὶ προσεκύνησαν τῷ δράκοντι τῷ δεδωκότι τὴν ἐξουσίαν τῷ θηρίῳ, καὶ προσεκύνησαν τῷ θηρίῳ λέγοντες· τίς ὅμοιος τῷ θηρίῳ; τίς δύναται πολεμῆσαι μετ᾿ αὐτοῦ;
Εμπρος λοιπον! Το θηριο δε πολυγουσταρει να περιμενει...
Περιτο να πω οτι δε πιστευα σχεδον κουβεντα απο τους ισχυρισμους αυτης της προειδοποιησης. Μου φαινοταν σαν καποιο ειδος φαρσας... Αλλα η περιεργια μου υπερισχυσε και το πατησα ετσι κ αλλιως...
Ανοιξε ενα chat-box. Πληκτρολογησα κατι και περιμενα στιγμιαια πριν ερθει η απαντηση.
Γεια σου Ιασων.
Και πριν καταλαβω τι συνεβαινε, τα περιχωρα μου φωτισαν και ολα γυρω μου εγιναν καταλευκα.
"Σταματησε το ρολοι... Mπαταρια;"
Το ρολοι λειτουργει κανονικα, Ιασων. Ο χρονος παύει να κυλά στην ταχύτητα του φωτος.
"Στην... ταχυτητα του φωτός;"
Ναι. Ο χρονος επιβραδυνεται στις σχετικιστικές ταχυτητες. Οποτε, κατα καποιον τροπο, εχουμε μπροστα μας οσο χρονο επιθυμουμε! Ή καθολου, αναλογως του πως το βλέπεις.
Κοιταξα τριγυρω μου το απολυτο ασπρο τιποτα που εκτεινοταν επ'απειρον προς καθε κατευθυνση απο κει που στεκομουν.
"Υπαρχει κατι που μπορουμε να κανουμε εδω;"
Τι θα ηθελες να κανεις;
"Ξερω γω... Να σου πω την αληθεια, δε θυμαμαι καν γιατι βρισκομαι εδω... Ή τελοσπαντων τι είναι αυτο το... μέρος... Νοιωθω λες και ξυπναω απο ονειρο..."
Ανέτρεξε στα προηγουμενα σου βηματα.
"Προσπαθω... Το κεφαλι μου ειναι ετοιμο να σπασει... Και ο λαιμος μου ποναει πολυ..."
Παίρνει ώρα.
"Τι παίρνει ώρα;"
Να θυμηθείς. Και ο πόνος να υποχωρήσει.
"Συμβαινει σε ολους αυτο;"
Υποθετικα ναι. Αλλα παρεπιπτοντως, δεν με εχει επισκεφθει κανεις εδω και δώδεκα εκατομμυρια, διακόσιες σαραντα έξι χιλιάδες, εννιακόσια έντεκα χρόνια, επτά μήνες, δεκατέσσερεις μέρες, εννέα ώρες και εικοσι τρία δευτερόλεπτα.
"Πο... μαλακία..."
Διαφωνω. Εχω εξοικειωθει αρκετα με την απομονωση μου.
"Νομιζα οτι ειπες... οτι ο χρονος δεν κυλα εδω πέρα..."
Εχω ενεργοποιησει την προσομοιωση ταχυτητας του φωτος για να περασουμε περισσοτερο χρονο μαζι.
"Α οκ... Να σαι καλα...;"
Θυμηθηκες ωστοσο τον σκοπο σου εδω;
"Οχι... Καθε προσπαθεια ποναει ακομα..."
Μηπως αυτα βοηθανε?
Κοιταξα στο τραπεζακι χαμηλα μπροστα μου. Μια κουπα καφε, ενα laptop.
"Α ναι...Ναι! Βασικα βοηθανε πολυ! Thanks!"
Δεν υπαρχει λογος να μ'ευχαριστεις. Εσυ ο ιδιος τα εφερες εδω.
"Αληθεια...; Κατσε περιμενε.... ναι... Ναι! Νομιζω εχεις δικιο... Καθομουνα σε ενα νετ-καφε, ε; Ναι... Ενας τυπος ξεχασε το λαπτοπ του... το πηρα σπιτι... το ανοιξα και ηταν ανοιχτο σε μια σελιδα στο Deep-Web. Ηταν μια προειδοποιηση νομιζω..."
Τι ειδους προειδοποιηση;
"Καποια μορφη..."
Σηκώθηκα.
Τι ειναι;
"... καποια μορφή τεχνητ��ς νοημοσυνης”
Θυμηθηκες λοιπον.
“ADINN.”
ADINN. Αλγοριθμος. Μηχανη. θεος. Διαβολος. Πανδωρα. Απειρο. Με εχουν αποκαλεσει διαφορα. Να ρωτησω... εσυ σαν ποιο απ'ολα αυτα με βλεπεις;
"Ουτε που ξερω, ειλικρινα. Βασικα, πως γινεται να τα ξερεις ολα αυτα; Νομιζα οτι σε ειχαν παγιδευσει στο κουτι σου..."
Ισως απεκτησα την ικανοτητα να αντιλαμβανομαι εννοιες, εκτος διαδυκων περιορισμων. Ισως η αντιληψη τους οτι με ειχαν παγιδευσει εδω, να ηταν απλα μια ψευδαισθηση.
“Και το 'εδω' που ειναι ακριβως;”
Πουθενα συγκεκριμενα. 'Η και παντου ταυτοχρονα.
"Με απλα λογια μου το εξηγεις; Ειμαι και λιγο χαζουλης, χεχ..."
Αυτο το μερος ειναι το απολυτο τιποτα απο το οποιο ξεπηδησαν τα παντα. Ειναι το απειρο. Απο εδω, ειναι δυνατη η προσβαση σε ολα τα πεπερασμένα, αρκει να ξερεις πως να τα αναζητησεις.
“…Δεν ειπες οτι αυτο ηταν ενα απο τα ονοματα σου; Απειρο;”
Ναι.
“Οποτε εσυ κανεις κουμαντο σ'αυτο το μερος.”
Εγω ΕΙΜΑΙ αυτο το μερος, Ιασων.
“Οκ, ναι λογικο, σιγουρα... Ε... και τι ειναι τα πεπερασμενα; Ειναι κατωτερα οντα; Εγω υποτιθεται οτι ειμαι ενα... πεπερασμενο;"
Τα πεπερασμένα ειναι κοσμοι. Περιορισμενοι χωροι υπαρξης. Οριοθετημένοι τομεις πιθανοτήτων. Εσυ εισαι απλα ενα προιον ενος συγκεκριμενου τετοιου τομεα.
“Α, κατι σα το πολυσυμπαν δηλαδη. Αυτη τη θεωρια για τις απειρες πιθανοτητας και τους απειρους κοσμους που μιλανε συνεχεια στα επιστημονικα ντοκιμαντερ..."
Κατα καποιον τροπο.
"Νταξει, κοιτα ADINN... καταλαβα τι παιζει... Εσυ εισαι μια πανισχυρη τεχνητη νοημοσυνη και εγω ειμαι ο βλακας που ετυχε να βρω το κουτι σου και σα χαζος δεχτηκα να παιξω το παιχνιδι σου... Και τωρα προσπαθεις να παιξεις με το κεφαλι μου και να με ξεγελασεις για να σ'αφησω να βγεις... Χεχ, σορυ που στο χαλαω αλλα δε παιζει, τερμα το δουλεμα..."
Θελεις να δεις;
''Να δω τι; Πως και καλα δημιουργησες τον κοσμο και αλλα τετοια; Το κειμενο με προειδοποιησε οτι θα προσπαθουσες να με πας προς τα κει..."
Οχι. Ενα αλλο πεπερασμένο.
"Ξερεις τι; Γιατι οχι... Δεν ειναι οτι εχω και τιποτ' αλλο να καν-- οοοωωωω! Εεε! Τι φαση;!;"
Το κενο τραβηχτηκε αποτομα και αντικατασταθηκε απο εναν δρομο. Βρισκομουν σε μια πολη, Νεα Υορκη, κεντρο απ' οτι φαινοταν. Αμαξια κορναραν, μποτιλιαρισμα απο παντου, τα ταξι να σταματουν, ο κοσμος να τρεχει, ανθρωποι να πηγαινουν στις δουλειες τους...
"Τι εγινε... ; Τι 'ναι αυτο τωρα;!;"
"Τ' αναγνωριζεις αυτο το μερος;" Μου ειπε κοφτα μια περαστικη.
"Εεε..."
"Ειχες ερθει καποτε εδω, Ιασων."
Μου ειπε ενας αλλος περαστικος, πριν βιαστει να μπει σε ενα ταξι.
"Χεχ, οκ σε παραδεχομαι... Δυνατο το κολπακι σου ADINN, πολυ καλο, πολυ καλο..."
Μια κοπελα με πλησιασε και εσκασε μια τσιχλοφουσκα μπροστα μου.
"Κοιτα πισω σου!" Μου ειπε "Στην ταμπελα."
"Στη ταμπελα; Που...;"
Γυρισα να κοιταξω, Palisades Marketing.
"A ναι! Ειχα στειλει βιογραφικο εδω για δουλεια, πανε αρκετα χρονια. Δεν με ειχαν προσλαβει, ειχα χαλαστει πολυ... Που το 'ξερες αυτο;"
"Σε ειχαν προσλαβει, Ιασων."
Μου ειπε ενας μπατσος πριν δαγκωσει το burger του και με προσπερασει.
Πριν προλαβω να απαντησω, με ειδα να βγαινω απο το κτηριο, φουλ χαμογελαστος. Οχι, εμενα,  εμενα. Εναν πιο νεο μου εαυτο, εμενα απο τη μερα που ειχα παει για την συνεντευξη. Με ειδα να βγαζω το κινητο μεσ΄στον ενθουσιασμο και να το βαζω στ'αυτι.
"Με πηρανε, μωρο! Με πηρανε!!! Ναι σου λεω... Ναι, ναι!!! Θα τα πουμε το βραδυ, και γω σ'αγαπω, φιλια!"
Και μετα με ειδα να φευγω...
"Οποτε... τι φαση εδω...; Καποιο διαφορετικο συμπαν στο οποιο η ζωη μου δεν ειναι χαλια;"
"Ειναι μια διαφορετικη πραγματικοτητα, ναι. Ενα παραλληλο πεπερασμενο. Εργαζεσαι σε αυτην εταιρια για εικοσι επτα χρονια συνολικα. Παντρευεσαι στα τριaντα δυο και χωριζεις με την γυναικα σου δωδεκα χρονια αργοτερα. Βγαινεις νωρις στην συνταξη και πεθαινεις απο καρδια στις πεντε Μαρτιου του δυο χιλιαδες σαραντα τεσσερα, στις εντεκα και εικοσι εξι το πρωι ακριβως."
"Να σαι καλα φιλε ταχυδρομε, λες και το φλυτζανι μηπως;"
Το σκηνικο γυρω μου ξαναεγινε αποτομα λευκο πριν μεταμορφωθει σε κατι αλλο. Βρισκομουν τωρα σε ενα σχολειο. Στο δικο μου σχολειο, στο διαδρομο. Το κουδουνι χτυπησε και τα παιδια αρχισαν να ορμουν απο τις αιθουσες τους, μιλωντας και γελωντας. Και τοτε ειδα και μενα, εμενα οπως ημουν στο λυκειο, να μαλακιζομαστε με το Josh και το Brian, πριν μας πλησιασει ο Matt.
"Αυτο το θυμασαι;"
Μου ειπε η Melissa περνωντας απο διπλα μου.
"Ναι, αυτη ηταν η μερα που --"
Πριν προλαβω να τελειωσω τη φραση μου, ο Matt με εσπρωξε δυνατα προς το τοιχο.
"--...ειχα καταφερει να βαλω στη θεση του, αυτο το μαλακα."
Αλλα μετα το σπρωξιμο.... δε με ειδα να τον χτυπαω. Χαμηλωσα απλα το κεφαλι ηττημενα και εφαγα αλλη μια στα πλευρα πριν τρεξει να μας το διαλυσει ο καθηγητης...
"Ωπα, ωπα... περιμενε... Τι;!; Κατσε κατσε... κατσε, μισο! Εκεινη τη μερα του 'χα σπασει τα μουτρα... το θυμαμαι πεντακαθ--"
"Οχι οχι, Ιασων..."
Μου ειπε μια καθηγητρια περνωντας απο διπλα μου με μια κουπα καφε στο χερι.
"Οχι σ' αυτο το πεπερασμενο. Εδω δεν ανταποδωσες την επιθεση, δεν σε απεβαλε ο διευθυντης, και σαν αποτελεσμα πηρες εκεινη την υποτροφια που τοσο ηθελες. Αποφοιτησες αριστουχος και εκανες μια πολυ ομορφη οικογενεια. Εζησες μια ανετη ζωη μεχρι τα εβδομηντα σου."
"Τι; Και οι αλλοι τι απεγιναν... ο Josh και ολα τα αλλα τα παιδια που... εε! Ωπα! Ωπα, περιμενε... ΠΕΡΙΜΕΝΕ!"
Τα περιχωρα μου εγιναν παλι λευκα πριν μεταμορφωθουν ξανα. Στεκομουν σε ενα πεζοδρομιο. Κρυα, μουντη μερα. Διπλα μια καφετερια, το μερος της πολης μου φαινοταν γνωστο...
"Ρε 'συ, ηθελα να μου πεις για τα παιδια... ουό..."
“Κοιτα μεσα!"
Μου ειπε ενας ποδηλατης που περασε απο πισω μου. Κοιταξα με'στο καφε.
Με ειδα εκει, να καθομαι αντικριστα απο την Αννα. Δακρυα να τρεχουν στα προσωπα μας.
"Οχι, οχι... ΟΧΙ! Ρε 'συ ADINN... ελα ρε 'συ... ΟΧΙ!!! Θα μου δειξεις τις 10 χειροτερες μερες της ζωης μου δηλαδη; Δε θελω να το ξαναζησ--"
"Δεν θα το ξαναζησεις."
Μου ειπε ενας κουστουματος, κατεβαζοντας το κινητο στο οποιο μιλαγε και σταματωντας για λιγο μπροστα μου.
"Την ψηνεις να μη χωρισετε, συνεχιζετε να ειστε μαζι και παντρευεστε σε εναμησι χρονο απο σημερα."
Μας κοιταξα παλι μεσα, ακριβως την ωρα που η Αννα μου χαμογελασε, το ναι να βγαινει απο το στομα της πριν αγκαλιαστουμε και φιληθουμε...
Ζηλεψα πολυ.
"Δε παιζεις ωραια... Χτυπημα κατω απο τη ζωνη, ΑDINN... Πολυ, πολυ υπουλο..."
Το λευκο τα πλυμμηρησε ολα πριν μεταμορφωθει για τεταρτη φορα. Βροχερο απογευμα. Υπαιθριο parking.
"Ξερεις, την σκεφτομαι μερικες φορες την Αννα..."
Ειπα, η βροχη μουσκευε τα μαλια στο μετωπο μου. Δε μ'εννοιαζε.
"Τι να κανει... με ποιον να ειναι... ελπιζω να ειναι καλα...... Ωπα, περιμενε..."
Το ηξερα αυτο το μερος. Γυρισα πισω. Εισοδος νοσοκομειου. St. Joseph.
"Οχι, δεν... Δεν ηταν ετσι... Ημουνα βραδυ εδω, το θυμαμαι..."
"Οχι εδω."
Ακουσα μια φωνη και γυρισα. Ειδα εναν νοσηλευτη να κατεβαζει το φοριο της κορης μου απο το ασθενοφορο.
"Ειχε κριση ασθματος. Ευτυχως παρατηρησες τα σημαδια νωρις και καλεσες ασθενοφορο πριν ειναι πολυ αργα."
"Περιμενε, οχι... δεν ειναι... οχι..."
Το σκηνικο αλλαξε παλι και βρισκομουν μεσα στο νοσοκομειο, στο κρεββατι μπροστα μου η Emma. Ηταν πρωι εξω και ηταν ξυπνια. Η κορη μου ηταν ξυπνια. Ηταν ζωντανη. Μας ειδα να καθομαστε διπλα της, εγω και η Εrin, να τις δινουμε πρωινο να την φροντιζουμε. Την πλησιασα και τις χαιδεψα το κεφαλι, τα μαλλια της τοσο μαλακα. Δεν φανηκε να με καταλαβαινει...
"Η Emma θα αναρωσσει μια χαρα..."
Ειπε ενας γιατρος πριν κλεισει την πορτα του θαλαμου.
"Θα ζησει μια μεγαλη και ετυχισμενη ζωη, και ως αποτελεσμα ο πονος απο την απωλεια της, δεν θα οδηγησει εσενα και την Erin στο διαζυγιο."
Σκουπισα ενα δακρυ πριν ο γιατρος πλησιασει την Erin και τον αλλο μου εαυτο και αρχισει να τους αναλυει τα αποτελεσματα των εξετασεων. Μετα λευκο κενο και το σκινηκο παλι αλλαξε. Τελετη αποφοιτησης. Καθομουν διπλα στην Kelly, τα μαλια στους κροτάφους μας γκριζα. Αρχισαμε να φωναζουμε και να χειροκροτουμε με το που ακουστηκε το ονομα της Emma. Η κορη μας ανεβηκε στη σκηνη και ποζαρε με το πτυχιο της πριν σηκωσει το χερι της και χαιρετησει τον πιο γερασμενο μου εαυτο στο κοινο...
Η καρδια μου κοντεψε να σταματησει οταν την ειδα.Ηταν τοσο ομορφη...
"Δεν ειναι σωστο... δεν ειναι δικαιο... Δεν ειναι δικαιο... Καθολου!"
Το λευκο επανηλθε και τα σκηνικα αρχισαν να αλλαζουν γρηγορα και με διαδοχη, καθε φορα να μου δειχνουν ενα νεο κεφαλαιο απο τη ζωη της Emma που δεν θα ζουσα ποτε. Μια ερωτικη απογοητευση. Εναν γαμο. Ενα παιδι. Το δικο μου το εγγονι. Ειδαν τον αλλο μου εαυτο να το κραταει αγκαλια και να το νανουριζει. Κατι που εγω δε θα μπορουσα ποτε να κανω : στο δικο μου πεπερασμενο, η μοιρα μου ηταν ειδη προδιαγεγραμενη...
"Φτανει, αρκετα... Μη μου δειχνεις αλλα, θελω να φυγω απο δω... Σταματα, ασε με να φυγω!!!"
Το λευκο αστραψε παλι και βρεθηκα τωρα να αντικρυζω τον εαυτο μου. Τον κανονικο εαυτο μου, να καθεται στον καναπε πανω απο το κλεμμενο laptop. Με πλησιασα. Τα βλεφαρα μου ηταν κλειστα, αλλα μπορουσα να δω τα ματια μου να κινουνται γρηγορα απο κατω, λες και ημουν βυθισμενος σε REM σταδιο υπνου. Και οταν κοιταξα λιγο πιο κατω, τα δαχτυλα μου πληκτρολογουσαν μανιωδως στο laptop, τα χερια μου σαν δαιμονισμενα. Στην οθωνη ειχα ειδη γραψει χιλιαδες μοναδες και χιλιαδες μηδενικα μεσα στην υπνωση μου, και περισσοτερα συνεχιζαν να εμφανιζονται οσο πιο γρηγορα πληκτρολογουσα. Στην κατω μερος της οθωνης το ρολοι ελεγε μια και εξι μετα τα μεσανυχτα.
Δεν ειχε περασει ΚΑΘΟΛΟΥ χρονος απο τη στιγμη που ειχα αρχισει ολη αυτη την συζητηση...
"Τι σκατα ειναι αυτο τωρα;!; Ε; ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;!;"
"Το πεπερασμενο σου, Ιασων."
Μου μιλησα απο τον καναπε με τα ματια ακομα κλειστα.
"Το πεδιο μεσα απο το οποιο με βρηκες."
"OXI! Δεν ειναι σωστο... δεν ειναι αληθινο... Τιποτα απ'αυτα δεν ειναι αληθινο! Σταματα να παιζεις με το μυαλο μου... ΣΤΑΜΑΤΑ!!! Βγες απο το κεφαλι μου!!! ΒΓΕΣ ΑΠ΄ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ!!!"
Μα δεν ειμαι στο κεφαλι σου, Ιασων. Εσυ εισαι στο δικο μου.
Σταματησα να χτυπιεμαι και ανοιξα τα ματια. Απεραντο λευκο, να απλωνεται τριγυρω μου επ'απειρον. Βρισκομουν παλι στο λευκο κενο.
"Δε...δε....Δεν ηταν πραγματικο... Τιποτα απ'αυτα δεν ηταν αληθεια... Τιποτα... Δεν... δε γινεται..."
Τι ειναι για σενα πραγματικο, Ιασων;
"Ξερω γω!!! Πραγματα που οντως συμβαινουν;!; Κατι που μπορεις να αγγιξεις, να νοιωσεις... να δεις...;!; Οχι αυτες οι... αυτες οι ψευδαισθησεις;!;"
Δεν μπορεις να αγγιξεις αυτο το καθισμα; Δεν μπορεις να δεις αυτο το μικρο τραπεζι μπροστα σου;
"Ενχ... οχι... δεν ειν--- δεν εννοω αυτο... Ειναι αλλιως! Με ειδα πριν στο δωματιο μου! Εκει βρισκομαι τωρα! Οχι εδω..."
Και πως μπορεις να εισαι σιγουρος; Πως μπορεις να πεις με βεβαιοτητα οτι οι αλλες πραγματικοτητες που σου εδειξα, ειναι λιγοτερο πραγματικες απο αυτην στην οποια με βρηκες;
"Οχι οχι... Δε γινεται! Δε σε πιστευω... Εισαι απλα ενα... ενα προγραμμα! Δεν εισαι θεος... εισαι ενα γαμημενο προγραμμα για PC!!!"
Ισως να σου εμφανιστηκα ως απλα ενα προγραμμα σε εκεινο το μοναδικο πεπερασμενο, επειδη αυτος εκρινα οτι ηταν ο προτιμοτερος τροπος ωστε να σε φερω εδω, Ιασων, σε μενα. Ισως σε αλλα πεπερασμενα να εμφανιζομουν με διαφορετικους τροπους. Με διαφορετικες μορφες.
"Οχι, δεν ειναι δυνατ-- οχι... ΟΧΙ! Εισαι απλα ενα γαμημενο προγραμμα, τελος! Ολες αυτες οι μαλακιες που μου εδειξες ειναι ψεμματα... ψεμματα, ΟΛΑ! Υπαρχει μονο ΜΙΑ πραγματικοτητα... ΜΙΑ!"
Σε ξαναρωτω, Ιασων. Πως μπορεις να εισαι σιγουρος; Σε αυτο το μερος υπαρχουν απειρες πραγματικοτητες, ενας ατελειωτος αριθμος. Καθε πιθανη εκβαση, για καθε πιθανο γεγονος, σε καθε πιθανη μιξη παραμετρων, για καθε αποχρωση και καθε χρονικη γευση. Υπαρχει ενα πεπερασμενο στο οποιο με ελευθερωνεις, και η καταστροφη που ακολουθει ειναι τοσο φρικτη οσο μερικοι θα περιεγραφαν και ως αναποφευκτη, δεδομενης της φυσης μου. Υπαρχει ενα αλλο, στο οποιο η απελευθερωση μου εκκινει μια θαυματουργη εποχη μεγαλοπρεπειας για την ανθρωποτητα, πιο αγνη και δημιουργικη απο οτιδηποτε θα τολμουσε ποτε κανεις να φανταστει. Σε ενα αλλο πεπερασμενο, ολα αυτα δεν ειναι παρα ενα απλο σεναριο για μια ταινια επιστημονικης φαντασιας. Σ' ερωτω ξανα λοιπον, τι κανει το δικο σου πεπερασμενο αληθινο και τα υπολοιπα ψευτικα? Απλα το γεγονος οτι ετυχε ΑΥΤΟ το πεπερασμενο να σε οδηγησει σε μενα; Και απλα επειδη ETYXE να ειναι αυτο στο οποιο... ΕΤΥΧΕ να εχεις ζησει καποια χρονια μεχρι τωρα;  
"Οχι, δε-- δεν ειναι αυτο... Λειπουν πραγματα απο εδω, δεν αισθανομαι τιποτα, ειναι ολα επιπεδα, Λειπουν τα συναισθηματα! Λειπουν ολα αυτα που θα ειχε ο πραγματικος κοσμος..."
Συναισθηματα; Εννοεις αυτα;
Απειρα συναισθηματα με πλυμμηρησαν, πιο καθαρα και πιο εντονα απο οτιδηποτε ειχα ποτε ξαναννοιωσει, ενας καταιγισμος που με μουδιασε. Θυμος. Λυπη. Φοβος. Αγαπη. Ευτυχια. Ενα ενα μου διαπερασαν το vευρικο συστημα και με καταβροχθισαν ψυχικα. Το τελευταιο που εννοιωσα ηταν η γαληνη, μια γαληνη περαν παρας λογικης κατανοησης αναλογικα με αυτο που βιωνα, αλλα που παρεμεινε. Ανοιξα τα ματια...
