Tumgik
kavlorapano-stories · 2 years
Text
Εξομολογήσεις ΙΙ
Με λένε Κώστα και είμαι 46.
Με το μουνί είχα πρόβλημα μεγάλο από μικρός. Μικρές, μεγάλες, χοντρές, αδύναμες, ψηλές, κοντές, όλα τα αλέθει