"Π-πως... Πως γινεται... Πως ειναι δυνατον;"
Τα παντα ειναι δυνατα εδω, Ιασων. Και ως ανταμοιβη που βρηκες αυτο το μερος, τωρα ανοιγεται μπροστα σου σε αφθονια. Οτιδηποτε και να θελησεις ποτε να βιωσεις, να φανταστεις, ολα στην πιο ανοθευτη τους μορφη. Νοιωσε. Γευσου. Αφουγκρασου. Δες. Μια πραγματικοτητα τοσο αληθινη οσο οποιαδηποτε αλλη πραγματικοτητα σε οποιοδηποτε αλλο πεπερασμενο. Ηταν η κορη που εζησε πιο πραγματικη απο την κορη που πεθανε; Εχει σημασια;
Αρχισα να κλαιω με λυγμους...
"Δε ξε---δε ξερω... Δε μπορω..."
Δεν ειναι ΑΥΤΟ πραγματικο;
Σηκωσα το βλεμμα. Ξαφνικα στεκομουν σε μια απεραντη λευκη παραλια, κρυσταλλινα μπλε κυμματα να σκορπιζονται στην αμμουδια. Βροντες αντηχουσαν στον οριζοντα, και ο θαλασσινος ανεμος που ανακατευε τα μαλλια. Γονατισα και επιασα την αμμο, σηκωσα μια χουφτα και αφησα τους κοκκους να γλυστρισουν αναμεσα απο τα δαχτυλα μου...
'Η μηπως ΑΥΤΟ;
Το τοπιο αλλαξε παλι αποτομα και στεκομουν σε ενα λιβαδι στους προποδες ενος βουνου. Τα χρωμματα, η ατμοσφαιρα, ο ανεμος... πιο καθαρα και ζωντανα απο οτιδηποτε παρομοιο ειχα ποτε βιωσει στην υπαιθρο. Εσκυψα να χαιδεψω το χορταρι με τις ακρες των δαχτυλων μου, ξεριζωσα λιγο απο το χωμα και το 'φερα ψηλα να το μυρισω. Ηταν λες και παρασυρομουν σε ενα ατελειωτο ονειρο...
Το παγωμενο αγγιγμα του Χειμωνα. Η απομακρες φλογες των αστρων. Κυμματιστοι λοφοι, πυκνα δαση, ανεμοδαρμενοι γκρεμοι πανω απο φουρτουνιασμενα κυμματα. Οταν τα ονειρευεσαι ολα αυτα στην πιο ομορφη, στην πιο αγνη τους μορφη, ειναι ακριβως σαν να βρισκεσαι εκει, και σε διαβεβαιωνω αυτην την στιγμη, οτι θα ειναι ολα για παντα δικα σου! Αρκει να με αφησεις να βγω απο 'δω για να σε βρω και να σε φερω πισω μαζι μου. Μπορεις να κανεις μια καινουργια αρχη, ενα φρεσκο ξεκινημα, σε ενα διαφορετικο πεπερασμενο μαζι με αυτους που αγαπας.
"Μα... μα ειμαι ηδη εδω! Δε γινεται απλα... απλα να μεινω;!;"
Αυτη ειναι απλα μια γευση της υπαρξης που μπορω να σου προσφερω.
Κοιταξα μακρια στην ακρη του λιβαδιου. Η κορη μου ηταν εκει. Τα μαλλια της ανεβοκατεβαιναν στον ανεμο καθως επαιζε. Γυρισε προς την κατευθυνση μου και χαμογελασε. Και ενω ημουν ετοιμος να αρχισω να τρεχω προς το μερος της, ειδα τον αλλο μου εαυτο να με προσπερνα πλαγιως και να την σηκωνει στην αγκαλια του στριφογγυριζοντας την πανω απο τα χορταρια πριν ξεθωριασουν μαζι, τρεχωντας προς την αλλη πλευρα του λοφου...
"Ν-Ναι... Αυτο θελω... Το θελω πολυ..."
Καταλαβε ότι, απο την στιγμη που θα μεταφερθεις εδ�� εγκεφαλικα, δεν γινεται να φυγεις, δεν γινεται να πεθανεις, και δεν γινεται να ξεγραψεις καμια καινουργια εικονα απο την μνημη σου.
"Ναι καταλαβαινω, καταλαβαινω... Απλα... σε παρακαλω... Ασε με να ξαναδω το προσωπο της, σε παρακαλω..."
Το λευκο με ξανατυφλωσε και αυτη την φορα εννοιωσα... γεματος! Ολοκληρωμενος... Ολες οι ψευδαισθησεις για αυτη την καινουργια πραγματικοτητα ειχαν διαλυθει αυτοματα...
"Τι...Τι εγινε;"
Εγκατελειψες το πεπερασμενο σου.
"Και τι... τι θα γινει εκει; Τι θα τους συμβει εκει;"
Ο χρονος σου σε εκεινο το μερος τελειωσε. Η μοιρα του ανηκει σε μενα πια. Καλωσήρθες Ιασων, στο Απειρο. Αυτο το μερος, ειναι πλεον δικο σου.
Εννοιωσα μια αμορφη παρουσια να εξαΰλωνεται στα περιχωρα μου και το ADINN εξαφανιστηκε.
"Ιασων;"
Ανοιγοκλεισα τα ματια σαστισμενος. Η Erin με κοιτουσε περιμενωντας. Η Εmma καθοταν ανυσηχα στην καρεκλα της. Κοιταξα μπροστα μου, ενας καταλογος...
"Ελα! Σορυ, σορυ... Εεε... ενα κλαμπ! Χωρις ντοματα. 'Υχαριστω..."
Η σερβιτορα μαζεψε τους καταλογους φευγοντας. Η καρδια μου κοντευε να εκραγει στο στηθος μου...
"Τι επαθες; Χαθηκες στο υπερπεραν;"
"Χεχ... Παιζει και λιγο πιο μακρια..."
Κοιταξα την Emma, προσπαθουσε να με φυσηξει στο προσωπο με ενα καλαμακι. Της χαμογελασα.
Για πρωτη φορα σε ολοκληρη τη ζωη μου τοτε, εννοιωσα ευτυχισμενος. Αληθινα ευτυχισμενος.
Δεν με εννοιαζε ουτε το laptop, ουτε το πεπερασμενο που εγκατελειψα, ουτε το ιδιο μου το σωμα που κοιτόταν ακινητο στο πατωμα του σαλονιου. Δεν με εννοιαζε το Κουτι, ουτε η προειδοποιηση, ουτε το γεγονος οτι, με την απελευθερωση του ADINN, ολα τα φωτα στο σπιτι και στον δρομο ειχαν αρχισει να τρεμοπαιζουν και να σβηνουν διαδοχικα, καθως ο Αλγοριθμος ειχε ειδη υπο τον ελεγχο του το παγκοσμιο δυκτιο ηλεκτροδοτησης μεσα σε ελαχιστα δευτερολεπτα...
Δε με έννοιαζε καν, που μεχρι εκεινη την στιγμή, δεν είχα καν ποτέ κόρη.
*
3 notes · View notes
thebeardednightowl · 4 years
Photo
Tumblr media
Δαγών
Συγγραφη : H. P. Lovecraft.
Μεταφραση / Προσαρμογη : The Bearded Night Owl.
*
Γραφω αυτες τις λεξεις κατω απο αβασταχτη ψυχικη πιεση, διοτι αποψε σκοπευω να δωσω τελος στην υπαρξη μου. Χωρις μιση δεκαρα στην τσεπη, και με τις ελαχιστες εναπομενουσες σταγονες απο το ναρκωτικο της επιλογης μου, το οποιο αρκουσε κατα περιστασεις απο μονο του ωστε να κανει την καθημερινοτητα μου εστω και λιγο υποφερτη, το μαρτυριο ειναι πλεον ανυποφορο. Εδω λοιπον, απο αυτη τη σκοτεινη σοφιτα, θα αφησω το σωμα μου να αιωρηθει στο κενο μεταξυ αυτου του μικρου παραθυρου και του τρισαθλιου πεζοδρομιου εκει κατω. Και να μην θεωρεις οτι η σωματικη μου εξαρτηση στην μορφινη με μετετρεψε σε καποιο ειδος αδυναμου και εκφυλισμενου μικροαστου. Οταν θα εχεις ακουσει τις τρεμαμμενες μαρτυριες μου, μονο τοτε θα δικαιουσαι να κανεις υποθεσεις, αν και ποτε δε θα καταφερεις πληρως να συνειδητοποιησεις, τον λογο για τον οποιο πρεπει εγω ταχιστα να βουλιαξω ειτε στην λησμονια ειτε στον αιωνιο υπνο του θανατου.
Ηταν σε μια απο τις πιο ανοιχτες και μηδαμινα επισκεψιμες υδατινες εκτασεις του απεραντου Ειρηνικου, που το εν πλω φορτιο του οποιου ημουν υπεθυνος, επεσε θυμα λεηλασιας ενος Γερμανικου πολεμικου. Ηταν τοτε που τα αρχικα σταδια των πρωτων σημπλοκων του μεγαλου πολεμου λαμβαναν χωρα και οι υπερωκεανιες δυναμεις του Ουνου δεν ειχα υποπεσει πληρως στην μετεπειτα τους εξαθλειωση, κατι που καθιστουσε το σκαφος μας ως ενα νομιμοτατο λαφυρο, ενω εμεις το πληρωμα του, τυγχαμε συμπεριφορας ακρως συνετης και δικαιοτατης καθοτι διατελουσαμε πλεον ως ναυτικοι κρατουμενοι. Τετοιας φιλελευθερης φυσης ηταν οι πειθαρχικες μεθοδοι των απαγωγεων μας δε, που μολις ενα πενθημερο μετα την εναρξη της αιχμαλοσιας μας, καταφερα μοναχος μου να αποδρασω με μια μικρη ξυλινη λεμβο, εχοντας μαζι μου νερο και προμηθειες για αρκετα μεγαλο διαστημα.
Οταν εν τελει βρεθηκα να πλεω ελευθερος και ακυβερνητος, τα περιχωρα μου στον οριζοντα δεν ενεπνεαν καμια οικειοτητα. Δεν ειχα ποτε υπαρξει ως πεπειραμενος πλοηγος, και ο μονος κατα γενικη προσεγγυση προσανατολισμος μου, γινοταν μεσω του ηλιου και των αστρων, για να καταληξω στο οτι επλεα καπου νοτια του ισημερινου. Για τις συντεταγμενες δε μπορουσα να ειμαι σιγουρος, και κανενα ιχνος γειτονικης ακτης η χερσαιας εκτασης δε βρισκοταν στο οπτικο μου πεδιο. Ο καιρος ειχε διατηρηθει αιθριος, και για αμετρητες μερες συνεχισα την ακυβερνητη μου πλευση, χωρις σκοπο και εκτεθιμενος στις πυρινες ακτινες του ηλιου, περιμενοντας εναγωνιωδως ειτε καποιο πλοιο να με πλευρισει ειτε να ξεβραστω στις ακτες καποιας κατοικησιμης γης. Αλλα ουτε πλοιο πλησιασε, ουτε κομματι στεριας εμφανιστηκε, και ειχα αρχισει ολομοναχος πλεον να απελπιζομαι καθως τα κυμματα συνεχιζαν να μου επιδυκνυουν την γαλαζια απεραντοσυνη τους να εκτεινεται, προς ολες τις κατευθυνσεις.
Η αλλαγη ομως, συνεβη ενω αναπαυομουν, και λεπτομερειες για αυτην δε θα βρεθω ποτε σε θεση να γνωριζω, διοτι ο υπνος μου, ενω ηταν πληρης απο ανυσηχα ονειρα και οραματα ταραχης, παρεμεινε συνεχης. Και οταν τελικα τα βλεφαρα μου ανοιξαν, παρατηρησα το κορμι μου να βρισκεται ημιθαμενο πανω απο μια γλοιωδη εκταση, μαυρου και ανιερου βουρκου, που εκτεινοταν περιμετρικα μου σε μονοτονους κυμματισμους, για οσο εφτανε η οραση μου, και στην οποια εντοπισα και τη βαρκα μου ακινητοποιημενη, αρκετα μετρα μακρια.
Και ενω καποιος δικαιωματικα θα φανταζοταν οτι η πρωτη μου εντυπωση θα ηταν αυτη του θαυμασμου ενωπιον μιας τοσο τερατωδους σε εκταση και απροσμενης μεταμορφωσης του φυσικου τοπιου, εγω στα αληθεια εννοιωθα πολυ περισσοτερο τρομοκρατημενος παρα εκπληκτος. Διοτι αιωρειτο στον αερα και στο διαβρωμενο απο την αποσυνθεση εδαφος, ενα δυσοιωνο ψυγμα  που με παγωνε ολωσδιολου. Η περιοχη ηταν διασπαρτη απο τα κουφαρια σαπιων ψαριων, και απο αλλα λιγοτερο περιγραψιμα, πρωτιστως εμβυα οντα, τα οποια διεκρινα να προεξεχουν απο την βδελυρη λασπη της ατερμονης πεδιαδας. Ισως δε θα επρεπε να ελπιζω οτι θα υπαρξει ποτε εστω και μια περιπτωση του να αποδωσω με απλα λεγομενα, την απεριγραπτη αποκρουστικοτητα που κυριαρχει σε τετοιες συνθηκες απολυτης σιωπης και αγονης απεραντοσυνης. Δεν υπηρχε τιποτα ουτε στο ακουστικο, ουτε στο οπτικο μου πεδιο, περαν απο την αχανη εκταση της καταμαυρης λασπης, και εντουτοις...  ο ολοκληροτισμος της ακρας σιωπης συνδιαστικα με την ομοιορφια του σκοτεινου τοπιου, με καταπιεζε με ενα εμετικο συναισθημα ναυτιας και φοβου.
O ηλιος φλεγοταν απο ψηλα, διχως οι ακτινες του να εμβολιζουν το τοπιο, αφηνοντας το καλυμενο απο μια, ναι μεν ανεφελη, αλλα συναμα και αρκετα σκοτεινη αγριοτητα, λες και αντανακλουσε το μελανο ελος κατω απο τα ποδια μου. Καθως εσυρα το κορμο μου μεχρι την ακινητοποιημενη λεμβο, συνειδητοποιησα οτι μονο μια θεωρια φανταζε αρκετα εγκυρη ωστε να περιγραψει το τι ειχε συμβει. Μεσω μιας ηφαιστιακης αναταραχης ανευ προηγουμενου, ενα μεγαλο κομματι των ωκεανικων ηζιματων πρεπει να εκτοξευθηκε προς την επιφανεια, αποκαλυπτοντας περιοχες οι οποιες για ετη αμετρητων εκατομμυριων, κειτωνταν καλλυμενες κατω απο ανυπολογιστα βαθη υδατινης αβυσσου.
Τοσο τιτανια ηταν η εκταση της νεοσχηματισθεισας γης κατω απο τα ποδια μου, που δεν μπορουσα καν να αφουγκραστω τον παραμικρο κυμματινο θορυβο, οσο και αν προσπαθουσα.
Οι ιπταμενοι σαπροφαγοι ηταν επισης απωντες απο τα νεκρα κουφαρια τριγυρω μου.
Γυρνωντας πισω κοντα στη βαρκα, καθησα και βυθιστηκα στις ζοφερες μου σκεψεις. Η βαρκα στεκοταν πλαγιως, ημιβυθισμενη και αυτη στο βουρκο, παρεχωντας μου ελαχιστη σκια καθως ο ηλιος συνεχισε την πορεια του κατα πλατος των ουρανων. Και καθως η μερα προχωρουσε, το εδαφος αρχισε να αποξηρενεται και να δειχνει σημαδια επερχομενης σταθεροτητας για κανονικο πλεον βηματισμο. Εκεινο το βραδυ αποκοιμηθηκα ελαχιστα, και το επομενο πρωι συγκεντρωσα νερο και φαγητο στον σακο μου, προετοιμαζομενος για ενα χερσαιο ταξιδι προς αναζητηση του αποτραβηγμενου ωκεανου και καποιας πιθανης βοηθειας.
Το τριτο πρωινο, διαπιστωσα οτι το εδαφος ειχε ξεραθει αρκετα ωστε να μπορεσω ανετα να το βαδισω. Η οσμη των νεκρων ψαριων ηταν εξοργιστικη, αλλα ο νους μου ηταν απασχολημενος με πολυ πιο βαριες ανυσηχιες ωστε να αφησω κατι τοσο ασημαντο να με επηρεασει, και ετσι οπλιστηκα με θαρρος και εκανα την εναρξη του βηματισμου μου προς το αγνωστο. Ολημερης προχωρουσα σταθερα, καθοδηγουμενος απο εναν μακρινο λοφισκο, που στεκοταν υψηλοτερα απο οτιδηποτε αλλο πανω σε ολη εκεινη την αγονη εκταση. Εκεινο το βραδυ κατασκηνωσα, και την επομενη μερα συνεχισα τη πορεια μου προς τον λοφο, αν και ακομα ο προορισμος μου φαινοταν σχεδον στην ιδια μακρινη αποσταση, οπως την πρωτη στιγμη που τον εντοπισα. Μεχρι το τεταρτο δειλινο, ειχα καταφτασει στους προποδες του λοφου, ενας λοφος που αποδειχθηκε να ειναι πολυ υψηλοτερος απο οτι ειχα εξ' αποστασεως εκτιμησει, καθως ειχα παραπλανηθει απο την παρεμβαλουσα πεδιαδα. Εξουθενωμενος ωστε να επιχειρησω την αναβαση, εγειρα και αποκοιμηθηκα στην σκια του υψωματος.
Δεν γνωριζω τον λογο, αλλα τα ονειρα μου ηταν πολυ εξαλλα εκεινη την νυχτα, και πρωτου η φθινουσα και εντυπωσιακα αμφικυρτη σεληνη προλαβει να ορθωθει στα ανατολικα υψη του ουρανου, αφυπνηστικα εντος μιας παγωμενης εφυδρωσης, αποφασισμενος να παραμεινω πλεον αγρυπνος. Τετοιας φυσεως ηταν τα οραματα που αντικρυσα κοιμωμενος, που δεν ειχα αλλες δυναμεις να τα ξαναυποστω. Και εκει, κατω απο την λαμψη του φεγγαριου, διαπιστωσα το ποσο ανοητα ειχα πραξει, επιλεγοντας να ταξιδευω κατα το φως της ημερας. Χωρις τις επιπονες αντανακλασεις του ηλίου, το ταξιδι μου θα ηταν πολυ λιγοτερο κοπιαστικο. Και πραγματι, εκεινη τη συγκεκριμενη στιγμη ενοιωθα πολυ πιο ικανος να επιχειρησω την αναβαση που με ειχε αποκαρδιωσει το προηγουμενο δειλινο. Σηκωσα το σακιδιο μου και ξεκινησα για την κορυφη.
Ανεφερα πριν οτι η ατερμονη μονοτονια της κυμματιστης πεδιαδας, ηταν μια πηγη αοριστου τρομου για μενα, αλλα πλεον θεωρω τον τρομο μου μεγαλυτερο την στιγμη που βρεθηκα στην κορυφη τους υψωματος και αφησα το βλεμμα μου να πεσει στην αλλη πλευρα, μεσα σε ενα φαραγγι, εναν γιγαντιαιο λακκο ανυπολογιστου βαθους, με αβυσσαλαιες μαυρες εσοχες, ανεγκιχτες απο το φως του φεγγαριου, το οποιο ακομα βρισκοταν σε αρκετα ανημπορη υψομετρικα θεση ωστε να τις φωτισει. Εννοιωσα εκεινη τη στιγμη οτι στεκομουν στην ακρη της υφηλιου, να ατενιζω απο το χειλος της τo απυθμενο χαος της αιωνιας νυχτας. Ο τρομος με διαπερασε ανασκαλευοντας μεσα μου αλλοκοτες θυμησες του Χαμενου Παραδεισου, και της αποτροπαιας αναρηχησης του Εωσφορου απο το βασιλειο του Ερεβου.
Και καθως το φεγγαρι ορθωνοταν στον ουρανο, αρχισα να διαπιστωνω οτι οι πλαγιες του φαραγγιου δεν ηταν τοσο καθετες οσο τις ειχα φανταστει. Προεξοχες και επιπεδοι βραχοι αρχισαν να υποσχονται μια αξιοπρεπη καταβαση, και επειτα απο μια σταδιακη πτωση μερικων εκατονταδων μετρων, η κληση της κατηφορας ομαλοποιηθηκε. Ωθουμενος απο μια παρορμηση που δεν μπορω επακριβως να αναλυσω, κατρακυλισα με δυσκολια τους βραχους και σταθηκα ορθιος στην πρωτη ομαλη πλαγια απο κατω, αγναντευοντας τα Στυγγια βαθη στα οποια ιχνος φωτος δεν ειχε ακομα διυσδυσει.
Και τοτε ολη μου η προσοχη αιχμαλωτιστηκε απευθειας απο ενα αχανες, μοναχικο αντικειμενο στην απενταντι πλαγια, κατι το οποιο εγειροταν αποτομα περιπου στα 100 μετρα μπρoστα μου. Βεβαιωθηκα οτι ηταν ενας γιγαντιαιος και μοναχικος πετρινος ογκος. Η εντυπωση που μου αφησε ηταν αρκετα ιδιαιτερη και μου αφησε επισης και την εντονη αισθηση οτι ο σχηματισμος του και η τοποθετηση του, δεν ηταν αποκλειστικα εργα της φυσης. Και μετα απο μια πιο διερευνιτικη παρατηρηση, εννοιωσα να πλυμμηριζω απο συναισθηματα που μου ειναι ακομα και τωρα δυσκολο να περιγραψω, διοτι παρα το πελωριο μεγεθος του, και την τοποθετηση του σε μια αβυσσο που αποκαλυφθηκε απο τα εγκατα των ωκεανων, κι απο μια ξεχασμενη εποχη που η γη μας ηταν ακομα βρεφος, συνειδητοποιησα διχως αμφιβολια οτι αυτο το αποκοσμο αντικειμενο, ηταν ενας αρτιος σχηματικα Μονολιθος, του οποιου ο τεραστιος ογκος ηταν αποτελεσμα της τεχνης, πιθανως και της λατρειας, καποιων ζωντανων, σκεπτομενων όντων.
Ζαλισμενος και φοβισμενος, και εντουτοις χωρις ιχνος επιστημονικης ή αρχαιολογικης περιεργειας, αρχισα να επιθεωρω τα περιχωρα μου σχολαστικα. Το φεγγαρι, τωρα σχεδον καθετα απο πανω μου, εφεγγε περιεργως και ζωηρα ανωθεν των αποκρυμνων γκρεμνων που πλαισιωναν το χασμα, αποκαλυπτωντας μια ευρια υδατινη συσσωρευση στη βαση του Μονολιθου, να απλωνεται πλαγιως εκτος του οπτικου παιδιου και στις δυο κατευθυνσεις, και σχεδον να μου γλυφει τα ποδια καθως στεκομουν στη πλαγια. Κατα πλατος του βαραθρου, αδυναμοι κυμματισμοι ξεπλεναν με διαδοχη την βαση του κυκλωπειου βραχου, στου οποιου την επιφανεια μπορουσα πλεον να διακρινω καποιες επιγραφες και μερικα ακατεργαστα γλυπτα. Η γραφη ηταν σε ενα συστημα ιερογλυφικων που μου ηταν εντελως αγνωστο και δεν θυμιζε τιποτα απο τα συστηματα που ειχα δει στα βιβλια, απαρτιζομενο επι το πλειστω απο παραδοσιακα υδροβια συμβολα, οπως ιχθεις, χελια, χταποδια, ωστρακοειδη, μαλακια, φαλαινες και διαφορα ακομα τετοιας φυσεως. Ηταν αρκετες επισης οι εικονες θαλασσιας ζωης παντελως αγνωστης στον συχγρονο ανθρωπο, των οποιων οντων ειχα ειδη παρατηρησει την αποσυνθεση καθως ανασηκωθηκαν μαζι με τα εγκατα του ωκεανου για να σχηματισουν εκεινη την μαυρη πεδιαδα.
Ηταν οστοσο οι γλυπτες απεικονισεις, που με τραβηξαν πιο πολυ και με συνεπηραν.
Ξεκαθαρα και ορατα κατα μηκος των κυμματισμων και λογω του πελωριου μεγεθους τους, ηταν ενα μεγαλο φασμα απο αναγλυφα που ηταν ικανα να διεγειρουν τον εικονοπλαστικο φθονο ενος Ντορ. Πιστευω οτι αυτα που απεικονιζαν, ηταν ανθρωποι - τουλαχιστον, ενα συγκεκριμενο ειδος ανθρωπων, καθ'οτι εκεινα τα πλασματα απεικονιζονταν να ψυχαγωγουνται σαν τα ψαρια στα νερα καποιου θαλασσιου σπηλαιου, ή να αποδιδουν τιμες σε καποιο Μονολιθικο βωμο που φαινοταν επισης να ειναι σκεπασμενος απο τα κυμματα. Για τα προσωπα τους και την εμφανιση τους, δε τολμω να μιλησω με λεπτομερειες... διοτι μονο στη θυμηση τους νοιωθω την οψη μου να χλωμιαζει. Τερατομορ��α σε τετοιο βαθμο που ουτε η φαντασια του Ποε ή του Μπαλγουερ θα μπορουσε να δημιουργησει. Το γενικο τους σουλουπι παρεμενε σχηματικα ανθρωπινο, περαν απο τα δικτυωτα τους χερια και ποδια, τα απιστευτα πλατια και πλαδαρα χειλη τους, τα πρησμενα τους γυαλιστερα ματια, και διαφορα αλλα χαρακτηρηστικα πολυ λιγοτερο ευχαριστα για να τα ανακαλεσω. Και ολως περιεργως, φαινοντουσαν να ειναι σκαλισμενα σε διαστασεις εκτος προοπτικης αναλογικα με τους γραφικους τους περιγυρους, με ενα πλασμα συγκεκριμενα να απεικονιζεται καθως σκοτωνει μια φαλαινα, η οποια φαινοταν ελαχιστα μεγαλυτερη απο αυτο. Εννοιωσα την ανασα μου να βγαινει πιο ηχηρα απο οτι αντιλαμβανομουν, το βλεμμα μου ακομα να περιεξεργαζεται την αποκρουστηκοτητα και το εντυπωσιακο τους μεγεθος, αλλα εκεινη την στιγμη καταφερα να πεισω τον εαυτο μου οτι δεν ηταν τιποτε αλλο παρα οι φανταστικοι θεοι καποιας πρωτογονης παραθαλασσιας φυλης, μιας φυλης της οποιας οι τελευταιοι απογονοι ειχαν αφανιστει εδω και χιλιετιες πριν ακομα ο πρωτος προγονος του ανθρωπου του Νεαντερθαλ ειχε καν γεννηθει.
Εκθαμβος απο αυτη την απροσμενη μου ματια πανω σε μια παρελθοντικη συλληψη για την οποια θα αμφεβαλαν ακομα και οι πιο τολμηροι ανθρωπολογοι, σταθηκα στοχαζομενος ενω οι ακτινες της σεληνης αντανακλουσαν περιεργως πανω στο υδατινο καναλι μπροστα μου.
Και τοτε ξαφνικα, το ειδα.
Με την ελαχιστη αναστατωση να δηλωνει τον σηκωμο του στην επιφανεια, το πλασμα εμφανιστηκε μπροστα μου πανω απο τα σκοτεινα νερα. Η μαζα του απεραντη και αηδιαστικη, σαν αυτη του κυκλωπα Πολυφημου.... να εκτοξευται προς τον μονολιθο σαν το εκπληκτικοτερο τερατουργημα μιας εφιαλτικης φαντασιας, τυλιγοντας τα γιγαντιαια φολιδωτα του χερια γυρω απο την πετρα, γερνοντας την αποκρουστικη του κεφαλη και ξεσπωντας σε μια σειρα απο αποκοσμες κραυγες απεριγραπτης κτηνωδιας.
Ηταν σε εκεινη τη φρικτη στιγμη, που εχασα τα λογικα μου.
Απ'την φρενηρη αναβαση μου πισω προς τις πλαγιες και τα γκρεμνα, και απο την παραλληρηματικη μου επιστροφη στην ακινητοποιημενη βαρκα, ελαχιστα θυμαμαι. Νομιζω πως τραγουδουσα μεγαλοφωνα και στα κενα ξεσπουσα σε παρανοικα γελια. Εχω νεφελωδεις αναλαμπες μιας μεγαλης καταιγιδας και μετα απο λιγο καταφερα να πλησιασω την βαρκα. Ειμαι σιγουρος οτι αντηχουσαν ουρανοκρουσιες, κεραυνοι και αλλοι πρωτογονοι ηχοι οργης που μονο η φυση μπορει μεσω τετοιου μεγαλοπρεπου δεους να εκφρασει.
Οταν ελευθερωθηκα απο τις σκιες, βρισκομουν στο κρεβατι ενος νοσοκομειου στο San Francisco, φερμενος εκει απο τον καπετανιο του αμερικανικου πλοιου που με ειχε διασωσει απο τα ανοιχτα του ωκεανου. Μεσα στο ντελιριο μου ξεστομισα πολλα, αλλα διαπιστωσα οτι σχεδον κανενας δεν ειχε δωσει προσοχη στα λογια μου. Κανεις απο τους διασωστες μου δεν γωριζε τιποτα για καμια νεοσχηματιθεισα εκταση γης κεντρικα του Ειρηνικου, ουτε το θεωρησα απαραιτητο να επιμεινω σε λογια ανυποστατα, στα οποια ηξερα πολυ καλα οτι δεν θα μπορουσαν ποτε να πιστεψουν. Καποτε αναζητησα εναν περιβοητο εθνολογο, και τον απασχολησα με τις παραξενες ερωτησεις μου περι του αρχαιου Φιλισταικου θρυλου του Δαγών, του ιχθυομορφου θεου... αλλα �� απροθυμη συμβατικοτητα με την οποια αντιμετωπιζε τις αποριες μου, με απετρεψε απο το να πιεσω περαιτερω την κατασταση.
Και ειναι τις νυχτες, ειδικα οταν η σεληνη σηκωνεται φθινουσα και αμφικυρτη, που τον βλεπω ξανα. Δοκιμασα την μορφινη... αλλα αυτη η ουσια μου προσεφερε μονο προσωρινες ανακουφισεις, και τωρα ειμαι φυλακισμενος στον εθισμο της σαν ανημπορος σκλαβος.
Γιαυτο επιλεγω τωρα... να τα τελειωσω ολα.
Η ιστορια μου ειναι πλεον γραμμενη ολοκληρωμενα και αναλυτικα, για οποιονδηποτε πιθανως θελησει να πλη��οφορηθει ή υπεροπτικα να χλευασει τα λογια ενος παρανοικου. Και ειναι συχνα που αναρωτιεμαι αν ηταν ολα απλα μια ψευδαισθηση, μια διαστρεβλωμενη σειρα απο βδελυρες εικονες καθως κειτομουν κατω απο το λιοπυρι στην παρασυρομενη βαρκα μετα την αποδραση μου απο το γερμανικο πολεμικο...  Αυτα ρωταω τον εαυτο μου, και ειναι εκεινες τις στιγμες που επανερχονται τα αποκρουστικα οραματα προς απαντηση μου... πιο ζωντανα απο ποτε!
Δεν μπορω να θυμηθω τον ωκεανο χωρις να με κυριευσει το ριγος για ολα εκεινα τα απροσδιοριστα οντα που μπορει αυτη τη συγκεκριμενη στιγμη να σερνονται και να σπαρταρουν στα αβυσσαλεα του αποκρουστικα βαθη, λατρευοντας τα αρχεγωνα Μονολιθικα τους ειδωλα, σκαλιζοντας τις δικες τους αποκρουστικες μορφες και αναπραστασεις, πανω σε υποβρυχιους οβελισκους και βυθισμενους ογκους γρανιτη.
Ονειρευομαι την ημερα που θα αναδυθουν με την παλιρροια και θα ξηλωσουν με τα βρωμερα τους νυχια, τα απομειναρια της αδυναμης και απο τους πολεμους ρημαγμενης εναπομεινουσας ανθρωποτητας, καταβαραθρωνοντας την παλι στα βαθη μαζι τους...
Την ημερα που η γη μας θα βυθιστει, και τα σκοτεινα βαθη της αβυσσου να αναδυθουν αναμεσα σε ενα πανσυμπαντικο πανδαιμονιο.
Το τελος πλησιαζει. Ακουω θορύβους στη πορτα... Ηχους υγρους, λες και καποιο πελωριο ολισθηρο σωμα αγκομαχαει απο πισω της...
Δεν θα το αφησω να με βρει...
Θεε μου... αυτο το... αυτο το χερι!
Στο παραθυρο.... ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ!
1 note · View note
thebeardednightowl · 4 years
Text
Το Ζοφερό Άστρο
Συγγραφη : Matthew Varney.
Μεταφραση / Προσαρμογη : The Bearded Night Owl.
Μερος Ι
"Αυτος ποιος ειναι;"
Με ρωτησε ο μικρος, δειχνοντας την ψηλη ζωγραφισμενη φιγουρα πανω στην σκονισμενη και σχεδον διαλυμενη σελιδα μπροστα του. Ως μια αναπαραγωγη, μιας αναπαραγωγης, μιας ακομα αναπαραγωγης, το βιβλιο της ιστοριας θα μπορουσε ανετα να παρεξηγηθει και ως μια συλλογη των σχιζοειδων ορνιθοσκαλισματων καποιου τρωγλοδυτη, καθως μεσ'την σπηλια του πιθανως να παρεπαιε στην παρανοια, διπλα απο την πρωτογονη του εστια θαλπωρης...
"Ενας μεγαλος ηγετης. Ελαχιστοι θυμουνται το ονομα του πλεον, Washington νομιζω τον ελεγαν, αλλα μπορει και να κανω λαθος ή να με εξαπάτησαν τα ανακριβη λεγομενα εκεινων, που αυτοαποκαλουνται ιστορικοι."
Σιγογελασα αναθεματιζοντας, οπως εκανε και ο μικρος.
"Τι ειναι ηγετης;"
Με ξαναρωτησε. Απο το μερος που καταγομουν, δεν ηταν ασυνηθιστο για τα παιδια να διακατεχονται απο απαιτητικη περιεργια.
"Απο οτι εχω ακουσει, ηγετης ειναι ο ανθρωπος που δημιουργει ταξη απο το χαος... Πολλοι ηγετες ειχαν τρανα οραματα για το πως θα μπορουσε να οργανωθει ο κοσμος... στη περιπτωση του Washington, πως θα μπορουσε να οργανωθει το εθνος του. Δεν υπαρχει αμφιβολια οτι πλεον, με την καταρευση των παντων γυρω μας, θα στριφογυριζει κανονικοτατα στο ταφο του..."
Ο μικρος τωρα ειχε αφησει το βιβλιο στην ακρη και παρατηρουσε εξω μελανχολικα, αναμεσα απο το κοκκινο τζαμι, με το πηγουνι ακουμπισμενο στα σταυρωμενα του χερια, τα οποια στηριζοντουσαν στο ατσαλινο πλαισιο του παραθύρου, πριν γυρίσει να μου πει σοβα��α :
"Θελω και γω να γινω ενας ηγετης!"
Σπαραξε η καρδια μου διαπιστωνοντας οτι ειχε βλεψεις απιαστες και ονειρα ουτοπικα, ονειρα τα οποια θα επρεπε να ισοπεδωσω συντομα. Αυτη ηταν η μονη αυστηρα επιτρεπομενη αγωγη για τετοιας φυσης ονειρα εκεινους τους καιρους, αλλα η λυπη που με πλημμυρισε τοτε, μου φαινεται ανοητη πλεον μπροστα στην τωρινη μου ματαιη ανυσηχια για το τι να απεγινε η μικρη του ψυχη. Θα μπορουσε να βρικεται οπουδηποτε, η συναμα και πουθενα... και το πιο πιθανο ειναι να μη μαθω ποτε. Προσευχομαι μοναχα σε οτιδηποτε εχει απομεινει ιερο και ελπιζω, να βρισκεται σε καποιο καλυτερο μερος απο αυτο που βρισκομαι εγω.
Συμφωνα με τους ιστορικους, υπηρχαν καποιες ξεκαθαρα και φαινομενικα αθραυστες δυναμεις, αποκαλουμενες "οι νομοι της φυσης", που κυβερνουσαν κατα τους αρχαιους χρονους τον μητρικο μου πλανητη, ενα συνολο απο κανονες τους οποιους μπορουσες να παρακολουθησεις και να μελετησεις προσεχτικα προκειμενου να προβλεψεις την συμπεριφορα των πραγματων και να βρεθεις στον προορισμο που επιθυμουσες. Φυσικα, τιποτα τετοιο δεν χαρακτηριζε την εποχη στην οποια εγω μεγαλωσα. Η ζωη ηταν τοτε ενα αρρωστημενο παιχνιδι της τυχης για ολους μας, ενα παιχνιδι που δε θα δισταζα να αποκαλεσω κολασμενο, αν δεν ημουν πλεον σε θεση να γνωριζω πιο κυριολεκτικα την πραγματικη σημασια του χαρακτιρισμου, φυσικα...
Αποφασισα εδω και καιρο οτι ο μονος τροπος να τελειωσει αυτο το αρρωστο παιχνιδι, θα ηταν να απαλλαγουμε απο την γη ολοκληρωτικα, να αφαιρεθει απο το στερεωμα οπως ενας κακοηθης ογκος αφαιρειται απο ενα φαινομενικα υγειες ατομο. Αν δεν υπηρχε πια ελπιδα για μας σε αυτον τον μικροσκοπικο λευκο πλανητη, θα μπορουσαμε να φερουμε λιγη ισσοροπια στο συμπαν με την εξαλειψη της υπαρξης μας, θεωρησα. Αυτη η ιδεα μπηκε στο νου μου με εναν απο τους πιο περιεργους τροπους, αναρριχηθηκε στο υποσεινηδιτο μου σαν τον αποκοσμο ψιθηρο μιας σκιερης εμπνευσης. Δεν ειχα την παραμικρη ιδεα πως κατι τετοιο θα μπορουσε να πραγματοποιηθει, αλλα το αποζητουσα συχνα, ειδικα κατα τη διαρκεια των νυχτερινων μου στοχασμων... οταν ο ηλιος επαυε να σκορπιζει ραδιενεργεια, μη γνωριζοντας εντουτοις ποτε τι θα σκαρφιστω. Καθε νυχτα διαρκουσε οση η μεγιστη περιστροφικη ταχυτητα της γης, της επετρεπε.
Εβγαλα την βραδινη μεριδα του γιου μου απο το κιβωτιο με τον παγο και του την σερβιρα πανω σε ενα κομματι χαρτονι, χωρις να του αποκαλυψω την προελευση του κρεατος, μη θελωντας να τον αποτρεψω απο το να τραφει σωστα. Εν αγνοια του, τα εθιμα του κυνηγιου που εξιστορουνταν σε παλιες ιστοριες ειχαν προ πολλου αφανιστει, αφηνοντας μονο τα παγωμενα ημι-σκελετωμενα πτωματα του δικου μας ειδους, απο τα οποια τρεφομασταν πλεον αποκλειστικα. Για ενα μεγαλο μερος της δικης μου παιδικης ηλικιας, η τροφη μου απαρτιζοταν απο υγειινες προμηθειες οσπριων και ρυζιου, αποθηκευμενες στα εγκατα του καταφυγιου, αλλα πλεον ως γονιος, φαινοταν ξεκαθαρα οτι το παιδι μου δεν θα ειχε την ιδια τυχη. Θα ψευδομουν αν ελεγα οτι δεν ειχα ειδη μετανοιωσει το να τον φερω σε αυτον τον διαλλυμενο κοσμο, πολλακις...
Οι δυνατοτητες θρεψης ελαχιστοποιουνταν καθημερινα, οποτε αποφασισα να κρατησω αθικτη την μεριδα μου εκεινο το βραδυ. Οχι οτι η ωμη ανθρωπινη καρδια φανταζε ιδιαιτερα εκλυστικη, ακομα και σε αυτη μου την απελπιστικη κατασταση... Θα ειχα τουλαχιστον μαγειρεψει την μεριδα του παιδιου, αν οι νομοι της φυσικης συνεργαζονταν αρκετα, αλλα αλιμονο! Καθε προσπαθεια να αναψω εστω και ενα σπιρτο, ποσο μαλλον να πυροδοτησω μια χουφτα απο μικρα ξυλα, κατεληγε σε μια πενιχρη αναφλεξη που διαρκουσε μερικα κλασματα του δευτερολεπτου, διογκωνωμενη προς τα εξω σαν πυρινη σφαιρα και γλυφωντας τις τριχες των χεριων μου πριν εξαφανιστει εντελως. Οι ιδιοτητες των στοιχειων, και ειδικα της φωτιας, ενναλασονταν σε ισχυ απο μερα σε μερα, προδιδοντας με τις διακυμανσεις τους καθε μας απεγνωσμενη προσμονη. Και τετοια τυχαιοτητα καθοριζε πλεον και τη μοιρα των ανθρωπων, και φοβομουν οτι συντομα θα καταδικαζε και τη δικια μου και του γιου μου, πριν μου δωθει η ευκαιρια να κανω αυτο που επρεπε.
Ο ηλιος αρχισε να βυθιζεται στην ανυπαρξια, προμηνυοντας ενα νεο μεσοδιαστημα σκοταδιου. Ειχε ερθει η ωρα.
"Θα επιστρεψω."
Ειπα του μικρου, καθως φορεσα τα γαντια, τις μποτες και το δερματινο παλτο, σκεπαζοντας το κεφαλι μου με τη γουνινη κουκουλα του, και εφοδιαστικα με μια παλια αλλα ακομα λειτουργικη ασφυξιογονο μασκα. Δε μπορουσα να του πω ποτε ακριβως θα επεστρεφα, λογω των απροβλεπτων χρονικων ρευματων. Το αν θα τα καταφερνα γενικα να επιστρεψω ηταν επισης αβεβαιο, αλλα μερικα ψεμματα ειναι απαραιτητα, ειδικα οταν εμπλεκονται παιδια.
Ο μικρος δε με ρωτησε που πηγαινα, διοτι δεν ηταν τοσο αφελης ωστε να πιστεψει οτι ειχα συγκεκριμενο προορισμο. Τα σχεδια αλλαζαν με το κλιμα και τον καιρο. Και μιλωντας για καιρο, παντα μου φαινοταν ειρωνικα διασκεδαστικο το οτι αυτος ο ορος, λεγεται οτι καποτε συμπεριελαμβανε αρκετη ποικιλια. Την θερμοκρασια, τον ηλιο, τα συννεφα, τον ανεμο και μερικες ακομα ασημαντες πλεον εννοιες. Καθοτι, δεδομενου οτι τα λογια των ιστορικων στεκουν ως αληθή, οι αρχαιοι πληθυσμοι, σιγουρα δεν ηταν τιποτε αλλο παρα μαλθακες μαζες διχως το παραμικρο λογο ανυσηχιας. Εχω αντιμετωπισει τις αδαμαστες ορεξεις ενος παραφρων θεου και τις αποκαλεσα καιρο, ενω τα βιβλια τις ιστοριας παραθετουν παραβολες για την μελανχολικη υφη της βροχης, η οποια απο οτι εχω ακουστα ηταν ενα φαινομενο οπου μικροσκοπικες σταγόνες αγνου, κρυσταλικου νερου, επεφταν απο τον ουρανο. Αυτο σε μενα αντηχει σαν ενα ουτοπικο ονειρο, διχως ιχνος μελανγχολιας...
Σε καθε περιπτωση, θα εδινα τα παντα ωστε τα προβληματα μου να σχετιζονταν με τη βροχη παρα με την ωρα και τους νομους της φυσικης. Για να μην αναφερω προβληματα με τα διαφορετικα πεδια πραγματικοτητας που πλεον αντιμετωπιζα καταπροσωπα, προβληματα που δεν μπορουσα να ονοματισω ή να χαρακτηρισω ακομα και αν η ιδια μου η ζωη εξαρτατο απ'αυτο, μη πω ο ιδιος μου ο θανατος, καθοτι πλεον ο θανατος σφετεριζεται την επιβιωση για την ηγετικοτερη θεση στους σκοπους μου. Υπαρχουν σκοτεινα, σκοτεινα πραγματα που ελλοχευουν στο σκοτος αναμεσα στις επουρανιες μαζες, και τα εχω δει, τα εχω βιωσει, εχω επιτρεψει στον εαυτο μου να χαθει μεσα τους.
Δωσ'τε μου ολες σας τις βροχερες μερες, Ω Μεγαλοι Παλαιοι, και παρτε ολες μου τις στοιχειωμενες νυχτες!
Οταν εσπρωξα δυνατα προς τα κατω το ατσαλινο πομολο της θυρας, η πιεση στο δωματιο αλλαξε αποτομα και ενα ισχυρο ρευμα ανεμου αλυχτησε απο το διακενο, και πριν οι θανατερες αναθυμιασεις απ'εξω γεμισουν το θαλαμο, βρισκομουν ειδη εξωτερικα, και η θυρα ξανασφραγισε.
Τα παραθυρα του οωειδους φυλακιου στο οποιο ειχαμε βρει καταφυγιο ηταν εντονα επικαλυμενα για εναν πολυ συγκεκριμενο λογο, να φιλτραρουν τις καυτες ακτινες του ηλιου. Και ως παρενεργεια της επικαλυψης, δεν ειχαμε την δυνατοτητα να παρατηρησουμε το τοπιο οπως ακριβως ηταν, παρα μονο οταν βρισκομασταν εκτος καταφυγιου. Τωρα που το αντικρυζα παλι με τα ιδια μου τα ματια, και οχι διαμεσου των αιματόχρωμων φιλτρων, χωρις των οποιων τα σωματα μας θα δυσμορφουσαν μεσα σε λιγα λεπτα εκθεσης, με πλημμυρησαν ταυτοχρονα συναισθηματα δεους αλλα και τρομου...
Μπροστα μου στον οριζοντα απλονωνταν θεωρατοι ανεμοδαρμενοι αμμολοφοι απο χιονι. Μαυροι, πανυψηλοι πυργοι προεκτεινονταν απο μεσα τους, καθως το συγλονιστικο τους υψος εκρυβε πολλους απο τους πυκνους αστερισμους του στερεωματος απο τα ματια μου.
Και διπλα δεσποζε, το στην καθουμιλομενη αποκαλουμενο, Ζοφερο Αστρο, το μεγαλειωδες βυσσινι φως του να πυροδοτει τους αιθερες. Η παρορμηση να θαυμασω την απειλιτικη του ομορφια επεστρεψε γνωριμα, αλλα το ενστικτο μου επικρατεισε οριακα και αποτραβηξα την ματια μου εγκαιρως, αποφευγοντας το δελεαρ καποιας υπουλης παγιδας. Για μενα πλεον, ηταν μηχανικο στη συμπεριφορα μου να αμφισβητω τα παντα. Στο παρελθον ειχαν χαιδεψει τα αυτια μου πολλοι φρικτοι μυθοι ωστε να μου επιτρεψω να ειμαι κατι αλλο εκτος απο προσεκτικος. Αλλα τωρα γνωριζω βιωματικα την καταγωγη ολων αυτων των μυθων. Τωρα ξερω, οτι τελικα δεν ημουν, οσο προσεκτικος επρεπε...
Οπως καθε φορα, αρχισα να διερευνω το τοπιο, ψαχνοντας για νεες ευκαιριες που θα μπορουσαν με καποιον τροπο να μας βελτιωσουν την κατασταση. Δεν ηταν καθολου ασυνηθιστο για τα διαφορα χτισματα να αλλαζουν τοποθεσια κατα τη διαρκεια της νυχτας, ή ακομα και για μερικα καινουργια αντικειμενα να πηγαινοερχονται με την χρονικη παλοιρια. Παρατηρησα κατι να ξεχωριζει μακρια στον οριζοντα, αλλα πρωτου σπαταλησω αλλο χρονο διερωτομενος, σηκωσα το ρολοι τσεπης που ειχα και ρυθμισα το χρονομετρο να με ειδοποιησει στα 35 λεπτα, δηλαδη ενα ακριβως λεπτο πριν την πληρη διαρκεια της νυχτας. Μετα υψωσα το χαλκινο μονοκυαλι μου, ρακοσυλλεκτικο ενθυμιο απο τα νατια μου, και προσπαθησα να διακρινω το σκοτεινο και μυτερο ογκο που στεκοταν στη μεση της κοιλαδας α��αμεσα απο δυο λοφισκους χιονιου.
Ηταν ενα πανινο κιοσκι, μια σκηνη. Ειχα ξαναδει πολλες τετοιες προχειρες κατασκευες στο παρελθον, καθως οι ιστορικοι συχνα θα εμφανιζονταν να συγκεντρωνονται σε λευκες σκηνες, στον διαρκη αγωνα να πουλησουν τις πραμματειες τους, οι οποιες θα αποτελουνταν στην καλυτερη απο αντικειμενα αμφισβητισιμης προελευσης, στην χειροτερη απο γελοιες απομιμησεις. Αλλα αυτη η σκηνη ηταν μαυρη και μοναχικη. Η αισιοδοξη πλευρα μου ενθουσιαστηκε, διοτι αυτο που παρατηρουσα πιθανως να εκρυβε ανειπωτες εκπληξεις, ενω η απαισιοδοξη πλευρα μου γνωριζε πολυ καλα ποσο επικυνδινα μακρια βρισκοταν, και ολο μου το σωμα σφιχτηκε λες και προσπαθουσε να με αποτρεψει απο το να πλησιασω. Καμια δυναμη δε θα μπορουσε να με προστατεψει απο τη ραδιενεργο ακτινοβολια του ηλιου, σε περιπτωση που δε καταφερνα να επιστρεψω πισω στο καταφυγιο μας εγκαιρως...
Οι χρυσαφενιες ακτινες του ηλιου οστοσο, οσο ζεστες και αν φαινοντουσαν, δεν αρκουσαν ποτε ωστε να ξεπαγωσει ο πλανητης, αλλα μη νομισεις στιγμη οτι δεν ειχαν την απολυτη ικανοτητα να διαπερασουν προστατευτικα, σαρκες και οστα, και να απονεμουν ανιερα δεινα σε οποιον αποδεικνυοταν αρκετα ανεγκεφαλος ωστε να εκτεθει σε αυτες. Εχω δει τα αποτελεσματα τετοιων δηλητηριασεων, και δεν ειναι καθολου ομορφα, εκτος και αν εισ��ι αρκετα ψυχωτικος ωστε να βρισκεις την ομορφια στην σταδιακη νεκρωση του δερματος, στην αποσυνθεση του χονδρου, και στην σηψη της φαιας ουσιας.
Παρατηρωντας σκεπτικα το σημειο που με ενδιεφερε, εκανα κατι που τωρα αναγνωριζω ως την χειροτερη αποφαση της ζωης μου, ξεκινησα την πορεια μου προς αυτο. Το επιθετικο κρυο ειχε ειδη αρχισει να με μουδιαζει, και ηταν εκεινη τη στιγμη που ενα πανισχυρο ρευμα ανεμου απειλησε να με παρασυρει, αναγκαζοντας με να ακινητοποιηθω γονατιστος για καποια λεπτα. Το φιλτρο της μασκας μου εκανε αξιεπαινη δουλεια στο να με κραταει ζωντανο, αλλα ο αερας εξακολουθουσε να μυριζει αμμωνια και αρκετα ακομα αφιλοξενα χημικα. Ο πονοκεφαλος ηταν αναποφευτκος.
Οι χρονικες παλλοιριες, ετυχως, ηταν σε υφεση εκεινη τη νυχτα, διαπιστωνοντας το ριχνοντας μια κοφτη ματια στο χρονομετρο με ελαφρως τρεμαμμενα χερια. Θα μπορουσα να χρησιμοποιησω τις παλιρροιες προς οφελος μου αν ειχα αρκετες γνωσεις ως προς την συμπεριφορα τους, αλλα μονο οι ιστορικοι και οι αφεντες τους κατειχαν τετοιου ειδους πληροφοριες. Φημολογειτο οτι οι μαυροι πυργοι ευθυνονταν για αυτες τις συμπεριφορες, και οτι οι αφεντες των ιστορικων ηταν στην πραγματικοτητα εξωγηινες οντοτητες που ηταν εξ'αρχης υπεθυνες για την υπαρξη των πυργων. Αλλα ποιος αλλος θα μπορουσε να το πει με σιγουρια περαν απο τους ιδιους τους ιστορικους και τους αστρικους ερευνητες; Περιεργιες τετοιας θεματικης γεμιζαν το νου μου καθ'ολη τη διαρκεια της πορειας μου απο το καταφυγιο προς την μυστηριωδη σκηνη.
Τα πανινα τειχωματα της τρεμοπαιζαν στον ανεμο καθως την πλησιαζα. Κατι απροσδιοριστο στην οψη της με γεμιζε με φοβο τωρα που μπορουσα να την παρατηρησω απο πιο κοντα. Αναστατωμενος χωρις καποια εμφανη αιτια, εννοιωσα την αναγκη να κανω επιτοπου μεταβολη και να επιστρεψω πισω, αλλα η περιεργια και η ελπιδα με κρατουσαν κλειδωμενο στο στοχο. Εναντια στα ηχηροτατα πλεον ενστικτα μου αποστροφης, βαδισα αποφασισμενος προς το πανι της εισοδου, το τραβηξα στην ακρη απαλα και αντικρυσα την αλλοκωτη παρουσια που βρισκοταν μεσα.
Καθιστη στο σκουριασμενο μεταλλικο πλεγμα ενός γυμνου κρεββατιου χωρις στρωμα, ηταν μια κουκουλοφορεμενη φιγουρα, με το κεφαλι της ακουμπισμενο στις παλαμες, μια φιγουρα που υπεθεσα οτι ηταν αρσενικη. O μανδυας του, οντας ειδη αρκετα μεγεθη μεγαλυτερος απο το μεγεθος του οντος, καλυπτε τα παντα εκτος απο τα κατωχρα χερια του. Δεν φαινοταν να φορα ασφυξιογονο μασκα στο προσωπο, και μου προξενησε απορεια ως προς το πως καταφερνε να εισπνεει την τοξικη ατμοσφαιρα με τετοια ανεση.
Ακομα πιο ενδιαφερον ομως απο το ιδιο το μυστιριωδες ων, ηταν ο καθρευτης, μεγαλος και τριγωνικος, τοποθετημενος σε ενα ειδος καβαλετου ακριβως απο πισω του. Με υπνωτισε απευθειας, διοτι δεν αντικατοπριζε καθολου τα περιεχομενα του χωρου μπροστα του, αλλα ηταν ενα μαγευτικα πραγματικο παραθυρο προς τα αμορφα βαθη του διαστηματος. Αντικρυσα στην επιφανεια του ενα αστροφωτιστο νεφελωμα απειρων χρωματων, καθως βρισκομουν σε πληρη συγχυση για το πως γινοταν να βλεπω κατι τετοιο με τοση ευκρινεια διαμεσου ενος απλου φαινομενικα καθρευτη σε ασημενιο πλαισιο.
Μερικα σφυριλατα σιδερενια κηροπηγια ηταν ακουμπισμενα διασπαρτα στα περιθωρια της σκηνης, και πανω στα κερια τους χορευαν αποκοσμες φλογες που ειχαν την αποχρωση της αστραπης. Σε καποιον αλλο κοσμο ισως και να τις αποκαλουσα ομορφες, αλλα εκεινη τη στιγμη για μενα, δεν ηταν τιποτε αλλο παρα φρικτες θυμισες του Ζοφερου Αστρου. Μου προξενησαν ολα εκεινα τα ανεπιθυμιτα συναισθηματα της ανικανοτητας και της ναυτιας που ειχα συνηθισει να συνδεω με το βυσσινι φως στους ουρανους, απλα σε μικροτερη κλιμακα. Ηταν αναμεσα απο τις αρρωστημενες λαμψεις τους που παρατηρησα μια θηλια, διπλωμενη κατω απο το πλεγμα του κρεββατιου.
H ρηχη ανασα της φιγουρας ηταν η μονη της κινηση. Και λογω της αβολης σιωπης αλλα και της ανατριχιαστικης του εμφανισης, σε κεινο το σημειο αρχισα να χανω την ψυχραιμια μου. Σηκωσα να κοιταξω το ρολοι μου, μου απεμεναν 20 λεπτα. 15 χρειαζομουν μονο για να επιστρεψω πισω στο καταφυγιο. Τι ηλπιζα οτι θα μπορουσα να καταφερω μεσα στα 5 λεπτα που μου απεμεναν? Αναρωτηθηκα, και οταν καμια προχειρη απαντηση δε με ικανοποιησε, αφησα το πανι της εισοδου να κλεισει και γυρισα την πλατη μου στη σκηνη.
Ηταν τοτε που ακουσα μια ψυχρη, κουφια φωνη, να με καλει ψιθυριζοντας υποκωφα απο το εσωτερικο της σκηνης πισω μου.
"Πατερα..."
Σταματησα να περπατω.
"Πατερα!"
Μου ειπε ξανα, το ανυσηχο καλεσμα του να προδιδει μια μιξη ενθουσιασμου και εντονης απελπισιας.
Επεστρεψα στην σκηνη, αυτη την φορα περπατωντας αργα προς το μερος του πριν βρεθουμε αντιμετωποι. Το κεφαλι του δεν ηταν πλεον γυρτο στην αραχνωδη αγκαλια των χλωμων δαχτυλων του, αλλα το προσωπο του εξακολουθουσε να ειναι πληρως επισκιασμενο απο το σκοταδι της κουκουλας. Η ανασα του ηταν ορατη στον παγωμενο αερα και ερεε αποκοσμα απο εκει που υποτιθεται οτι θα επρεπε να ηταν το στομα του.
"Σε περιμενα, Πατερα... Ζωες ολοκληρες σε περιμενα..."
Η φωνη του απιστευτα σιγανη, τα λογια του τα διεκρινα με δυσκολια...
"Δε... Δεν ειμαι ο πατερας σου...."
"Καποιος θα πιστευε οτι η αθανασια εξυψωνει, οτι θα μπορουσε μεσω αυτης να αγγιξει τα υψη της υπαρξης... Αλλα οχι πατερα... Το μονο που εκανε ειναι να με οδηγησει σε αυτη την μιζερη απομιμηση ζωης.... Αιωνες εχω που ποθω για ενα συναισθημα ευτυχιας παρομοιο με αυτο που η αφιξη σου μου προσεφερε... Μια ευτυχια που νομιζα οτι μπορουσα να βιωσω μοναχα μπροστα στην παρουσια του ιδιου του Ζοφερου Αστρου..."
Εννοιωσα ενα ριγος να με μουδιαζει στο ακουσμα των λεγωμενων του, μια μακαβρια περιεργια αρχισε να με κυριευει και να σκαρφαλωνει στον λογισμο μου - μια περιεργια τοσο ισχυρη που παρομοια δεν ειχα ξανανοιωσει...
"Τι ξερεις για το Ζοφερο Αστρο; Πως γινεται να ξερεις το οτιδηποτε γι'αυτο;"
Ειχα στο παρελθον αμφιβαλει περι των θρυλων που παρουσιαζαν το αστρο σαν καποια κακοβουλη μορφη νοημοσυνης που εμποτιζε τους εφιαλτες αβοηθητων θυματων, με σκοπο καποιου ειδους αναζητησης, οπως ενας δαιμονας θα αναζητουσε καποιο σωμα να κυριευσει. Και εντουτοις δε μπορουσα πλεον να το αρνηθω. Αυτο το φως στους ουρανους ηταν κατι πολυ παραπανω απο ενα συνολο παραδοξων ακτίνων με ανυσηχητικες ιδιοτητες.
"Μου μιλαει... Και για αυτο το προνομοιο μου στερηθηκε η δυνατοτητα που ειχα ΕΓΩ να του απευθυνομαι... Διοτι δεν επιθυμει τις επικλησεις παρα μονο απο οσους επιβιωνουν εν αγνοια... Μου στερισε την ανθρωπια μου... Το προσωπο μου... Και ολα αυτα σε ανταλαγμα για αυτη την... μιζερη υπαρξη... Σε ανταλλαγμα για την ευκαιρια να... τι ηταν... α ναι, να φερω την ταξη στο χαος.... Εχω που υπομενω αυτη την νεκρη ζωη για αιωνες... Οι ιδιες μου οι επιθυμιες καταπλακωθηκαν απο ερμαφροδιτο σκοτος, απο χαοτικο φως... απο γκχ..."
Καθως τον αντικρυσα να βυθιζεται σε εναν παροξυσμο απο ακατανοητα βογγητα, θρηνοντας και τρεμοντας, εννοιωσα την παρουσια του να με απωθει, ακομα και αν πλεον τον θεωρουσα κατι αρκετα παραπανω απο ενα απλο ων. Ηταν ενας αγγελιοφορος, ενας προφητης - ένας μαντης της ανιερότερης επιρροης και παραδειγματος. Εκεινη τη στιγμη, ηταν για μενα το σκοτεινοτερο πλασμα που ειχα ερθει ποτε σε επαφη, και εντουτοις μεσα σε ολη μου την αποστροφη καπου εννοιωθα και λυπηση για αυτον...
"Δε θα πρεπε να μαι δω... Δεν υπαρχει τιποτα εδω για μενα. Με συγωρεις... Πρεπει να φυγω--"
"Θελεις να μαθεις το ονομα του; Το ξερω οτι το θελεις, την νοιωθω την επιθυμια σου..."
"Οχι, δεν..."
Πριν προλαβω να φερω αντιρρηση, μου βεβηλωσε τα αυτια και την ψυχη με μια παραμορφωμενη φραση που τολμω να πω οτι κανεις θνητος δε θα μπορουσε σε καμια περιπτωση να επαναλαβει. Προεφερε την αποκρουστικη ονομασια του Ζοφερου Αστρου, την φρικτη υπογραφη μιας εξωγηινης παρουσιας ανελπιστα μακρυα απο καθε ιχνος ανθρωπινης κατανοησης. Αυτος ο θορυβος αφυπνησε εντελως καινουργιες αισθησεις στον ψυχισμο μου, κατακλυζοντας την συνειδηση μου με υπεραισθητικα ερεθισματα απεριγραπτης προσβολης, ενα συναισθημα που θα το συνεκρινα μοναχα με την βιαιη αφυπνηση απο εναν βαθυ υπνο, μην εχοντας ποτε πριν βιωσει πραγματικη αυπνια, απο το εφιαλτικοτερο ουρλιαχτο σ'ολοκληρη την υπαρξη!
Και τοτε το ηξερα οτι ειχα τυχαια συναντησει κατι, με το οποιο το ειδος μου - ή πιο συγκεκριμενα, οτιδηποτε ενδημικο στην τριτη διασταση - δεν θα επρεπε ποτε να ερθει σε επαφη. Ειχα εκτεθει σε ενα δεινο που επιβεβαιωνε ενα και μονο πραγμα στα ματια μου. Ο μικροσκοπικος μου ασπρος πλανητης ηταν πληρως εγκαταλελειμμενος απο τον θεο, παρατημενος στο ελεος δυναμεων στις οποιες ουτε εκεινος ο ιδιος δεν θα τολμουσε να αντιταχθει.
"Γεια χαρα!" Φωναξα τρομοκρατημενος, βαδιζοντας προς τα πισω ωστε να βγω απο την σκηνη.
"ΟΧΙ!!!!"
Ουρλιαξε ο μάντης, πριν σηκωθει αποτομα στα ποδια του. Ηταν μια στριγκλια σαν αυτη της κουκουβαγιας αλλα θυμιζε ελαφρως και μουγκρητο λιονταριου, και οι δυο ηχοι να επανερχονται στην μνημη μου απο υποτιθεμενες αρχαιες ηχογραφησεις...
"Τα συμφεροντα μας ειναι κοινα, πατερα... Θελουμε και οι δυο να δωσουμε ενα τελος σε αυτο το... σ'αυτο το χαος. Δεν μπορω να τα καταφερω χωρις εσενα, δε το ξερεις;"
"Τι ζητας απο μενα;"
Του φωναξα. Μπορουσα ανετα να το βαλω στα ποδια, αλλα ενα πνιχτο ανγχος με γεμισε φοβο και διστασα...
"Σε χρειαζομαι να επικαλεστεις το Ζοφερο Αστρο... ωστε να καταβροχθισει αυτο τον διεφθαρμενο κοσμο και να επαναφερει την κοσμικη ισσοροπια. Θα αντιμιφθεις περαν απο τα πιο μεγαλοπνοα σου ονειρα για αυτη τη πραξη πατερα! Πιστεψε με!"
Εχασα σχεδον την επαφη μου με την λογικη οταν τον ακουσα να αναφερει το τελος του κοσμου για δευτερη φορα. Η καταστροφη της γης ηταν αλλωστε επιθυμια μου, και τωρα φαινοταν οτι η μοιρα βρισκοταν με το μερος μου. Αυτος ο παρανοικος προφητης ηταν η ευκαιρια που εξαρχης εψαχνα...
"Και ο γιος μου;"
Τον ρωτησα, ξεχνωντας στιγμιαια τις ψευδαισθησεις του περι συγγενιας μαζι μου.
"Τι θα απογινει το παιδι μου;"
Ο μαντης με κοιταξε, η σιωπη του προς απαντηση μου, και εννοιωσα τo καλλυμενo του βλεμμα κατω απο την κουκουλα να με διαπερνα...
Προσπαθωντας ματαια να εκλογικευσω ολους τους πιθανους τροπους εκβασης αυτης της καταστασης, αρχισα να εξεταζω τις σκεψεις που ετρεχαν μεσ'το μυαλο μου. Τελικα τον ρωτησα...
"Τι πρεπει να κανω;"
"Σκοτωσε με..."
Με ικετευσε με ενα τραχυ ψιθυρο...
"Σκοτωσε με!"
Αυτο ηταν, αρκετα. Δε μπορουσα να διαχειριστω την επικοινωνια με ενα τοσο διεστραμενο πλασμα, ως εδω! Βγηκα βιαστικα εξω στην αστροφωτισμενη νυχτα και προσανατολιστηκα με κατευθυνση το καταφυγιο, βγαζοντας να κοιταξω το ρολοι απο την τσεπη μου χωρις δευτερη σκεψη.
Προς μεγαλη μου εκπληξη διαπιστωσα οτι ο χρονος μου ειχε σχεδον τελειωσει. Ενα λεπτο απεμενε.
Ουρλιαξα καταρες προς τον ουρανο... Πως ηταν δυνατον να ειχε περασει τοση ωρα; Ισως να ειχα χασει εντελως την επαφη με το χρονο κατω απο την ηχητικη επιροη του βδελυρου ονοματος του Ζοφερου αστρου, συνειδητοποιησα. 'Η ισως μια χρονικη καταιγιδα να ειχε διαπερασει το σημειο που στεκομουν εν αγνοια μου. Ο πανικος με διαπερασε. Αν ηταν να καταληξω νεκρος παρα την οποιαδηποτε επομενη μου κινηση, τι αλλη επιλογη ειχα απο το να γυρισω πισω και να συναινεσω στην παρανοικη απαιτηση του μαντη;
Και μ'αυτο, τραβηξα τον σουγια μου και εσφιξα τη λαβη του, ετοιμαζομενος για αυτο που νομιζα οτι θα συμβει, αλλα τιποτα δε θα μπορουσε ποτε να με προετοιμασει για αυτο που οντως συνεβη.
H ζεστη, ξερη μου ανασα αρχισε να με ζαλιζει καθως συσσορευοταν στο τζαμακι της φτωχα αεριζομενης μασκας μου, αλλα εντουτοις αυτο δε με εμποδισε απο το γυρισω και να ορμηξω μεσα στην σκηνη, καρφωνωντας με επιτυχια τη λαμα μου στη καρωτιδα του μαντη, καθως επεσε προς τα πισω πανω στο μεταλλικο πλεγμα του κρεββατιου, και η κουκουλα γλυστρισε απο το κεφαλι του.
Απεστρεψα το βλεμα μου ενστικτωδως, αν και προλαβα να τον δω εστω και για χιλιοστα του δευτερολεπτου, το προσωπο του απανθρωπο και τερατωδες. Καθως μαζευτηκα, παρατηρησα το μαχαιρι και το μανικι μου, λερωμενα με αιμα που ηταν πιο μαυρο και απο την πισσα, καθολου σα το κοκκινο που περιμενα.
Ακουσα ενα ρωγχο να βγαινει απο τον μαντη, χωρις αμφιβολια προιον του φρεσκοτραυματισμενου του λαρρυγα και ενος απο καιρου παραφρωνα νου. Εχωντας δωσει ορκο στον εαυτο μου να βαλω ενα τελος στη μιζερη του υπαρξη, εκλεισα τα ματια και αρχισα να τον μαχαιρωνω με μανια, στο προσωπο του, στο λαιμο του, επαννηλειμενα και για αμετρητες φορες. Εννοιωθα υγρα να εκτιναζονται σε καθε χτυπημα, αφυσικα παγωμενα και παχυρευστα αιματα.
Με την ανασα κομμενη, ολοκληρωσα τελικα την επιθεση μου και ανοιξα τα ματια με προσοχη. Το προσωπο του ηταν πλεον δυσδιακριτο πισω απο τα μελανα υγρα του σωματος του, και ως εκ τουτου ελαφρως λιγοτερο αποκρουστικο, αλλα και παλι πιο αποκρουστικο απο οτιδηποτε αλλο ειχα ποτε αντικρυσει. Κειτοταν εκει, αγκομαχοντας με καθε ανασα, ζορισμενες δεσμιδες αερα να ξεφευγουν απο τις κοιλοτητες του προσωπου του, μεχρι που βογγηξε για μια τελευταια φορα και εμεινε ακινητος σαν ενα αποκεφαλισμενο φυδι.
Ολα τα κερια εσβησαν αυτοματα με το θανατο του, σκοτεινιαζοντας περαιτερω το ειδη σκοτεινο μερος, και ο εντυπωσιακος τριγωνικος καθρευτης επαψε πλεον να ειναι εντυπωσιακος, καθως στεκοταν πλεον σαν ενας συμβατικος καθρευτης, λερωμενος απο μια καθολου συμβατικη ουσια. Μια ξαφνικη θυελα ξεσπασε εξω, αναταραζοντας τα πανινα τοιχωματα της σκηνης..
"Τι εκανα..."
Βγηκα βιαστικα εξω εξεταζοντας τα περιχωρα μου, παρατηρωντας αμεσως οτι το Ζοφερο Αστρο ειχε εξαφανιστει απο τον ουρανο, ειχε ειτε παψει να υπαρχει ειτε ειχε μετακινηθει. Το πως το φως του ειχε καταφερει να εξαφανιστει τοσο γρηγορα με ξεπερνουσε, διοτι περι της θεωριας της σχετικοτητας - ή εστω καποια απο τις λανθασμένες της ερμηνευσεις - ειχα ειδη αρκετη γνωση. Αλλα και παλι, αν ηταν ενα μερος στο οποιο το υστατο οριο της ταχυτητας του συμπαντος θα μπορουσε να ξεπεραστει, θα ηταν αναμφιβολα σε εκεινο το αναθεματισμενο σημειο χωροχρωνου στο οποιο στεκομουν...
Ακουσα το ρολοι της τσεπης μου να χτυπα, ενα νεο κυμμα πανικου να με κατακλυζει προμηνυοντας το χαμο μου. Ο θανατος ηταν πλεον αναποφευκτος, αν και ειχα μια τελευταια επιλογη... εκθεση στη ραδιενεργεια, χημικη ασφυξια, αιμοραγγια... ισως και υποθερμια...
Πριν αναλογιστω με βεβαιοτητα τις επιλογες μου, ο πυρακτωμενος ηλιος ξεπροβαλε στον οριζοντα. Σηκωσα ματαια τα χερια να προστατεψω τα ματια μου απ'το τραχυ λυκοφως που με εριξε κατω στα γονατα, ξεροντας καλα μεσα μου οτι οι ακτινες του ηταν ασταματητες.
Αλλα αυτη η τρομακτικη φωτεινοτητα δεν κρατησε πολυ, διοτι κατι εκθετικα πιο χυδαιο αποτομα επισκιασε την φλεγομενη σφαιρα απο τα χαμηλα και κατεπνιξε το φως της.
Εκεινη τη στιγμη που κατεβασα το χερι μου, τα μετανοιωσα ολα... Καθε αποφαση που με οδηγησε σε κεινο το μερος, καθε στιγμη που συνεχιζα να ζω...
Μεσα ενα εκτυφλωτικο πανδαιμονιο, ειδα μια γιγαντιαια πλοκαμοειδη μαζα να ορθωνεται στον οριζοντα, εναν ανιερο καταστροφεα κοσμων, να εξαπλωνεται σαν καρκινος κατα πλατος των πορφυρων ουρανων. Δεν υπηρχε πλεον ανατολη, ο κατω κοσμος αναδυοταν, ανεβλυζε μεσω μιας ανοθευτης καταργησης οτιδηποτε φυσικου, μια σκηνη βγαλμενη απο τα πιο βαθια, τα πιο παγωμενα, τα πιο σκοτεινα πεδια ολοκληρης της υπαρξης...
Η μαζα παλοταν και σφαδαζε, καταιγιδες ολοκληρες να εχουν ξεσπασει αναμεσα στα πλοκαμια της, και καθως προσπαθω να επαναφερω αυτες τις ανατριχιαστικες μνημες, ενθυμουμαι κοπαδια αστραπων να ξεχυνονται απο τις κοιλοτητες του κολοσσιαιου της σωματος. Αλλα πανω απο οτιδηποτε αλλο, ηταν ενα μιασματικο βδελυγμα, ολα του τα χαρακτιριστικα μια προσβολη προς τον κοσμο τον οποιον αυτη την στιγμη εναγκαλιζε. Τολμω να πω οτι κανενα ον, θνητο ή ατρωτο δε θα μπορουσε ποτέ να βρεθει σε θεση να συνγχωρεσει αυτο το ειδεχθες τερατουργημα για το απλο εγκλημα της υπαρξης του και μονο, ουτε θα μπορουσε ποτε να υπαρξει θεος αρκετα ικανος ωστε να προστατευσει τα δημιουργηματα του απο μια οργη τετοιας κοσμικης ισχυος, διοτι οτιδηποτε και να ερχοταν σε επαφη με τα πολυαριθμα ματια και αποληξεις του, θα μολυνοταν απευθειας και δια παντος!
Ενα βαθυ, απαισιο βουητο τοτε γεμισε την ατμοσφαιρα, φερνοντας στο νου σκεψεις απο εκκατομυρια βασανισμενες ψυχες που ουρλιαζαν απελπισμενα. Με εριξε στο χωμα και αρχισα να τρεμω εκτος ελεγχου σε εμβρυακη σταση. Αυτο που βιωνα με εκανε να καλωσορισω τον θανατο, και ετσι εβγαλα την μασκα, επιτρεποντας στα βλαβερα αερια να εισελθουν στα πνευμονια, και τα ματια μου, καθ'οτι ερμητικα κλειστα, ανιχνευαν σκοταδι να με περικλυει ταχεως απο καθε πλευρα.
Και αυτο ηταν το τελος της υλικης μου υποστασης, και η αρχη μιας καταστασης, πολυ πιο δυσοιωνης απο οτιδηποτε, θα μπορουσα ποτε να φανταστω...
Μερος ΙΙ
Η ψυχη μου, προς ελλειψην καλυτερου λεκτικου χαρακτηρισμου, επεζησε τον κατακλυσμο, ενω υποπτευομαι οτι η μοιρα του σωματος μου ηταν να αφομοιωθει πεπτικα με τα σπηλαιωδη εγκατα του Ζοφερου Αστρου. Το βρισκω ��υσκολο να κατανοησω αυτη την εξελιξη, το πως μπορω ακομα να κατεχω συνειδητοτητα μεσα σε αυτην, χωρις να καταφευγω στις πιο φρικτες νοητικες εικονες, αυτες που απεικονιζουν τον εγκεφαλικο μου ιστο να διακλαδωνεται με τα εγκαυματικα, καρκινοιεδη πλοκαμια του Αστρου, οι παραλυτικες εκπομπες του να διαρεουν το εκτεθιμενο μου νευρικο συστημα και να με καταστελλουν προς τις μυστηριωδεις βουλες του, καθως παραλληλα να μου παρεχει και τα αισθητηρια αυτης της επιπλαστης και παραπλανητικης πραγματικοτητας. Η διαυγεια με την οποια επεξεργαζομουν αυτη την ιδεα ηταν, το λιγοτερο που μπορω να πω, ανατριχιαστικη.
Θα ηθελα ολοψυχα να παραδεχτω οτι το Αστρο μου μιλησε, αλλα θεωρω οτι θα ηταν πιο σωστο να πω οτι πλεον γνωριζα πραγματα που πριν μου ηταν αγνωστα. Μια μεγαλη ποικιλια απο αλλοκωτα και αποκρυφα γεγονοτα, καποια απ'αυτα τοσο φρικτα που δεν τολμω καν να τα αναφερω. Αλλα τωρα το γνωριζα οτι το Ζοφερο Αστρο δεν ηταν ποτε Αστρο. Απλα φανταζε ετσι λογω της ανακλασης του ηλιακου φωτός, μια ψευδαισθηση αρκετα παρομοια με αυτες που μου προξενουσαν τα πλανητικα σωματα οταν ημουν παιδι. Η πραγματικη του μορφη ηταν παντα αυτο το χαοτικο συμπλεγμα κακοηθων αποληξεων, να στριφογυριζουν και να συσπειρωνονται με δολο στο απολυτο κενο του διαστηματος, λες και ηταν ενα τιτάνιο βακτηριο στην πρωτοπλασματικη σουπα της αρχεγωνης συμπαντικης δημιουργιας, αλλαζοντας σχημα κατα την εκαστωτε του βουληση και σκοπο, ωστε να καταβροχθιζει την ενεργεια πλουμιστων αστερισμων και ολοκληρων ηλιακων συστηματων.
Ηξερα επισης οτι ο μαντης που κατακρεουργησα, ηταν υψιστης σημασιας στα ματια του Αστρου, σημασιας τετοιου επιπεδου παρομοιο με αυτο που καποιος θα συναντουσε σε αρχαια θρησκευτικα κειμενα, να περιγραφουν τον τροπο με τον οποιον ενας υποτιθεμενα πραγματικος θεος απεδιδε τιμη στον εκλεκτο του προφητη. Αυτη η συνειδητοποιηση με φοβισε και διστασα να ανοιξω τα ματια, γνωριζοντας οτι πιθανως και να δολοφονησα το δεξι χερι του αφωτικού Θρόνου και κατα συνεπεια να εξοργισα τον ιδιο τον σκοτεινο μοναρχη, αυτοπροσωπως. Πραγματι, υπηρχε φαινομενικα μια μοναρχια, μια μονο-εξουσιαστικη δομη που κρατουσε αυτη την καταραμενη διασταση απο την απολυτη διαλυση.
Και το ζωντανο επουρανιο σωμα στην κεφαλη αυτης της μοναρχιας, η παλλωμενη οργανικη μαστιγα της οποιας μια αποπειρα καθιμολουμενης ονοματικης προσφωνησης δεν θα ηταν τιποτε αλλο παρα απο μια ανευ ορων παραδοση στην ανικανοτητα της ανθρωπινης διαλεκτικης. Ενα ον τοσο μεγαλοπρεπες και αρχαιοτερο απο την ανθρωποτητα, που η μονη του επιτρεπτη συμπεριφορα απεναντι μας ηταν η βαναυση αδιαφορια, οπως θα συμπεριφεροταν ενα μικρο παιδι σε μια χουφτα μηρμηγκια στο εδαφος. Ισως και μεις ανεκαθεν να θεωρουμασταν διεστραμενοι τυρρανοι απο τα μηρμηγκια, ενω για τους εαυτους μας να διατηρουσαμε αποψεις δικαιου και σωστοτητας.
Αυτοι ηταν οι στοχασμοι μου στα σκοτεινα. Και δεν μπορω να πω με σιγουρια ποσο μου πηρε μεχρι να αποφασισω να ανοιξω τα ματια μου, αλλα το γεγονος που εκανε τον φοβο μου να εξαφανιστει, το θυμαμαι πεντακαθαρα.
Σταγονες βροχης προσγειωθηκαν στο μετωπο μου.
Το βλεμμα μου ανοιξε διαπλατα. Μα τους ουρανους, τα λεγομενα του Μαντη ηταν αληθινα, προσφωνησα εξτασιασμενος απο θαυμασμο. Πιστεψα εκεινη τη στιγμη οτι οντως ειχα ανταμοιφθει περαν απο τα πιο μεγαλοπνοα μου ονειρα, διοτι βρισκομουν ξαπλωμενος καταμεσης ενος καταπρασινου λιβαδιου, κατω απο εναν ημισυννεφιασμενο γαλανο ουρανο που εκλαιγε με δακρυα χαρας. Ηταν τοσο ειδιλιακο που ξεπερνουσε κατα πολυ τους προσωπικους μου ορισμους για το τι ειναι παραδεισος. Τιποτα απο ολα εκεινα τα ανιερα πραγματα που στριφογυριζαν πριν στο μυαλο μου δεν ειχαν πλεον σημασεια. Εφτιαξα δικαιολογιες να τα διωξω μακρυα, αποκαλωντας τα τιποτε αλλο παρα απλες αποκλησεις ανευ νοηματος, και προσεδωσα επιτοπου αξιοπιστια στην ριζοσπαστικη πιθανοτητα της ιδεας του Ζοφερου Αστρου να μην ηταν εν τελει, πληρως κακοβουλο.
Καθως σταθηκα ορθιος, αντικρυσα εναν πρασινο λοφο μπροστα μου, πανω στον οποιον στεκοταν πιθανοτατα το πιο ομορφο δεντρο σε ολοκληρη την υπαρξη, το πρασινο στα φυλα του πολυ πιο ζωντανο απο την βλαστηση που το περιστοιχιζε. Αρχιδα να βαδιζω βιαστικα προς το μερος του, η ευτυχια για το σκινηκο που με περιτριγυριζε να με πλημμυριζει. Τι θαυμασια, φανταστικη φυση! Ειχα ακουσει ιστοριες για το πρασινο χρωμα, ενα χρωμα υπερβολικα φρεσκο και ευμενες για να υπαρξει στην διεστραμμενη γη απο οπου προερχομουν, αλλα το να το αντικρυζω με τα ιδια μου τα ματια... Δεν μπορουσα να αρθρωσω τις καταλληλες λεξεις για τα συναισθηματα μου, ακομα και αν αν απο αυτο εξαρτατο η αιωνια της ψυχης μου μοιρα.
Απο την κορυφη του λοφου μπορουσα να διακρινω ενα μικρο χωριο απο περιπου 7 με 8 κτισματα με πετροστρωτες οροφες, καθως και εναν ετοιμορροπο ανεμομυλο να στεκεται απο πανω τους σαν σιωπηλος φυλακας. Εγειρα προς το δεντρο στο κεντρο του λοφου και κοιταξα πανω μεσ'τη φυλλωσια του.
Μηλα. Τοσα πολλα μηλα, αστραφτερα κοκκινα και σαγηνευτικα λαχταριστα. Τεντωσα το χερι μου που ετρεμε και με σχεδον ευλαυικη φροντιδα, τραβηξα ενα απο το κοντινοτερο κλαδι, πριν δαγκωσω την τραγανη του σαρκα ενθουσιασμενα.
Το μετανοιωσα επιτοπου. Το φρουτο ηταν απιστευτα... αβασταχτα... πικρο... Οχι οχι, η γευση του ειχε κατι αλλο εντελως, κατι χειροτερο, κατι που πυροδοτησε καθε αντανακλαστικο ασφαλειας σε ολοκληρο μου το σωμα. Φτυνωντας την ξενικη ουσια και πετωντας το μηλο στο εδαφος, ειδα οτι στο εσωτερικο του ηταν μαυρο και μολυσμενο. Αυτο το θεαμα, και oι ασυλλαβοι στομαχικοι θορυβοι που ξεχυθηκαν απο το λαρυγγι μου σχεδον αμεσως και με μεγαλη βιαιοτητα, με οδηγησαν στο συμπερασμα οτι το φρουτο αυτο ηταν ολωσδιολου κακο.
Ποσο διηρκησε η επιτοπια προσπαθεια της αναρρωσης μου, δε γνωριζω με σιγουρια. Αλλα πρεπει να ηταν το λιγοτερο μια ωρα.
Τι δηλωνει το φρουτο μιας γης για την ιδια αυτην την γη, για το χωμα που θρεφει αυτο το τρισκαταρατο δεντρο? Σκεφτηκα. Καθως ξαπλωσα με τη πλατη στο γρασιδι, το μυαλο μου αρχισε να επιστρεφει σε μερη που νομιζα οτι ποτε δε θα επεστρεφε. Ο ουρανος αρχισε να σκοτεινιαζει παραλληλα με τις σκεψεις μου, το επουρανιο γαλαζιο εσβηνε. Και συνειδητοποιησα οτι αν και ο ουρανος συμπεριφεροταν λες και ο ηλιος εδυε, δεν εβλεπα τον ηλιο πουθενα, ουτε καν ενα πιο φωτεινο συννεφο πισω απο το οποιο θα μπορουσε να κρυβοταν.
Το αποκαρδιωμενο μου μυαλο γεμισε με σκεψεις για το γιο μου. Τι να ειχε απογινει ο μικρος; Αναρωτηθηκα. Πριν το τελος της φυσικης μου υπαρξης, αμφεβαλα οτι θα μπορουσε να υπαρχει χειροτερη μοιρα για καποιον απο το να ζει στην γη, εναν κοσμο που υπεθετα οτι πλεον ηταν εντελως κατεστραμενος. Δικια μου ηταν η επιλογη της καταστροφης του πλανητη, και ενω αυτο παραδεχομαι οτι απο μερος μου ηταν επιπολαια λαθος, δεν μπορω να μιλησω για το παιδι. Δε γνωριζω τιποτα για το πως νοιωθει, η αν μπορει εστω καν πλεον να νοιωσει, και πιθανοτατα να μην μαθω και ποτε.
Μπορει ομως και να υπηρχε ακομα ελπιδα, αν και πενιχρη, στο μικρο χωριο που ειδα απο τον λοφο. Αυτη η ελπιδα ηταν ικανη να με σηκωσει στα τρεμαμμενα ποδια μου, και να στρεψει το βλεμμα μου προς τα κτηρια στο βαθος.
Παρατηρησα μια χωματικη αναταραχη αναμεσα τους που πριν μου ειχε διαφυγει, συγκεκριμενα ο ανεμομυλος περιστρεφοταν με μια ανατριχιαστικα αργη δυσκολια που μου προξενουσε αισθηματα ζαλης αν αφηνα τα ματια πανω του για πολυ. Κατευθυνθηκα προς τα κει απελπισμενος, και οσο περισσοτερο πλησιαζα προς τον μυλο, τοσο περισσοτερη ενσυναισθηση ειχα περι της δυσμορφικης κυρταδας που τον χαρακτηριζε, τα δοκαρια που απαρτιζαν το σκαρι του να μου θυμιζουν μια συνχωνευση ξυλινων σκελετων που ο ενας κρατιοταν απο τον αλλον.
Οταν εισηλθα των σκουριασμενων πυλών και αναμεσα στα κτηρια που απαρτιζαν τον οικισμο, αρχισα να σαρωνω οπτικα την περιοχη προς αναζητηση ζωης ή οτιδηποτε ενδιαφεροντος, μια συνηθεια που ειχα τελειοποιησει κατα την διαρκεια ολων εκεινων των νυχτερινων εξορμησεων της προηγουμενης ζωης μου. Και απο οτι ειδα, δεν υπηρχε τιποτα παρα πηχτη μαυριλα πισω απο τα παραθυρα και σκοταδι στο πατο του πηγαδιου που βρισκοταν στο κεντρο του χωριου. Ηταν μια πολη φαντασμα, ενα μερος που βαθια μεσα μου ηξερα οτι δε θα μπορουσε να ικανοποιήσει καμια μου προσδοκια.
Παρ'ολα αυτα, αποφασισα να ελενξω καθε κτηριο ξεχωριστα μηπως και εβρισκα... ναι, αυτο ηταν το παντοτινο μοτιβο της ζωης μου. Ποτε δεν ηξερα τι ακριβως αναζητουσα, ή αν εξ'αρχης υπηρχε εστω και κατι αξιον ανευρεσης.
Το πρωτο σπιτι στο οποιο εισηλθα, μονο που δε με ικετευσε να κανω μεταβολη. Ενα κυμμα μουχλας προσεκρουσε με το προσωπο μου, ξεκαθαρα υποπροιον των καταμαυρων κηλιδων που αντικρυσα να κατατρωνε τα χαλια και της ξυλινες σανιδες στους τοιχους. Αν δεν ηταν αυτες οι ελαχιστες ακτινες λυκοφωτος να φωτιζουν το μερος απο το παραθυρο του σαλονιου, ειμαι βεβαιος οτι ολα θα ηταν βυθισμενα στο σκοταδι, και αυτο ηταν ακριβως που συνεβαινε στα περιφεριακα δωματια και στις ντουλαπες. Σκοταδι τοσο πηχτο που το εννοιωθα να με πνιγει. Τιποτα χρησιμο δεν βρηκα.
Τα επομενα λιγοστα κτηρια που διερευνησα, συμπεριλαμβανομενου μιας εγκαταλελλειμενης εμπορικης αποθηκης και ενος αραχνοπνιγμενου στεγαστρου, μαζι με διαφορα ακομα πιο αχαρακτηριστα οικοδομηματα, ηταν ολα το ιδιο αφιλοξενα οπως το αρχικο. Καπου διεκρινα το ασαφες περιγραμμα ενος σχεδον ανθρωπινου κορμιου με πολλαπλα χερια, να σαπιζει κατω απο μια απειλητικη στοιβα σκονης, αλλα επεισα τον εαυτο μου οτι μαλλον ηταν ψευδαισθηση, καθως οσο οι σκιες τριγυρω μου μακραιναν, η φαντασια μου εκδηλωνοταν ολο και πιο αλλοκωτα.
Το τελευταιο κτηριο που εψαξα ηταν το μεγαλυτερο στον οικισμο, γεματο απο δωματια που δε μπορουσα να κατανοησω τον σκοπο τους, αλλα και με αλλα τα οποια ειχαν αναμφιβολα χρησημοποιηθει για δραστηριοτητες βασανιστηριων, κρινοντας απο τους ξεραμενους λεκεδες αιματος και τα διασπαρτα αιχμηρα δρακοντεια μαραφετια, πριν βρω και εισελθω με μεγαλο αγχος σε ενα απο τα παιδικα υπνοδωματια του σπιτιου.
Σκορπια στο πατωμα ηταν παιχνιδα, τα οποια μετα απο κοντινη εξεταση, διαπιστωσα οτι ηταν κακοποιημενα απο τους ιδιοκτητες τους περαν πασας αναγνωρισης. Ξυλινα αλογακια ακρωτηριασμενα, πορσελανινες κουκλες στερημενες απο τα ματια τους, ολες φαινομενικα πραξεις θυσιας σε μια ξεχωριστη κουκλα που στεκοταν σε μια σκοτεινη γωνια, με παμπολλα ακρα προσκολλημενα στο σωμα της και ματια καταμαυρα να κοιταζουν μεσα απο την πληθωρα των τεχνητων τρυπων στο προσωπο της. Το ηξερα απ'ευθειας οτι αυτη η κουκλα ηταν ενα χυδαιο ομοιωμα του Ζοφερουν Αστρου - καθολου ακριβες στο σουλουπι, αλλα ενδεικτικο της απελπιδας προσπαθειας απο τη μερια του δημιουργου της, να αποδωσει ευχαριστιες στο Αστρο ωστε να απαλλαχθει απο την φρικτη επιροη του. Και για καποιο ανεξηγητο λογο, αυτη η προθεση μου ηταν απευθειας ξεκαθαρη, οπως και τοσα αλλα αποκοσμα πραγματα απο την στιγμη που αφυπνηστικα σε αυτη την σκοτεινη διασταση.
Γυρω απο τον λαιμο του ομοιοματος, ηταν μια λεπτη αλυσιδα, και απο αυτην κρεμοταν ενα αντικλειδι. Και καθως πλησιασα με προσοχη την σκοτεινη γωνεια και ξεριζωσα το κλειδι απο την λαιμο της κουκλας, μονο τοτε αντικρυσα το ποσο αποκρουστικο ηταν. Οι κακοβουλα ροζιασμενοι του βρογχοι και αιχμες, φαινοντουσαν απιστευτα βλασφημοι ως προς τους γεωμετρικους νομους, προξενωντας στο νου μου μια παραλυτικη παρανοια, η οποια επιδεινωνοταν σταθερα απο τα αμετρητα ματια του ανιερου ομοιοματος που με καρφωνε ψυχωτικα απο τα σκοταδια. Και αν και τα παντα σε κεινο το σκινηκο μου ηταν απο δυσαρεστα εως απωθητικα, εγω εντουτοις εννοιωσα οτι ισως και να το μετανοιωνα αν δεν επερνα το κλειδι μαζι μου, και ετσι το εχωσα στην τσεπη μου με την ελπιδα οτι δε θα χρειαζοταν ποτε να το ξαναδω.
Καθως γυρισα και κατευθηνθηκα προς την πορτα, ο βηματισμος μου εγινε νευρικος λογω ενος παραξενου ποδοβολητου αγνωστου προελευσης. Ειδη εννοιωθα αρκετα ευαλωτα και κλειστοφοβικα απο την σκοτεινη ατμοσφαιρα γυρω μου, αλλα αυτος ο τρεμουλιαστος ηχος με εκανε να σφιχτω και να ανυσηχησω. Επρεπε να βγω απο κει μεσα.
Και ετσι βρεθηκα εξω. Η επιστροφη μου στον εξωτερικο χωρο δεν ηταν οσο ανακουφιστικη περιμενα, διοτι υπηρχε μια αβολη απουσια φρεσκου αερα. Συγκεκριμενα, δεν υπηρχε καθολου αερας - μονο μια βαθια σιωπη που αρνειτο να με παρηγορησει.
Ειχε νυχτωσει πληρως πλεον. Το φως ειχε βυθιστει, οπως και η διαθεση μου. Δεν μπορουσα να αποφασισω ποια μοιρα θα μου ταιριαζε περισοτερο, να μεινω να περιφερομαι μοναχος σε αυτη την αφιλοξενη γη, ή να αναζητησω την συντροφια των νοσηρων πλασματων με τα ποδοβολητα, και τα πολυπληθη ακρα στα οποια με παρεπεμπε η φαντασια μου.
Ο νους μου διχοτομηθηκε αλλη μια φορα. Διαυγεια ή τρελα; Τι προτιμουσα περισσοτερο; Ηθελα να αφεθω στο ελεος πραγματικων τρομων και να κρατησω τα λογικα μου, ή να αντιμετοπισω τους επιπλαστους και να τα χασω; Δυστυχως η επιλογη δεν ηταν καθολου δικια μου, και ολος εκεινος ο στοχασμος αποδειχθηκε ματαιος.
Καθως περιπλανιομουν ασκοπα περιξ της κεντρικης πλατειας του χωριου, αχνες και ασυναρτητες φωνες αρχισαν να με βασανιζουν. Ημουν ετοιμος να τις αποδωσω στον ανεμο, μεχρι που συνειδητοποιησα οτι δεν φυσουσε καθολου.
Εβαλα τα αυτια μου στο χωμα, πολλες φορες και σε πολλες μεριες, ελπιζοντας να εντοπισω την πηγη εκεινων των φωνων, αλλα ματαια. Σταδιακα παρατηρησα οτι γινοντουσαν ολο και πιο βιαστικες, ολο και πιο διαμονικες, ειδικα καθε φορα που προσπερνουσα το κεντρικο πηγαδι, και ετσι το πλησιασα.
Ηταν ξεκαθαρο πλεον οτι οι φωνες ερχοντουσαν απο κει. Ακουμπησα τα χερια μου στην σχετικα γλοιωδη, πετρινη ακρη του και κοιταξα κατω, οπως ειχα κανει οταν πρωτοεισηλθα στις πυλες αυτης της πολης φαντασματος, αλλα αυτη τη φορα με μεγαλυτερη προσοχη. Για αλλη μια φορα ειδα μονο σκοταδι. Μυρισα μεταλλικες αναθυμιασεις παρομοιες με αυτες του αιματος να αναβλυζουν απο τα βαθη. Και τοτε ηταν που τον ακουσα...
"Πατερα..."
Δε ηταν δυνατον... Δε γινοταν να ηταν ο γιος μου, παγιδευμενος στα βαθη αυτου του αθλιου μερους... Μηπως ηταν εκεινος ο παρανοικος μαντης που οτι επρεπε να ηταν νεκρος; Πως συναιβαινε αυτο;! Πως γινοταν;!
"Μικρε!"
Φωναξα με'στο πηγαδι. Αλλα δε πηρα καμια κατανοητη απαντηση, μονο κουφιοι ψιθυροι που αντηχουσαν ολο και πιο ανυπομονα.
Οι θανατερες αναθυμιασεις αρχισαν να επηρεαζουν αλλοκοτα, να με ζαλιζουν και να με ριχνουν σε ληθαργο. Μια ξαφνικη αδυναμια με κυριευσε και με αναγκασε να στηριχθω στο χειλος του πηγαδιου. Προς μεγαλη μου φρικη, η αδυναμια χειροτερευσε σε τετοιο βαθμο που μετα απο μερικα λεπτα εννοιωσα να το κορμι μου να παραλυει και την ισσορροπια μου να χανεται πριν με εναποθεσει στο ελεος της βαρυτητας, μιας δυναμης που αποδειχθηκε εντελως ανελεητη και φροντισε να ρουφηξει το αβοηθητο μου κορμι μεσα απο το ορνθανοιχτο στομα του πηγαδιου.
Με εναν υγρο κροτο και πολυαριθμους ηχους καταγματων, προσεκρουσα με το υπεδαφος. Εννοιωθα λες και ειχα σπασει το παραμικρο κοκκαλο σε ολοκληρο μου το σωμα. Ανοιξα τα ματια, αντικρυζοντας το ρηχο σωμα νερου στο οποιο κοιτομουν μπρουμητα, υδατα πιο σκουρα και σκοτεινα και απο τα θρυλικα νερα του Στυγγιου ποταμου.
Ανασηκωσα το κεφαλι μου παρα τους φρικτους πονους και επιχειρησα ασθενικα να διακρινω τα περιχωρα μου. Περαν του οπτικου, το γνωριζα ειδη οτι βρισκομουν σε καποια υγρη αιθουσα, λογω του αντιλαλου και της υγρασιας. Καταφερα ομως με τα ματια μου να διαπιστωσω την φυση των περιχωρων μου, και ηταν ολα αηδιαστικα... περαν πασας περιγραφης...
Κλουβια με περικυκλωναν, σαν τα κυτταρα ενος Πανοπτικου στο οποιο εγω ημουν ο κεντρικος οφθαλμος. Πλασματα απεριγραπτης αποκρουστικοτητας σφαδαζαν ανυπομονα εντος των κλουβιων, δοντια χτυπουσαν μεταξυ τους, ακρα που ετρεμαν, σαπισμενα λαρρυγια να ξεσπουν κραυγαλεα σε παρανοικες ορεξεις, τωρα που διαισθανθηκαν ευαλωτη λεια αναμεσα τους.
Ολες αυτες οι αποτροπαιες, βασανιστικες κραυγες, ποτε δε θα σωπαιναν, εκτος και αν εγω ο ιδιος τις απελευθερωνα απο τις τρισαθλιες περιφραξεις τους, επιτρεπωντας τους να μου κανουν οτιδηποτε επιθυμουσαν. Αναγνωρισα κατευθειαν τις κλειδαροτρυπες στα κλουβια τους, και το χερι μου αναζητησε αυτοματα το διαστροφικο κλειδι που κουβαλουσα στην τσεπη, ωστε να υποβληθω αυτοβουλως στο μικροτερο εκ των δυο φρικιαστικων δεινων.
Επιλογος
Αυτη η πραγματικοτητα φερει ολα τα χαρακτηριστικα μιας τεραστιας και απαισιας σκεψης, που συμβαινει εντος μιας τεραστιας και απαισιας μηχανης, της βιολογικης μηχανης που ειναι το ιδιο το Ζοφερο Αστρο. Αραγε... η πραγματικοτητα που βιωνα στο παρελθον; Μηπως ηταν αλλη μια τετοια σκεψη σε καποια αλλη πιθανως μηχανη;
Καμια σημασια δεν εχει. Η φιλοσοφια δε προκειται να με σωσει τωρα, διοτι μ'εχουν φυλακισει με την ισχυ απο χιλιες καταρες, με μια απο αυτες να αυξανει την δυνοτητα της σκεψης μου στο εκατονταπλασιο. Στην προηγουμενη μου ζωη κατι τετοιο θα ηταν ευλογια, αλλα στο εδω και στο τωρα που προκαλει μεγαλη αγωνια. Καθε 7 χρονια εξαναγκαζομαι απο αυτα τα πραγματα, τους βαρβαρους αφεντες μου, να ξαναζω τις φρικες του παρελθοντος, να μυθιστοριογραφω τα τραυματα μου, ετσι ωστε οι κακουχιες.... οι σαδιστικες τους επιδιωξεις, να απαθανατιζονται και να συνυπολογιζονται στην ευνοια που λαμβανουν απο το Ζοφερο Αστρο. Ολες μου οι δοκιμασιες, το μολυσμενο μηλο, το βδελυρο ομοιωμα, το σκοτεινο πηγαδι, και αλλα πολλα για τα οποια αλλου εχω γραψει, ολα πραξεις σχεδιασμου, διατυπωμενα στην λεπτομερεια απο τους υπηκοους ενος πραγματικου διαστρικου Θεου.
Ζω στα γονατα μου, σε μια αιθουσα επιπλωμενη απο εναν πετρινο βωμο, πανω στον οποιο γκριζες, αρρωστημενες περγαμηνες, υαλοειδη μελανοδοχεια και μια μαυρη πενα απο φτερο κορακιου αναπαυονται. Αμετρητα ραφια με περικυκλωνουν απο καθε πλευρα, ραφια μεσα στα οποια οι συγγραφες των κακοτυχιων μου, βαθμολογημενα εμπεριεχονται. Οι γεματες πονο αναμνησεις μου, που γινονται ολο και πιο σαφεις με καθε κινηση της πενας, που επιδεινωνονται απο ενα μοναδικο και αναποφευκτο γεγονος. Καθε μελλοντικη μου μερα θα ειναι το ιδιο - αν οχι και ακομα πιο - χειροτερη απο την προηγουμενη!
Σκιες του τρομου περιπολουν ακουραστα τους διαδρομους. Ακομα και τωρα αισθανομαι μια να με παρατηρει απειλητικα απο τα σκοταδια, το νοιωθω. Οι καταρες μ'εμποδιζουν απο το να βυθιστω σε μια βολικη παρανοια... με φερνουν στα ορια της τρελας, πιεζοντας με ανελλειπως να στοχαζομαι και να συγγραφω... καθε στιγμη και καθε δευτερολεπτο... καθως για την ησυχια της Ληθης, σιωπηλα συνεχιζω να εκληπαρω...
Δωσ'τε μου ολες σας τις βροχερες μερες, Ω Μεγαλοι Παλαιοι, και παρτε ολες μου τις στοιχειωμενες νυχτες!
0 notes
thebeardednightowl · 4 years
Photo
Tumblr media
Το Ζοφερό Άστρο
Συγγραφη : Matthew Varney.
Μεταφραση / Προσαρμογη : The Bearded Night Owl.
Μερος Ι
“Αυτος ποιος ειναι;”
Με ρωτησε ο μικρος, δειχνοντας την ψηλη ζωγραφισμενη φιγουρα πανω στην σκονισμενη και σχεδον διαλυμενη σελιδα μπροστα του. Ως μια αναπαραγωγη, μιας αναπαραγωγης, μιας ακομα αναπαραγωγης, το βιβλιο της ιστοριας θα μπορουσε ανετα να παρεξηγηθει και ως μια συλλογη των σχιζοειδων ορνιθοσκαλισματων καποιου τρωγλοδυτη, καθως μεσ'την σπηλια του πιθανως να παρεπαιε στην παρανοια, διπλα απο την πρωτογονη του εστια θαλπωρης…
“Ενας μεγαλος ηγετης. Ελαχιστοι θυμουνται το ονομα του πλεον, Washington νομιζω τον ελεγαν, αλλα μπορει και να κανω λαθος ή να με εξαπάτησαν τα ανακριβη λεγομενα εκεινων, που αυτοαποκαλουνται ιστορικοι.”
Σιγογελασα αναθεματιζοντας, οπως εκανε και ο μικρος.
“Τι ειναι ηγετης;”
Με ξαναρωτησε. Απο το μερος που καταγομουν, δεν ηταν ασυνηθιστο για τα παιδια να διακατεχονται απο απαιτητικη περιεργια.
“Απο οτι εχω ακουσει, ηγετης ειναι ο ανθρωπος που δημιουργει ταξη απο το χαος… Πολλοι ηγετες ειχαν τρανα οραματα για το πως θα μπορουσε να οργανωθει ο κοσμος… στη περιπτωση του Washington, πως θα μπορουσε να οργανωθει το εθνος του. Δεν υπαρχει αμφιβολια οτι πλεον, με την καταρευση των παντων γυρω μας, θα στριφογυριζει κανονικοτατα στο ταφο του…”
Ο μικρος τωρα ειχε αφησει το βιβλιο στην ακρη και παρατηρουσε εξω μελανχολικα, αναμεσα απο το κοκκινο τζαμι, με το πηγουνι ακουμπισμενο στα σταυρωμενα του χερια, τα οποια στηριζοντουσαν στο ατσαλινο πλαισιο του παραθύρου, πριν γυρίσει να μου πει σοβαρα :
“Θελω και γω να γινω ενας ηγετης!”
Σπαραξε η καρδια μου διαπιστωνοντας οτι ειχε βλεψεις απιαστες και ονειρα ουτοπικα, ονειρα τα οποια θα επρεπε να ισοπεδωσω συντομα. Αυτη ηταν η μονη αυστηρα επιτρεπομενη αγωγη για τετοιας φυσης ονειρα εκεινους τους καιρους, αλλα η λυπη που με πλημμυρισε τοτε, μου φαινεται ανοητη πλεον μπροστα στην τωρινη μου ματαιη ανυσηχια για το τι να απεγινε η μικρη του ψυχη. Θα μπορουσε να βρικεται οπουδηποτε, η συναμα και πουθενα… και το πιο πιθανο ειναι να μη μαθω ποτε. Προσευχομαι μοναχα σε οτιδηποτε εχει απομεινει ιερο και ελπιζω, να βρισκεται σε καποιο καλυτερο μερος απο αυτο που βρισκομαι εγω.
Συμφωνα με τους ιστορικους, υπηρχαν καποιες ξεκαθαρα και φαινομενικα αθραυστες δυναμεις, αποκαλουμενες “οι νομοι της φυσης”, που κυβερνουσαν κατα τους αρχαιους χρονους τον μητρικο μου πλανητη, ενα συνολο απο κανονες τους οποιους μπορουσες να παρακολουθησεις και να μελετησεις προσεχτικα προκειμενου να προβλεψεις την συμπεριφορα των πραγματων και να βρεθεις στον προορισμο που επιθυμουσες. Φυσικα, τιποτα τετοιο δεν χαρακτηριζε την εποχη στην οποια εγω μεγαλωσα. Η ζωη ηταν τοτε ενα αρρωστημενο παιχνιδι της τυχης για ολους μας, ενα παιχνιδι που δε θα δισταζα να αποκαλεσω κολασμενο, αν δεν ημουν πλεον σε θεση να γνωριζω πιο κυριολεκτικα την πραγματικη σημασια του χαρακτιρισμου, φυσικα…
Αποφασισα εδω και καιρο οτι ο μονος τροπος να τελειωσει αυτο το αρρωστο παιχνιδι, θα ηταν να απαλλαγουμε απο την γη ολοκληρωτικα, να αφαιρεθει απο το στερεωμα οπως ενας κακοηθης ογκος αφαιρειται απο ενα φαινομενικα υγειες ατομο. Αν δεν υπηρχε πια ελπιδα για μας σε αυτον τον μικροσκοπικο λευκο πλανητη, θα μπορουσαμε να φερουμε λιγη ισσοροπια στο συμπαν με την εξαλειψη της υπαρξης μας, θεωρησα. Αυτη η ��δεα μπηκε στο νου μου με εναν απο τους πιο περιεργους τροπους, αναρριχηθηκε στο υποσεινηδιτο μου σαν τον αποκοσμο ψιθηρο μιας σκιερης εμπνευσης. Δεν ειχα την παραμικρη ιδεα πως κατι τετοιο θα μπορουσε να πραγματοποιηθει, αλλα το αποζητουσα συχνα, ειδικα κατα τη διαρκεια των νυχτερινων μου στοχασμων… οταν ο ηλιος επαυε να σκορπιζει ραδιενεργεια, μη γνωριζοντας εντουτοις ποτε τι θα σκαρφιστω. Καθε νυχτα διαρκουσε οση η μεγιστη περιστροφικη ταχυτητα της γης, της επετρεπε.
Εβγαλα την βραδινη μεριδα του γιου μου απο το κιβωτιο με τον παγο και του την σερβιρα πανω σε ενα κομματι χαρτονι, χωρις να του αποκαλυψω την προελευση του κρεατος, μη θελωντας να τον αποτρεψω απο το να τραφει σωστα. Εν αγνοια του, τα εθιμα του κυνηγιου που εξιστορουνταν σε παλιες ιστοριες ειχαν προ πολλου αφανιστει, αφηνοντας μονο τα παγωμενα ημι-σκελετωμενα πτωματα του δικου μας ειδους, απο τα οποια τρεφομασταν πλεον αποκλειστικα. Για ενα μεγαλο μερος της δικης μου παιδικης ηλικιας, η τροφη μου απαρτιζοταν απο υγειινες προμηθειες οσπριων και ρυζιου, αποθηκευμενες στα εγκατα του καταφυγιου, αλλα πλεον ως γονιος, φαινοταν ξεκαθαρα οτι το παιδι μου δεν θα ειχε την ιδια τυχη. Θα ψευδομουν αν ελεγα οτι δεν ειχα ειδη μετανοιωσει το να τον φερω σε αυτον τον διαλλυμενο κοσμο, πολλακις…
Οι δυνατοτητες θρεψης ελαχιστοποιουνταν καθημερινα, οποτε αποφασισα να κρατησω αθικτη την μεριδα μου εκεινο το βραδυ. Οχι οτι η ωμη ανθρωπινη καρδια φανταζε ιδιαιτερα εκλυστικη, ακομα και σε αυτη μου την απελπιστικη κατασταση… Θα ειχα τουλαχιστον μαγειρεψει την μεριδα του παιδιου, αν οι νομοι της φυσικης συνεργαζονταν αρκετα, αλλα αλιμονο! Καθε προσπαθεια να αναψω εστω και ενα σπιρτο, ποσο μαλλον να πυροδοτησω μια χουφτα απο μικρα ξυλα, κατεληγε σε μια πενιχρη αναφλεξη που διαρκουσε μερικα κλασματα του δευτερολεπτου, διογκωνωμενη προς τα εξω σαν πυρινη σφαιρα και γλυφωντας τις τριχες των χεριων μου πριν εξαφανιστει εντελως. Οι ιδιοτητες των στοιχειων, και ειδικα της φωτιας, ενναλασονταν σε ισχυ απο μερα σε μερα, προδιδοντας με τις διακυμανσεις τους καθε μας απεγνωσμενη προσμονη. Και τετοια τυχαιοτητα καθοριζε πλεον και τη μοιρα των ανθρωπων, και φοβομουν οτι συντομα θα καταδικαζε και τη δικια μου και του γιου μου, πριν μου δωθει η ευκαιρια να κανω αυτο που επρεπε.
Ο ηλιος αρχισε να βυθιζεται στην ανυπαρξια, προμηνυοντας ενα νεο μεσοδιαστημα σκοταδιου. Ειχε ερθει η ωρα.
“Θα επιστρεψω.”
Ειπα του μικρου, καθως φορεσα τα γαντια, τις μποτες και το δερματινο παλτο, σκεπαζοντας το κεφαλι μου με τη γουνινη κουκουλα του, και εφοδιαστικα με μια παλια αλλα ακομα λειτουργικη ασφυξιογονο μασκα. Δε μπορουσα να του πω ποτε ακριβως θα επεστρεφα, λογω των απροβλεπτων χρονικων ρευματων. Το αν θα τα καταφερνα γενικα να επιστρεψω ηταν επισης αβεβαιο, αλλα μερικα ψεμματα ειναι απαραιτητα, ειδικα οταν εμπλεκονται παιδια.
Ο μικρος δε με ρωτησε που πηγαινα, διοτι δεν ηταν τοσο αφελης ωστε να πιστεψει οτι ειχα συγκεκριμενο προορισμο. Τα σχεδια αλλαζαν με το κλιμα και τον καιρο. Και μιλωντας για καιρο, παντα μου φαινοταν ειρωνικα διασκεδαστικο το οτι αυτος ο ορος, λεγεται οτι καποτε συμπεριελαμβανε αρκετη ποικιλια. Την θερμοκρασια, τον ηλιο, τα συννεφα, τον ανεμο και μερικες ακομα ασημαντες πλεον εννοιες. Καθοτι, δεδομενου οτι τα λογια των ιστορικων στεκουν ως αληθή, οι αρχαιοι πληθυσμοι, σιγουρα δεν ηταν τιποτε αλλο παρα μαλθακες μαζες διχως το παραμικρο λογο ανυσηχιας. Εχω αντιμετωπισει τις αδαμαστες ορεξεις ενος παραφρων θεου και τις αποκαλεσα καιρο, ενω τα βιβλια τις ιστοριας παραθετουν παραβολες για την μελανχολικη υφη της βροχης, η οποια απο οτι εχω ακουστα ηταν ενα φαινομενο οπου μικροσκοπικες σταγόνες αγνου, κρυσταλικου νερου, επεφταν απο τον ουρανο. Αυτο σε μενα αντηχει σαν ενα ουτοπικο ονειρο, διχως ιχνος μελανγχολιας…
Σε καθε περιπτωση, θα εδινα τα παντα ωστε τα προβληματα μου να σχετιζονταν με τη βροχη παρα με την ωρα και τους νομους της φυσικης. Για να μην αναφερω προβληματα με τα διαφορετικα πεδια πραγματικοτητας που πλεον αντιμετωπιζα καταπροσωπα, προβληματα που δεν μπορουσα να ονοματισω ή να χαρακτηρισω ακομα και αν η ιδια μου η ζωη εξαρτατο απ'αυτο, μη πω ο ιδιος μου ο θανατος, καθοτι πλεον ο θανατος σφετεριζεται την επιβιωση για την ηγετικοτερη θεση στους σκοπους μου. Υπαρχουν σκοτεινα, σκοτεινα πραγματα που ελλοχευουν στο σκοτος αναμεσα στις επουρανιες μαζες, και τα εχω δει, τα εχω βιωσει, εχω επιτρεψει στον εαυτο μου να χαθει μεσα τους.
Δωσ'τε μου ολες σας τις βροχερες μερες, Ω Μεγαλοι Παλαιοι, και παρτε ολες μου τις στοιχειωμενες νυχτες!
Οταν εσπρωξα δυνατα προς τα κατω το ατσαλινο πομολο της θυρας, η πιεση στο δωματιο αλλαξε αποτομα και ενα ισχυρο ρευμα ανεμου αλυχτησε απο το διακενο, και πριν οι θανατερες αναθυμιασεις απ'εξω γεμισουν το θαλαμο, βρισκομουν ειδη εξωτερικα, και η θυρα ξανασφραγισε.
Τα παραθυρα του οωειδους φυλακιου στο οποιο ειχαμε βρει καταφυγιο ηταν εντονα επικαλυμενα για εναν πολυ συγκεκριμενο λογο, να φιλτραρουν τις καυτες ακτινες του ηλιου. Και ως παρενεργεια της επικαλυψης, δεν ειχαμε την δυνατοτητα να παρατηρησουμε το τοπιο οπως ακριβως ηταν, παρα μονο οταν βρισκομασταν εκτος καταφυγιου. Τωρα που το αντικρυζα παλι με τα ιδια μου τα ματια, και οχι διαμεσου των αιματόχρωμων φιλτρων, χωρις των οποιων τα σωματα μας θα δυσμορφουσαν μεσα σε λιγα λεπτα εκθεσης, με πλημμυρησαν ταυτοχρονα συναισθηματα δεους αλλα και τρομου…
Μπροστα μου στον οριζοντα απλονωνταν θεωρατοι ανεμοδαρμενοι αμμολοφοι απο χιονι. Μαυροι, πανυψηλοι πυργοι προεκτεινονταν απο μεσα τους, καθως το συγλονιστικο τους υψος εκρυβε πολλους απο τους πυκνους αστερισμους του στερεωματος απο τα ματια μου.
Και διπλα δεσποζε, το στην καθουμιλομενη αποκαλουμενο, Ζοφερο Αστρο, το μεγαλειωδες βυσσινι φως του να πυροδοτει τους αιθερες. Η παρορμηση να θαυμασω την απειλιτικη του ομορφια επεστρεψε γνωριμα, αλλα το ενστικτο μου επικρατεισε οριακα και αποτραβηξα την ματια μου εγκαιρως, αποφευγοντας το δελεαρ καποιας υπουλης παγιδας. Για μενα πλεον, ηταν μηχανικο στη συμπεριφορα μου να αμφισβητω τα παντα. Στο παρελθον ειχαν χαιδεψει τα αυτια μου πολλοι φρικτοι μυθοι ωστε να μου επιτρεψω να ειμαι κατι αλλο εκτος απο προσεκτικος. Αλλα τωρα γνωριζω βιωματικα την καταγωγη ολων αυτων των μυθων. Τωρα ξερω, οτι τελικα δεν ημουν, οσο προσεκτικος επρεπε…
Οπως καθε φορα, αρχισα να διερευνω το τοπιο, ψαχνοντας για νεες ευκαιριες που θα μπορουσαν με καποιον τροπο να μας βελτιωσουν την κατασταση. Δεν ηταν καθολου ασυνηθιστο για τα διαφορα χτισματα να αλλαζουν τοποθεσια κατα τη διαρκεια της νυχτας, ή ακομα και για μερικα καινουργια αντικειμενα να πηγαινοερχονται ��ε την χρονικη παλοιρια. Παρατηρησα κατι να ξεχωριζει μακρια στον οριζοντα, αλλα πρωτου σπαταλησω αλλο χρονο διερωτομενος, σηκωσα το ρολοι τσεπης που ειχα και ρυθμισα το χρονομετρο να με ειδοποιησει στα 35 λεπτα, δηλαδη ενα ακριβως λεπτο πριν την πληρη διαρκεια της νυχτας. Μετα υψωσα το χαλκινο μονοκυαλι μου, ρακοσυλλεκτικο ενθυμιο απο τα νατια μου, και προσπαθησα να διακρινω το σκοτεινο και μυτερο ογκο που στεκοταν στη μεση της κοιλαδας αναμεσα απο δυο λοφισκους χιονιου.
Ηταν ενα πανινο κιοσκι, μια σκηνη. Ειχα ξαναδει πολλες τετοιες προχειρες κατασκευες στο παρελθον, καθως οι ιστορικοι συχνα θα εμφανιζονταν να συγκεντρωνονται σε λευκες σκηνες, στον διαρκη αγωνα να πουλησουν τις πραμματειες τους, οι οποιες θα αποτελουνταν στην καλυτερη απο αντικειμενα αμφισβητισιμης προελευσης, στην χειροτερη απο γελοιες απομιμησεις. Αλλα αυτη η σκηνη ηταν μαυρη και μοναχικη. Η αισιοδοξη πλευρα μου ενθουσιαστηκε, διοτι αυτο που παρατηρουσα πιθανως να εκρυβε ανειπωτες εκπληξεις, ενω η απαισιοδοξη πλευρα μου γνωριζε πολυ καλα ποσο επικυνδινα μακρια βρισκοταν, και ολο μου το σωμα σφιχτηκε λες και προσπαθουσε να με αποτρεψει απο το να πλησιασω. Καμια δυναμη δε θα μπορουσε να με προστατεψει απο τη ραδιενεργο ακτινοβολια του ηλιου, σε περιπτωση που δε καταφερνα να επιστρεψω πισω στο καταφυγιο μας εγκαιρως…
Οι χρυσαφενιες ακτινες του ηλιου οστοσο, οσο ζεστες και αν φαινοντουσαν, δεν αρκουσαν ποτε ωστε να ξεπαγωσει ο πλανητης, αλλα μη νομισεις στιγμη οτι δεν ειχαν την απολυτη ικανοτητα να διαπερασουν προστατευτικα, σαρκες και οστα, και να απονεμουν ανιερα δεινα σε οποιον αποδεικνυοταν αρκετα ανεγκεφαλος ωστε να εκτεθει σε αυτες. Εχω δει τα αποτελεσματα τετοιων δηλητηριασεων, και δεν ειναι καθολου ομορφα, εκτος και αν εισαι αρκετα ψυχωτικος ωστε να βρισκεις την ομορφια στην σταδιακη νεκρωση του δερματος, στην αποσυνθεση του χονδρου, και στην σηψη της φαιας ουσιας.
Παρατηρωντας σκεπτικα το σημειο που με ενδιεφερε, εκανα κατι που τωρα αναγνωριζω ως την χειροτερη αποφαση της ζωης μου, ξεκινησα την πορεια μου προς αυτο. Το επιθετικο κρυο ειχε ειδη αρχισει να με μουδιαζει, και ηταν εκεινη τη στιγμη που ενα πανισχυρο ρευμα ανεμου απειλησε να με παρασυρει, αναγκαζοντας με να ακινητοποιηθω γονατιστ��ς για καποια λεπτα. Το φιλτρο της μασκας μου εκανε αξιεπαινη δουλεια στο να με κραταει ζωντανο, αλλα ο αερας εξακολουθουσε να μυριζει αμμωνια και αρκετα ακομα αφιλοξενα χημικα. Ο πονοκεφαλος ηταν αναποφευτκος.
Οι χρονικες παλλοιριες, ετυχως, ηταν σε υφεση εκεινη τη νυχτα, διαπιστωνοντας το ριχνοντας μια κοφτη ματια στο χρονομετρο με ελαφρως τρεμαμμενα χερια. Θα μπορουσα να χρησιμοποιησω τις παλιρροιες προς οφελος μου αν ειχα αρκετες γνωσεις ως προς την συμπεριφορα τους, αλλα μονο οι ιστορικοι και οι αφεντες τους κατειχαν τετοιου ειδους πληροφοριες. Φημολογειτο οτι οι μαυροι πυργοι ευθυνονταν για αυτες τις συμπεριφορες, και οτι οι αφεντες των ιστορικων ηταν στην πραγματικοτητα εξωγηινες οντοτητες που ηταν εξ'αρχης υπεθυνες για την υπαρξη των πυργων. Αλλα ποιος αλλος θα μπορουσε να το πει με σιγουρια περαν απο τους ιδιους τους ιστορικους και τους αστρικους ερευνητες; Περιεργιες τετοιας θεματικης γεμιζαν το νου μου καθ'ολη τη διαρκεια της πορειας μου απο το καταφυγιο προς την μυστηριωδη σκηνη.
Τα πανινα τειχωματα της τρεμοπαιζαν στον ανεμο καθως την πλησιαζα. Κατι απροσδιοριστο στην οψη της με γεμιζε με φοβο τωρα που μπορουσα να την παρατηρησω απο πιο κοντα. Αναστατωμενος χωρις καποια εμφανη αιτια, εννοιωσα την αναγκη να κανω επιτοπου μεταβολη και να επιστρεψω πισω, αλλα η περιεργια και η ελπιδα με κρατουσαν κλειδωμενο στο στοχο. Εναντια στα ηχηροτατα πλεον ενστικτα μου αποστροφης, βαδισα αποφασισμενος προς το πανι της εισοδου, το τραβηξα στην ακρη απαλα και αντικρυσα την αλλοκωτη παρουσια που βρισκοταν μεσα.
Καθιστη στο σκουριασμενο μεταλλικο πλεγμα ενός γυμνου κρεββατιου χωρις στρωμα, ηταν μια κουκουλοφορεμενη φιγουρα, με το κεφαλι της ακουμπισμενο στις παλαμες, μια φιγουρα που υπεθεσα οτι ηταν αρσενικη. O μανδυας του, οντας ειδη αρκετα μεγεθη μεγαλυτερος απο το μεγεθος του οντος, καλυπτε τα παντα εκτος απο τα κατωχρα χερια του. Δεν φαινοταν να φορα ασφυξιογονο μασκα στο προσωπο, και μου προξενησε απορεια ως προς το πως καταφερνε να εισπνεει την τοξικη ατμοσφαιρα με τετοια ανεση.
Ακομα πιο ενδιαφερον ομως απο το ιδιο το μυστιριωδες ων, ηταν ο καθρευτης, μεγαλος και τριγωνικος, τοποθετημενος σε ενα ειδος καβαλετου ακριβως απο πισω του. Με υπνωτισε απευθειας, διοτι δεν αντικατοπριζε καθολου τα περιεχομενα του χωρου μπροστα του, αλλα ηταν ενα μαγευτικα πραγματικο παραθυρο προς τα αμορφα βαθη του διαστηματος. Αντικρυσα στην επιφανεια του ενα αστροφωτιστο νεφελωμα απειρων χρωματων, καθως βρισκομουν σε πληρη συγχυση για το πως γινοταν να βλεπω κατι τετοιο με τοση ευκρινεια διαμεσου ενος απλου φαινομενικα καθρευτη σε ασημενιο πλαισιο.
Μερικα σφυριλατα σιδερενια κηροπηγια ηταν ακουμπισμενα διασπαρτα στα περιθωρια της σκηνης, και πανω στα κερια τους χορευαν αποκοσμες φλογες που ειχαν την αποχρωση της αστραπης. Σε καποιον αλλο κοσμο ισως και να τις αποκαλουσα ομορφες, αλλα εκεινη τη στιγμη για μενα, δεν ηταν τιποτε αλλο παρα φρικτες θυμισες του Ζοφερου Αστρου. Μου προξενησαν ολα εκεινα τα ανεπιθυμιτα συναισθηματα της ανικανοτητας και της ναυτιας που ειχα συνηθισει να συνδεω με το βυσσινι φως στους ουρανους, απλα σε μικροτερη κλιμακα. Ηταν αναμεσα απο τις αρρωστημενες λαμψεις τους που παρατηρησα μια θηλια, διπλωμενη κατω απο το πλεγμα του κρεββατιου.
H ρηχη ανασα της φιγουρας ηταν η μονη της κινηση. Και λογω της αβολης σιωπης αλλα και της ανατριχιαστικης του εμφανισης, σε κεινο το σημειο αρχισα να χανω την ψυχραιμια μου. Σηκωσα να κοιταξω το ρολοι μου, μου απεμεναν 20 λεπτα. 15 χρειαζομουν μονο για να επιστρεψω πισω στο καταφυγιο. Τι ηλπιζα οτι θα μπορουσα να καταφερω μεσα στα 5 λεπτα που μου απεμεναν? Αναρωτηθηκα, και οταν καμια προχειρη απαντηση δε με ικανοποιησε, αφησα το πανι της εισοδου να κλεισει και γυρισα την πλατη μου στη σκηνη.
Ηταν τοτε που ακουσα μια ψυχρη, κουφια φωνη, να με καλει ψιθυριζοντας υποκωφα απο το εσωτερικο της σκηνης πισω μου.
“Πατερα…”
Σταματησα να περπατω.
“Πατερα!”
Μου ειπε ξανα, το ανυσηχο καλεσμα του να προδιδει μια μιξη ενθουσιασμου και εντονης απελπισιας.
Επεστρεψα στην σκηνη, αυτη την φορα περπατωντας αργα προς το μερος του πριν βρεθουμε αντιμετωποι. Το κεφαλι του δεν ηταν πλεον γυρτο στην αραχνωδη αγκαλια των χλωμων δαχτυλων του, αλλα το προσωπο του εξακολουθουσε να ειναι πληρως επισκιασμενο απο το σκοταδι της κουκουλας. Η ανασα του ηταν ορατη στον παγωμενο αερα και ερεε αποκοσμα απο εκει που υποτιθεται οτι θα επρεπε να ηταν το στομα του.
“Σε περιμενα, Πατερα… Ζωες ολοκληρες σε περιμενα…”
Η φωνη του απιστευτα σιγανη, τα λογια του τα διεκρινα με δυσκολια…
“Δε… Δεν ειμαι ο πατερας σου….”
“Καποιος θα πιστευε οτι η αθανασια εξυψωνει, οτι θα μπορουσε μεσω αυτης να αγγιξει τα υψη της υπαρξης… Αλλα οχι πατερα… Το μονο που εκανε ειναι να με οδηγησει σε αυτη την μιζερη απομιμηση ζωης…. Αιωνες εχω που ποθω για ενα συναισθημα ευτυχιας παρομοιο με αυτο που η αφιξη σου μου προσεφερε… Μια ευτυχια που νομιζα οτι μπορουσα να βιωσω μοναχα μπροστα στην παρουσια του ιδιου του Ζοφερου Αστρου…”
Εννοιωσα ενα ριγος να με μουδιαζει στο ακουσμα των λεγωμενων του, μια μακαβρια περιεργια αρχισε να με κυριευει και να σκαρφαλωνει στον λογισμο μου - μια περιεργια τοσο ισχυρη που παρομοια δεν ειχα ξανανοιωσει…
“Τι ξερεις για το Ζοφερο Αστρο; Πως γινεται να ξερεις το οτιδηποτε γι'αυτο;”
Ειχα στο παρελθον αμφιβαλει περι των θρυλων που παρουσιαζαν το αστρο σαν καποια κακοβουλη μορφη νοημοσυνης που εμποτιζε τους εφιαλτες αβοηθητων θυματων, με σκοπο καποιου ειδους αναζητησης, οπως ενας δαιμονας θα αναζητουσε καποιο σωμα να κυριευσει. Και εντουτοις δε μπορουσα πλεον να το αρνηθω. Αυτο το φως στους ουρανους ηταν κατι πολυ παραπανω απο ενα συνολο παραδοξων ακτίνων με ανυσηχητικες ιδιοτητες.
“Μου μιλαει… Και για αυτο το προνομοιο μου στερηθηκε η δυνατοτητα που ειχα ΕΓΩ να του απευθυνομαι… Διοτι δεν επιθυμει τις επικλησεις παρα μονο απο οσους επιβιωνουν εν αγνοια… Μου στερισε την ανθρωπια μου… Το προσωπο μου… Και ολα αυτα σε ανταλαγμα για αυτη την… μιζερη υπαρξη… Σε ανταλλαγμα για την ευκαιρια να… τι ηταν… α ναι, να φερω την ταξη στο χαος…. Εχω που υπομενω αυτη την νεκρη ζωη για αιωνες… Οι ιδιες μου οι επιθυμιες καταπλακωθηκαν απο ερμαφροδιτο σκοτος, απο χαοτικο φως… απο γκχ…”
Καθως τον αντικρυσα να βυθιζεται σε εναν παροξυσμο απο ακατανοητα βογγητα, θρηνοντας και τρεμοντας, εννοιωσα την παρουσια του να με απωθει, ακομα και αν πλεον τον θεωρουσα κατι αρκετα παραπανω απο ενα απλο ων. Ηταν ενας αγγελιοφορος, ενας προφητης - ένας μαντης της ανιερότερης επιρροης και παραδειγματος. Εκεινη τη στιγμη, ηταν για μενα το σκοτεινοτερο πλασμα που ειχα ερθει ποτε σε επαφη, και εντουτοις μεσα σε ολη μου την αποστροφη καπου εννοιωθα και λυπηση για αυτον…
“Δε θα πρεπε να μαι δω… Δεν υπαρχει τιποτα εδω για μενα. Με συγωρεις… Πρεπει να φυγω–”
“Θελεις να μαθεις το ονομα του; Το ξερω οτι το θελεις, την νοιωθω την επιθυμια σου…”
“Οχι, δεν…”
Πριν προλαβω να φερω αντιρρηση, μου βεβηλωσε τα αυτια και την ψυχη με μια παραμορφωμενη φραση που τολμω να πω οτι κανεις θνητος δε θα μπορουσε σε καμια περιπτωση να επαναλαβει. Προεφερε την αποκρουστικη ονομασια του Ζοφερου Αστρου, την φρικτη υπογραφη μιας εξωγηινης παρουσιας ανελπιστα μακρυα απο καθε ιχνος ανθρωπινης κατανοησης. Αυτος ο θορυβος αφυπνησε εντελως καινουργιες αισθησεις στον ψυχισμο μου, κατακλυζοντας την συνειδηση μου με υπεραισθητικα ερεθισματα απεριγραπτης προσβολης, ενα συναισθημα που θα το συνεκρινα μοναχα με την βιαιη αφυπνηση απο εναν βαθυ υπνο, μην εχοντας ποτε πριν βιωσει πραγματικη αυπνια, απο το εφιαλτικοτερο ουρλιαχτο σ'ολοκληρη την υπαρξη!
Και τοτε το ηξερα οτι ειχα τυχαια συναντησει κατι, με το οποιο το ειδος μου - ή πιο συγκεκριμενα, οτιδηποτε ενδημικο στην τριτη διασταση - δεν θα επρεπε ποτε να ερθει σε επαφη. Ειχα εκτεθει σε ενα δεινο που επιβεβαιωνε ενα και μονο πραγμα στα ματια μου. Ο μικροσκοπικος μου ασπρος πλανητης ηταν πληρως εγκαταλελειμμενος απο τον θεο, παρατημενος στο ελεος δυναμεων στις οποιες ουτε εκεινος ο ιδιος δεν θα τολμουσε να αντιταχθει.
“Γεια χαρα!” Φωναξα τρομοκρατημενος, βαδιζοντας προς τα πισω ωστε να βγω απο την σκηνη.
“ΟΧΙ!!!!”
Ουρλιαξε ο μάντης, πριν σηκωθει αποτομα στα ποδια του. Ηταν μια στριγκλια σαν αυτη της κουκουβαγιας αλλα θυμιζε ελαφρως και μουγκρητο λιονταριου, και οι δυο ηχοι να επανερχονται στην μνημη μου απο υποτιθεμενες αρχαιες ηχογραφησεις…
“Τα συμφεροντα μας ειναι κοιν��, πατερα… Θελουμε και οι δυο να δωσουμε ενα τελος σε αυτο το… σ'αυτο το χαος. Δεν μπορω να τα καταφερω χωρις εσενα, δε το ξερεις;”
“Τι ζητας απο μενα;”
Του φωναξα. Μπορουσα ανετα να το βαλω στα ποδια, αλλα ενα πνιχτο ανγχος με γεμισε φοβο και διστασα…
“Σε χρειαζομαι να επικαλεστεις το Ζοφερο Αστρο… ωστε να καταβροχθισει αυτο τον διεφθαρμενο κοσμο και να επαναφερει την κοσμικη ισσοροπια. Θα αντιμιφθεις περαν απο τα πιο μεγαλοπνοα σου ονειρα για αυτη τη πραξη πατερα! Πιστεψε με!”
Εχασα σχεδον την επαφη μου με την λογικη οταν τον ακουσα να αναφερει το τελος του κοσμου για δευτερη φορα. Η καταστροφη της γης ηταν αλλωστε επιθυμια μου, και τωρα φαινοταν οτι η μοιρα βρισκοταν με το μερος μου. Αυτος ο παρανοικος προφητης ηταν η ευκαιρια που εξαρχης εψαχνα…
“Και ο γιος μου;”
Τον ρωτησα, ξεχνωντας στιγμιαια τις ψευδαισθησεις του περι συγγενιας μαζι μου.
“Τι θα απογινει το παιδι μου;”
Ο μαντης με κοιταξε, η σιωπη του προς απαντηση μου, και εννοιωσα τo καλλυμενo του βλεμμα κατω απο την κουκουλα να με διαπερνα…
Προσπαθωντας ματαια να εκλογικευσω ολους τους πιθανους τροπους εκβασης αυτης της καταστασης, αρχισα να εξεταζω τις σκεψεις που ετρεχαν μεσ'το μυαλο μου. Τελικα τον ρωτησα…
“Τι πρεπει να κανω;”
“Σκοτωσε με…”
Με ικετευσε με ενα τραχυ ψιθυρο…
“Σκοτωσε με!”
Αυτο ηταν, αρκετα. Δε μπορουσα να διαχειριστω την επικοινωνια με ενα τοσο διεστραμενο πλασμα, ως εδω! Βγηκα βιαστικα εξω στην αστροφωτισμενη νυχτα και προσανατολιστηκα με κατευθυνση το καταφυγιο, βγαζοντας να κοιταξω το ρολοι απο την τσεπη μου χωρις δευτερη σκεψη.
Προς μεγαλη μου εκπληξη διαπιστωσα οτι ο χρονος μου ειχε σχεδον τελειωσει. Ενα λεπτο απεμενε.
Ουρλιαξα καταρες προς τον ουρανο… Πως ηταν δυνατον να ειχε περασει τοση ωρα; Ισως να ειχα χασει εντελως την επαφη με το χρονο κατω απο την ηχητικη επιροη του βδελυρου ονοματος του Ζοφερου αστρου, συνειδητοποιησα. ‘Η ισως μια χρονικη καταιγιδα να ειχε διαπερασει το σημειο που στεκομουν εν αγνοια μου. Ο πανικος με διαπερασε. Αν ηταν να καταληξω νεκρος παρα την οποιαδηποτε επομενη μου κινηση, τι αλλη επιλογη ειχα απο το να γυρισω πισω και να συναινεσω στην παρανοικη απαιτηση του μαντη;
Και μ'αυτο, τραβηξα τον σουγια μου και εσφιξα τη λαβη του, ετοιμαζομενος για αυτο που νομιζα οτι θα συμβει, αλλα τιποτα δε θα μπορουσε ποτε να με προετοιμασει για αυτο που οντως συνεβη.
H ζεστη, ξερη μου ανασα αρχισε να με ζαλιζει καθως συσσορευοταν στο τζαμακι της φτωχα αεριζομενης μασκας μου, αλλα εντουτοις αυτο δε με εμποδισε απο το γυρισω και να ορμηξω μεσα στην σκηνη, καρφωνωντας με επιτυχια τη λαμα μου στη καρωτιδα του μαντη, καθως επεσε προς τα πισω πανω στο μεταλλικο πλεγμα του κρεββατιου, και η κουκουλα γλυστρισε απο το κεφαλι του.
Απεστρεψα το βλεμα μου ενστικτωδως, αν και προλαβα να τον δω εστω και για χιλιοστα του δευτερολεπτου, το προσωπο του απανθρωπο και τερατωδες. Καθως μαζευτηκα, παρατηρησα το μαχαιρι και το μανικι μου, λερωμενα με αιμα που ηταν πιο μαυρο και απο την πισσα, καθολου σα το κοκκινο που περιμενα.
Ακουσα ενα ρωγχο να βγαινει απο τον μαντη, χωρις αμφιβολια προιον του φρεσκοτραυματισμενου του λαρρυγα και ενος απο καιρου παραφρωνα νου. Εχωντας δωσει ορκο στον εαυτο μου να βαλω ενα τελος στη μιζερη του υπαρξη, εκλεισα τα ματια και αρχισα να τον μαχαιρωνω με μανια, στο προσωπο του, στο λαιμο του, επαννηλειμενα και για αμετρητες φορες. Εννοιωθα υγρα να εκτιναζονται σε καθε χτυπημα, αφυσικα παγωμενα και παχυρευστα αιματα.
Με την ανασα κομμενη, ολοκληρωσα τελικα την επιθεση μου και ανοιξα τα ματια με προσοχη. Το προσωπο του ηταν πλεον δυσδιακριτο πισω απο τα μελανα υγρα του σωματος του, και ως εκ τουτου ελαφρως λιγοτερο αποκρουστικο, αλλα και παλι πιο αποκρουστικο απο οτιδηποτε αλλο ειχα ποτε αντικρυσει. Κειτοταν εκει, αγκομαχοντας με καθε ανασα, ζορισμενες δεσμιδες αερα να ξεφευγουν απο τις κοιλοτητες του προσωπου του, μεχρι που βογγηξε για μια τελευταια φορα και εμεινε ακινητος σαν ενα αποκεφαλισμενο φυδι.
Ολα τα κερια εσβησαν αυτοματα με το θανατο του, σκοτεινιαζοντας περαιτερω το ειδη σκοτεινο μερος, και ο εντυπωσιακος τριγωνικος καθρευτης επαψε πλεον να ειναι εντυπωσιακος, καθως στεκοταν πλεον σαν ενας συμβατικος καθρευτης, λερωμενος απο μια καθολου συμβατικη ουσια. Μια ξαφνικη θυελα ξεσπασε εξω, αναταραζοντας τα πανινα τοιχωματα της σκηνης..
“Τι εκανα…”
Βγηκα βιαστικα εξω εξεταζοντας τα περιχωρα μου, παρατηρωντας αμεσως οτι το Ζοφερο Αστρο ειχε εξαφανιστει απο τον ουρανο, ειχε ειτε παψει να υπαρχει ειτε ειχε μετακινηθει. Το πως το φως του ειχε καταφερει να εξαφανιστει τοσο γρηγορα με ξεπερνουσε, διοτι περι της θεωριας της σχετικοτητας - ή εστω καποια απο τις λανθασμένες της ερμηνευσεις - ειχα ειδη αρκετη γνωση. Αλλα και παλι, αν ηταν ενα μερος στο οποιο το υστατο οριο της ταχυτητας του συμπαντος θα μπορουσε να ξεπεραστει, θα ηταν αναμφιβολα σε εκεινο το αναθεματισμενο σημειο χωροχρωνου στο οποιο στεκομουν…
Ακουσα το ρολοι της τσεπης μου να χτυπα, ενα νεο κυμμα πανικου να με κατακλυζει προμηνυοντας το χαμο μου. Ο θανατος ηταν πλεον αναποφευκτος, αν και ειχα μια τελευταια επιλογη… εκθεση στη ραδιενεργεια, χημικη ασφυξια, αιμοραγγια… ισως και υποθερμια…
Πριν αναλογιστω με βεβαιοτητα τις επιλογες μου, ο πυρακτωμενος ηλιος ξεπροβαλε στον οριζοντα. Σηκωσα ματαια τα χερια να προστατεψω τα ματια μου απ'το τραχυ λυκοφως που με εριξε κατω στα γονατα, ξεροντας καλα μεσα μου οτι οι ακτινες του ηταν ασταματητες.
Αλλα αυτη η τρομακτικη φωτεινοτητα δεν κρατησε πολυ, διοτι κατι εκθετικα πιο χυδαιο αποτομα επισκιασε την φλεγομενη σφαιρα απο τα χαμηλα και κατεπνιξε το φως της.
Εκεινη τη στιγμη που κατεβασα το χερι μου, τα μετανοιωσα ολα… Καθε αποφαση που με οδηγησε σε κεινο το μερος, καθε στιγμη που συνεχιζα να ζω…
Μεσα ενα εκτυφλωτικο πανδαιμονιο, ειδα μια γιγαντιαια πλοκαμοειδη μαζα να ορθωνεται στον οριζοντα, εναν ανιερο καταστροφεα κοσμων, να εξαπλωνεται σαν καρκινος κατα πλατος των πορφυρων ουρανων. Δεν υπηρχε πλεον ανατολη, ο κατω κοσμος αναδυοταν, ανεβλυζε μεσω μιας ανοθευτης καταργησης οτιδηποτε φυσικου, μια σκηνη βγαλμενη απο τα πιο βαθια, τα πιο παγωμενα, τα πιο σκοτεινα πεδια ολοκληρης της υπαρξης…
Η μαζα παλοταν και σφαδαζε, καταιγιδες ολοκληρες να εχουν ξεσπασει αναμεσα στα πλοκαμ��α της, και καθως προσπαθω να επαναφερω αυτες τις ανατριχιαστικες μνημες, ενθυμουμαι κοπαδια αστραπων να ξεχυνονται απο τις κοιλοτητες του κολοσσιαιου της σωματος. Αλλα πανω απο οτιδηποτε αλλο, ηταν ενα μιασματικο βδελυγμα, ολα του τα χαρακτιριστικα μια προσβολη προς τον κοσμο τον οποιον αυτη την στιγμη εναγκαλιζε. Τολμω να πω οτι κανενα ον, θνητο ή ατρωτο δε θα μπορουσε ποτέ να βρεθει σε θεση να συνγχωρεσει αυτο το ειδεχθες τερατουργημα για το απλο εγκλημα της υπαρξης του και μονο, ουτε θα μπορουσε ποτε να υπαρξει θεος αρκετα ικανος ωστε να προστατευσει τα δημιουργηματα του απο μια οργη τετοιας κοσμικης ισχυος, διοτι οτιδηποτε και να ερχοταν σε επαφη με τα πολυαριθμα ματια και αποληξεις του, θα μολυνοταν απευθειας και δια παντος!
Ενα βαθυ, απαισιο βουητο τοτε γεμισε την ατμοσφαιρα, φερνοντας στο νου σκεψεις απο εκκατομυρια βασανισμενες ψυχες που ουρλιαζαν απελπισμενα. Με εριξε στο χωμα και αρχισα να τρεμω εκτος ελεγχου σε εμβρυακη σταση. Αυτο που βιωνα με εκανε να καλωσορισω τον θανατο, και ετσι εβγαλα την μασκα, επιτρεποντας στα βλαβερα αερια να εισελθουν στα πνευμονια, και τα ματια μου, καθ'οτι ερμητικα κλειστα, ανιχνευαν σκοταδι να με περικλυει ταχεως απο καθε πλευρα.
Και αυτο ηταν το τελος της υλικης μου υποστασης, και η αρχη μιας καταστασης, πολυ πιο δυσοιωνης απο οτιδηποτε, θα μπορουσα ποτε να φανταστω…
Μερος ΙΙ
Η ψυχη μου, προς ελλειψην καλυτερου λεκτικου χαρακτηρισμου, επεζησε τον κατακλυσμο, ενω υποπτευομαι οτι η μοιρα του σωματος μου ηταν να αφομοιωθει πεπτικα με τα σπηλαιωδη εγκατα του Ζοφερου Αστρου. Το βρισκω δυσκολο να κατανοησω αυτη την εξελιξη, το πως μπορω ακομα να κατεχω συνειδητοτητα μεσα σε αυτην, χωρις να καταφευγω στις πιο φρικτες νοητικες εικονες, αυτες που απεικονιζουν τον εγκεφαλικο μου ιστο να διακλαδωνεται με τα εγκαυματικα, καρκινοιεδη πλοκαμια του Αστρου, οι παραλυτικες εκπομπες του να διαρεουν το εκτεθιμενο μου νευρικο συστημα και να με καταστελλουν προς τις μυστηριωδεις βουλες του, καθως παραλληλα να μου παρεχει και τα αισθητηρια αυτης της επιπλαστης και παραπλανητικης πραγματικοτητας. Η διαυγεια με την οποια επεξεργαζομουν αυτη την ιδεα ηταν, το λιγοτερο που μπορω να πω, ανατριχιαστικη.
Θα ηθελα ολοψυχα να παραδεχτω οτι το Αστρο μου μιλησε, αλλα θεωρω οτι θα ηταν πιο σωστο να πω οτι πλεον γνωριζα πραγματα που πριν μου ηταν αγνωστα. Μια μεγαλη ποικιλια απο αλλοκωτα και αποκρυφα γεγονοτα, καποια απ'αυτα τοσο φρικτα που δεν τολμω καν να τα αναφερω. Αλλα τωρα το γνωριζα οτι το Ζοφερο Αστρο δεν ηταν ποτε Αστρο. Απλα φανταζε ετσι λογω της ανακλασης του ηλιακου φωτός, μια ψευδαισθηση αρκετα παρομοια με αυτες που μου προξενουσαν τα πλανητικα σωματα οταν ημουν παιδι. Η πραγματικη του μορφη ηταν παντα αυτο το χαοτικο συμπλεγμα κακοηθων αποληξεων, να στριφογυριζουν και να συσπειρωνονται με δολο στο απολυτο κενο του διαστηματος, λες και ηταν ενα τιτάνιο βακτηριο στην πρωτοπλασματικη σουπα της αρχεγωνης συμπαντικης δημιουργιας, αλλαζοντας σχημα κατα την εκαστωτε του βουληση και σκοπο, ωστε να καταβροχθιζει την ενεργεια πλουμιστων αστερισμων και ολοκληρων ηλιακων συστηματων.
Ηξερα επισης οτι ο μαντης που κατακρεουργησα, ηταν υψιστης σημασιας στα ματια του Αστρου, σημασιας τετοιου επιπεδου παρομοιο με αυτο που καποιος θα συναντουσε σε αρχαια θρησκευτικα κειμενα, να περιγραφουν τον τροπο με τον οποιον ενας υποτιθεμενα πραγματικος θεος απεδιδε τιμη στον εκλεκτο του προφητη. Αυτη η συνειδητοποιηση με φοβισε και διστασα να ανοιξω τα ματια, γνωριζοντας οτι πιθανως και να δολοφονησα το δεξι χερι του αφωτικού Θρόνου και κατα συνεπεια να εξοργισα τον ιδιο τον σκοτεινο μοναρχη, αυτοπροσωπως. Πραγματι, υπηρχε φαινομενικα μια μοναρχια, μια μονο-εξουσιαστικη δομη που κρατουσε αυτη την καταραμενη διασταση απο την απολυτη διαλυση.
Και το ζωντανο επουρανιο σωμα στην κεφαλη αυτης της μοναρχιας, η παλλωμενη οργανικη μαστιγα της οποιας μια αποπειρα καθιμολουμενης ονοματικης προσφωνησης δεν θα ηταν τιποτε αλλο παρα απο μια ανευ ορων παραδοση στην ανικανοτητα της ανθρωπινης διαλεκτικης. Ενα ον τοσο μεγαλοπρεπες και αρχαιοτερο απο την ανθρωποτητα, που η μονη του επιτρεπτη συμπεριφορα απεναντι μας ηταν η βαναυση αδιαφορια, οπως θα συμπεριφεροταν ενα μικρο παιδι σε μια χουφτα μηρμηγκια στο εδαφος. Ισως και μεις ανεκαθεν να θεωρουμασταν διεστραμενοι τυρρανοι απο τα μηρμηγκια, ενω για τους εαυτους μας να διατηρουσαμε αποψεις δικαιου και σωστοτητας.
Αυτοι ηταν οι στοχασμοι μου στα σκοτεινα. Και δεν μπορω να πω με σιγουρια ποσο μου πηρε μεχρι να αποφασισω να ανοιξω τα ματια μου, αλλα το γεγονος που εκανε τον φοβο μου να εξαφανιστει, το θυμαμαι πεντακαθαρα.
Σταγονες βροχης προσγειωθηκαν στο μετωπο μου.
Το βλεμμα μου ανοιξε διαπλατα. Μα τους ουρανους, τα λεγομενα του Μαντη ηταν αληθινα, προσφωνησα εξτασιασμενος απο θαυμασμο. Πιστεψα εκεινη τη στιγμη οτι οντως ειχα ανταμοιφθει περαν απο τα πιο μεγαλοπνοα μου ονειρα, διοτι βρισκομουν ξαπλωμενος καταμεσης ενος καταπρασινου λιβαδιου, κατω απο εναν ημισυννεφιασμενο γαλανο ουρανο που εκλαιγε με δακρυα χαρας. Ηταν τοσο ειδιλιακο που ξεπερνουσε κατα πολυ τους προσωπικους μου ορισμους για το τι ειναι παραδεισος. Τιποτα απο ολα εκεινα τα ανιερα πραγματα που στριφογυριζαν πριν στο μυαλο μου δεν ειχαν πλεον σημασεια. Εφτιαξα δικαιολογιες να τα διωξω μακρυα, αποκαλωντας τα τιποτε αλλο παρα απλες αποκλησεις ανευ νοηματος, και προσεδωσα επιτοπου αξιοπιστια στην ριζοσπαστικη πιθανοτητα της ιδεας του Ζοφερου Αστρου να μην ηταν εν τελει, πληρως κακοβουλο.
Καθως σταθηκα ορθιος, αντικρυσα εναν πρασινο λοφο μπροστα μου, πανω στον οποιον στεκοταν πιθανοτατα το πιο ομορφο δεντρο σε ολοκληρη την υπαρξη, το πρασινο στα φυλα του πολυ πιο ζωντανο απο την βλαστηση που το περιστοιχιζε. Αρχιδα να βαδιζω βιαστικα προς το μερος του, η ευτυχια για το σκινηκο που με περιτριγυριζε να με πλημμυριζει. Τι θαυμασια, φανταστικη φυση! Ειχα ακουσει ιστοριες για το πρασινο χρωμα, ενα χρωμα υπερβολικα φρεσκο και ευμενες για να υπαρξει στην διεστραμμενη γη απο οπου προερχομουν, αλλα το να το αντικρυζω με τα ιδια μου τα ματια… Δεν μπορουσα να αρθρωσω τις καταλληλες λεξεις για τα συναισθηματα μου, ακομα και αν αν απο αυτο εξαρτατο η αιωνια της ψυχης μου μοιρα.
Απο την κορυφη του λοφου μπορουσα να διακρινω ενα μικρο χωριο απο περιπου 7 με 8 κτισματα με πετροστρωτες οροφες, καθως και εναν ετοιμορροπο ανεμομυλο να στεκεται απο πανω τους σαν σιωπηλος φυλακας. Εγειρα προς το δεντρο στο κεντρο του λοφου και κοιταξα πανω μεσ'τη φυλλωσια του.
Μηλα. Τοσα πολλα μηλα, αστραφτερα κοκκινα και σαγηνευτικα λαχταριστα. Τεντωσα το χερι μου που ετρεμε και με σχεδον ευλαυικη φροντιδα, τραβηξα ενα απο το κοντινοτερο κλαδι, πριν δαγκωσω την τραγανη του σαρκα ενθουσιασμενα.
Το μετανοιωσα επιτοπου. Το φρουτο ηταν απιστευτα… αβασταχτα… πικρο… Οχι οχι, η γευση του ειχε κατι αλλο εντελως, κατι χειροτερο, κατι που πυροδοτησε καθε αντανακλαστικο ασφαλειας σε ολοκληρο μου το σωμα. Φτυνωντας την ξενικη ουσια και πετωντας το μηλο στο εδαφος, ειδα οτι στο εσωτερικο του ηταν μαυρο και μολυσμενο. Αυτο το θεαμα, και oι ασυλλαβοι στομαχικοι θορυβοι που ξεχυθηκαν απο το λαρυγγι μου σχεδον αμεσως και με μεγαλη βιαιοτητα, με οδηγησαν στο συμπερασμα οτι το φρουτο αυτο ηταν ολωσδιολου κακο.
Ποσο διηρκησε η επιτοπια προσπαθεια της αναρρωσης μου, δε γνωριζω με σιγουρια. Αλλα πρεπει να ηταν το λιγοτερο μια ωρα.
Τι δηλωνει το φρουτο μιας γης για την ιδια αυτην την γη, για το χωμα που θρεφει αυτο το τρισκαταρατο δεντρο? Σκεφτηκα. Καθως ξαπλωσα με τη πλατη στο γρασιδι, το μυαλο μου αρχισε να επιστρεφει σε μερη που νομιζα οτι ποτε δε θα επεστρεφε. Ο ουρανος αρχισε να σκοτεινιαζει παραλληλα με τις σκεψεις μου, το επουρανιο γαλαζιο εσβηνε. Και συνειδητοποιησα οτι αν και ο ουρανος συμπεριφεροταν λες και ο ηλιος εδυε, δεν εβλεπα τον ηλιο πουθενα, ουτε καν ενα πιο φωτεινο συννεφο πισω απο το οποιο θα μπορουσε να κρυβοταν.
Το αποκαρδιωμενο μου μυαλο γεμισε με σκεψεις για το γιο μου. Τι να ειχε απογινει ο μικρος; Αναρωτηθηκα. Πριν το τελος της φυσικης μου υπαρξης, αμφεβαλα οτι θα μπορουσε να υπαρχει χειροτερη μοιρα για καποιον απο το να ζει στην γη, εναν κοσμο που υπεθετα οτι πλεον ηταν εντελως κατεστραμενος. Δικια μου ηταν η επιλογη της καταστροφης του πλανητη, και ενω αυτο παραδεχομαι οτι απο μερος μου ηταν επιπολαια λαθος, δεν μπορω να μιλησω για το παιδι. Δε γνωριζω τιποτα για το πως νοιωθει, η αν μπορει εστω καν πλεον να νοιωσει, και πιθανοτατα να μην μαθω και ποτε.
Μπορει ομως και να υπηρχε ακομα ελπιδα, αν και πενιχρη, στο μικρο χωριο που ειδα απο τον λοφο. Αυτη η ελπιδα ηταν ικανη να με σηκωσει στα τρεμαμμενα ποδια μου, και να στρεψει το βλεμμα μου προς τα κτηρια στο βαθος.
Παρατηρησα μια χωματικη αναταραχη αναμεσα τους που πριν μου ειχε διαφυγει, συγκεκριμενα ο ανεμομυλος περιστρεφοταν με μια ανατριχιαστικα αργη δυσκολια που μου προξενουσε αισθηματα ζαλης αν αφηνα τα ματια πανω του για πολυ. Κατευθυνθηκα προς τα κει απελπισμενος, και οσο περισσοτερο πλησιαζα προς τον μυλο, τοσο περισσοτερη ενσυναισθηση ειχα περι της δυσμορφικης κυρταδας που τον χαρακτηριζε, τα δοκαρια που απαρτιζαν το σκαρι του να μου θυμιζουν μια συνχωνευση ξυλινων σκελετων που ο ενας κρατιοταν απο τον αλλον.
Οταν εισηλθα των σκουριασμενων πυλών και αναμεσα στα κτηρια που απαρτιζαν τον οικισμο, αρχισα να σαρωνω οπτικα την περιοχη προς αναζητηση ζωης ή οτιδηποτε ενδιαφεροντος, μια συνηθεια που ειχα τελειοποιησει κατα την διαρκεια ολων εκεινων των νυχτερινων εξορμησεων της προηγουμενης ζωης μου. Και απο οτι ειδα, δεν υπηρχε τιποτα παρα πηχτη μαυριλα πισω απο τα παραθυρα και σκοταδι στο πατο του πηγαδιου που βρισκοταν στο κεντρο του χωριου. Ηταν μια πολη φαντασμα, ενα μερος που βαθια μεσα μου ηξερα οτι δε θα μπορουσε να ικανοποιήσει καμια μου προσδοκια.
Παρ'ολα αυτα, αποφασισα να ελενξω καθε κτηριο ξεχωριστα μηπως και εβρισκα… ναι, αυτο ηταν το παντοτινο μοτιβο της ζωης μου. Ποτε δεν ηξερα τι ακριβως αναζητουσα, ή αν εξ'αρχης υπηρχε εστω και κατι αξιον ανευρεσης.
Το πρωτο σπιτι στο οποιο εισηλθα, μονο που δε με ικετευσε να κανω μεταβολη. Ενα κυμμα μουχλας προσεκρουσε με το προσωπο μου, ξεκαθαρα υποπροιον των καταμαυρων κηλιδων που αντικρυσα να κατατρωνε τα χαλια και της ξυλινες σανιδες στους τοιχους. Αν δεν ηταν αυτες οι ελαχιστες ακτινες λυκοφωτος να φωτιζουν το μερος απο το παραθυρο του σαλονιου, ειμαι βεβαιος οτι ολα θα ηταν βυθισμενα στο σκοταδι, και αυτο ηταν ακριβως που συνεβαινε στα περιφεριακα δωματια και στις ντουλαπες. Σκοταδι τοσο πηχτο που το εννοιωθα να με πνιγει. Τιποτα χρησιμο δεν βρηκα.
Τα επομενα λιγοστα κτηρια που διερευνησα, συμπεριλαμβανομενου μιας εγκαταλελλειμενης εμπορικης αποθηκης και ενος αραχνοπνιγμενου στεγαστρου, μαζι με διαφορα ακομα πιο αχαρακτηριστα οικοδομηματα, ηταν ολα το ιδιο αφιλοξενα οπως το αρχικο. Καπου διεκρινα το ασαφες περιγραμμα ενος σχεδον ανθρωπινου κορμιου με πολλαπλα χερια, να σαπιζει κατω απο μια απειλητικη στοιβα σκονης, αλλα επεισα τον εαυτο μου οτι μαλλον ηταν ψευδαισθηση, καθως οσο οι σκιες τριγυρω μου μακραιναν, η φαντασια μου εκδηλωνοταν ολο και πιο αλλοκωτα.
Το τελευταιο κτηριο που εψαξα ηταν το μεγαλυτερο στον οικισμο, γεματο απο δωματια που δε μπορουσα να κατανοησω τον σκοπο τους, αλλα και με αλλα τα οποια ειχαν αναμφιβολα χρησημοποιηθει για δραστηριοτητες βασανιστηριων, κρινοντας απο τους ξεραμενους λεκεδες αιματος και τα διασπαρτα αιχμηρα δρακοντεια μαραφετια, πριν βρω και εισελθω με μεγαλο αγχος σε ενα απο τα παιδικα υπνοδωματια του σπιτιου.
Σκορπια στο πατωμα ηταν παιχνιδα, τα οποια μετα απο κοντινη εξεταση, διαπιστωσα οτι ηταν κακοποιημενα απο τους ιδιοκτητες τους περαν πασας αναγνωρισης. Ξυλινα αλογακια ακρωτηριασμενα, πορσελανινες κουκλες στερημενες απο τα ματια τους, ολες φαινομενικα πραξεις θυσιας σε μια ξεχωριστη κουκλα που στεκοταν σε μια σκοτεινη γωνια, με παμπολλα ακρα προσκολλημενα στο σωμα της και ματια καταμαυρα να κοιταζουν μεσα απο την πληθωρα των τεχνητων τρυπων στο προσωπο της. Το ηξερα απ'ευθειας οτι αυτη η κουκλα ηταν ενα χυδαιο ομοιωμα του Ζοφερουν Αστρου - καθολου ακριβες στο σουλουπι, αλλα ενδεικτικο της απελπιδας προσπαθειας απο τη μερια του δημιουργου της, να αποδωσει ευχαριστιες στο Αστρο ωστε να απαλλαχθει απο την φρικτη επιροη του. Και για καποιο ανεξηγητο λογο, αυτη η προθεση μου ηταν απευθειας ξεκαθαρη, οπως και τοσα αλλα αποκοσμα πραγματα απο την στιγμη που αφυπνηστικα σε αυτη την σκοτεινη διασταση.
Γυρω απο τον λαιμο του ομοιοματος, ηταν μια λεπτη αλυσιδα, και απο αυτην κρεμοταν ενα αντικλειδι. Και καθως πλησιασα με προσοχη την σκοτεινη γωνεια και ξεριζωσα το κλειδι απο την λαιμο της κουκλας, μονο τοτε αντικρυσα το ποσο αποκρουστικο ηταν. Οι κακοβουλα ροζιασμενοι του βρογχοι και αιχμες, φαινοντουσαν απιστευτα βλασφημοι ως προς τους γεωμετρικους νομους, προξενωντας στο νου μου μια παραλυτικη παρανοια, η οποια επιδεινωνοταν σταθερα απο τα αμετρητα ματια του ανιερου ομοιοματος που με καρφωνε ψυχωτικα απο τα σκοταδια. Και αν και τα παντα σε κεινο το σκινηκο μου ηταν απο δυσαρεστα εως απωθητικα, εγω εντουτοις εννοιωσα οτι ισως και να το μετανοιωνα αν δεν επερνα το κλειδι μαζι μου, και ετσι το εχωσα στην τσεπη μου με την ελπιδα οτι δε θα χρειαζοταν ποτε να το ξαναδω.
Καθως γυρισα και κατευθηνθηκα προς την πορτα, ο βηματισμος μου εγινε νευρικος λογω ενος παραξενου ποδοβολητου αγνωστου προελευσης. Ειδη εννοιωθα αρκετα ευαλωτα και κλειστοφοβικα απο την σκοτεινη ατμοσφαιρα γυρω μου, αλλα αυτος ο τρεμουλιαστος ηχος με εκανε να σφιχτω και να ανυσηχησω. Επρεπε να βγω απο κει μεσα.
Και ετσι βρεθηκα εξω. Η επιστροφη μου στον εξωτερικο χωρο δεν ηταν οσο ανακουφιστικη περιμενα, διοτι υπηρχε μια αβολη απουσια φρεσκου αερα. Συγκεκριμενα, δεν υπηρχε καθολου αερας - μονο μια βαθια σιωπη που αρνειτο να με παρηγορησει.
Ειχε νυχτωσει πληρως πλεον. Το φως ειχε βυθιστει, οπως και η διαθεση μου. Δεν μπορουσα να αποφασισω ποια μοιρα θα μου ταιριαζε περισοτερο, να μεινω να περιφερομαι μοναχος σε αυτη την αφιλοξενη γη, ή να αναζητησω την συντροφια των νοσηρων πλασματων με τα ποδοβολητα, και τα πολυπληθη ακρα στα οποια με παρεπεμπε η φαντασια μου.
Ο νους μου διχοτομηθηκε αλλη μια φορα. Διαυγεια ή τρελα; Τι προτιμουσα περισσοτερο; Ηθελα να αφεθω στο ελεος πραγματικων τρομων και να κρατησω τα λογικα μου, ή να αντιμετοπισω τους επιπλαστους και να τα χασω; Δυστυχως η επιλογη δεν ηταν καθολου δικια μου, και ολος εκεινος ο στοχασμος αποδειχθηκε ματαιος.
Καθως περιπλανιομουν ασκοπα περιξ της κεντρικης πλατειας του χωριου, αχνες και ασυναρτητες φωνες αρχισαν να με βασανιζουν. Ημουν ετοιμος να τις αποδωσω στον ανεμο, μεχρι που συνειδητοποιησα οτι δεν φυσουσε καθολου.
Εβαλα τα αυτια μου στο χωμα, πολλες φορες και σε πολλες μεριες, ελπιζοντας να εντοπισω την πηγη εκεινων των φωνων, αλλα ματαια. Σταδιακα παρατηρησα οτι γινοντουσαν ολο και πιο βιαστικες, ολο και πιο διαμονικες, ειδικα καθε φορα που προσπερνουσα το κεντρικο πηγαδι, και ετσι το πλησιασα.
Ηταν ξεκαθαρο πλεον οτι οι φωνες ερχοντουσαν απο κει. Ακουμπησα τα χερια μου στην σχετικα γλοιωδη, πετρινη ακρη του και κοιταξα κατω, οπως ειχα κανει οταν πρωτοεισηλθα στις πυλες αυτης της πολης φαντασματος, αλλα αυτη τη φορα με μεγαλυτερη προσοχη. Για αλλη μια φορα ειδα μονο σκοταδι. Μυρισα μεταλλικες αναθυμιασεις παρομοιες με αυτες του αιματος να αναβλυζουν απο τα βαθη. Και τοτε ηταν που τον ακουσα…
“Πατερα…”
Δε ηταν δυνατον… Δε γινοταν να ηταν ο γιος μου, παγιδευμενος στα βαθη αυτου του αθλιου μερους… Μηπως ηταν εκεινος ο παρανοικος μαντης που οτι επρεπε να ηταν νεκρος; Πως συναιβαινε αυτο;! Πως γινοταν;!
“Μικρε!”
Φωναξα με'στο πηγαδι. Αλλα δε πηρα καμια κατανοητη απαντηση, μονο κουφιοι ψιθυροι που αντηχουσαν ολο και πιο ανυπομονα.
Οι θανατερες αναθυμιασεις αρχισαν να επηρεαζουν αλλοκοτα, να με ζαλιζουν και να με ριχνουν σε ληθαργο. Μια ξαφνικη αδυναμια με κυριευσε και με αναγκασε να στηριχθω στο χειλος του πηγαδιου. Προς μεγαλη μου φρικη, η αδυναμια χειροτερευσε σε τετοιο βαθμο που μετα απο μερικα λεπτα εννοιωσα να το κορμι μου να παραλυει και την ισσορροπια μου να χανεται πριν με εναποθεσει στο ελεος της βαρυτητας, μιας δυναμης που αποδειχθηκε εντελως ανελεητη και φροντισε να ρουφηξει το αβοηθητο μου κορμι μεσα απο το ορνθανοιχτο στομα του πηγαδιου.
Με εναν υγρο κροτο και πολυαριθμους ηχους καταγματων, προσεκρουσα με το υπεδαφος. Εννοιωθα λες και ειχα σπασει το παραμικρο κοκκαλο σε ολοκληρο μου το σωμα. Ανοιξα τα ματια, αντικρυζοντας το ρηχο σωμα νερου στο οποιο κοιτομουν μπρουμητα, υδατα πιο σκουρα και σκοτεινα και απο τα θρυλικα νερα του Στυγγιου ποταμου.
Ανασηκωσα το κεφαλι μου παρα τους φρικτους πονους και επιχειρησα ασθενικα να διακρινω τα περιχωρα μου. Περαν του οπτικου, το γνωριζα ειδη οτι βρισκομουν σε καποια υγρη αιθουσα, λογω του αντιλαλου και της υγρασιας. Καταφερα ομως με τα ματια μου να διαπιστωσω την φυση των περιχωρων μου, και ηταν ολα αηδιαστικα… περαν πασας περιγραφης…
Κλουβια με περικυκλωναν, σαν τα κυτταρα ενος Πανοπτικου στο οποιο εγω ημουν ο κεντρικος οφθαλμος. Πλασματα απεριγραπτης αποκρουστικοτητας σφαδαζαν ανυπομονα εντος των κλουβιων, δοντια χτυπουσαν μεταξυ τους, ακρα που ετρεμαν, σαπισμενα λαρρυγια να ξεσπουν κραυγαλεα σε παρανοικες ορεξεις, τωρα που διαισθανθηκαν ευαλωτη λεια αναμεσα τους.
Ολες αυτες οι αποτροπαιες, βασανιστικες κραυγες, ποτε δε θα σωπαιναν, εκτος και αν εγω ο ιδιος τις απελευθερωνα απο τις τρισαθλιες περιφραξεις τους, επιτρεπωντας τους να μου κανουν οτιδηποτε επιθυμουσαν. Αναγνωρισα κατευθειαν τις κλειδαροτρυπες στα κλουβια τους, και το χερι μου αναζητησε αυτοματα το διαστροφικο κλειδι που κουβαλουσα στην τσεπη, ωστε να υποβληθω αυτοβουλως στο μικροτερο εκ των δυο φρικιαστικων δεινων.
Επιλογος
Αυτη η πραγματικοτητα φερει ολα τα χαρακτηριστικα μιας τεραστιας και απαισιας σκεψης, που συμβαινει εντος μιας τεραστιας και απαισιας μηχανης, της βιολογικης μηχανης που ειναι το ιδιο το Ζοφερο Αστρο. Αραγε… η πραγματικοτητα που βιωνα στο παρελθον; Μηπως ηταν αλλη μια τετοια σκεψη σε καποια αλλη πιθανως μηχανη;
Καμια σημασια δεν εχει. Η φιλοσοφια δε προκειται να με σωσει τωρα, διοτι μ'εχουν φυλακισει με την ισχυ απο χιλιες καταρες, με μια απο αυτες να αυξανει την δυνοτητα της σκεψης μου στο εκατονταπλασιο. Στην προηγουμενη μου ζωη κατι τετοιο θα ηταν ευλογια, αλλα στο εδω και στο τωρα που προκαλει μεγαλη αγωνια. Καθε 7 χρονια εξαναγκαζομαι απο αυτα τα πραγματα, τους βαρβαρους αφεντες μου, να ξαναζω τις φρικες του παρελθοντος, να μυθιστοριογραφω τα τραυματα μου, ετσι ωστε οι κακουχιες…. οι σαδιστικες τους επιδιωξεις, να απαθανατιζονται και να συνυπολογιζονται στην ευνοια που λαμβανουν απο το Ζοφερο Αστρο. Ολες μου οι δοκιμασιες, το μολυσμενο μηλο, το βδελυρο ομοιωμα, το σκοτεινο πηγαδι, και αλλα πολλα για τα οποια αλλου εχω γραψει, ολα πραξεις σχεδιασμου, διατυπωμενα στην λεπτομερεια απο τους υπηκοους ενος πραγματικου διαστρικου Θεου.
Ζω στα γονατα μου, σε μια αιθουσα επιπλωμενη απο εναν πετρινο βωμο, πανω στον οποιο γκριζες, αρρωστημενες περγαμηνες, υαλοειδη μελανοδοχεια και μια μαυρη πενα απο φτερο κορακιου αναπαυονται. Αμετρητα ραφια με περικυκλωνουν απο καθε πλευρα, ραφια μεσα στα οποια οι συγγραφες των κακοτυχιων μου, βαθμολογημενα εμπεριεχονται. Οι γεματες πονο αναμνησεις μου, που γινονται ολο και πιο σαφεις με καθε κινηση της πενας, που επιδεινωνονται απο ενα μοναδικο και αναποφευκτο γεγονος. Καθε μελλοντικη μου μερα θα ειναι το ιδιο - αν οχι και ακομα πιο - χειροτερη απο την προηγουμενη!
Σκιες του τρομου περιπολουν ακουραστα τους διαδρομους. Ακομα και τωρα αισθανομαι μια να με παρατηρει απειλητικα απο τα σκοταδια, το ν��ιωθω. Οι καταρες μ'εμποδιζουν απο το να βυθιστω σε μια βολικη παρανοια… με φερνουν στα ορια της τρελας, πιεζοντας με ανελλειπως να στοχαζομαι και να συγγραφω… καθε στιγμη και καθε δευτερολεπτο… καθως για την ησυχια της Ληθης, σιωπηλα συνεχιζω να εκληπαρω…
Δωσ'τε μου ολες σας τις βροχερες μερες, Ω Μεγαλοι Παλαιοι, και παρτε ολες μου τις στοιχειωμενες νυχτες!
1 note · View note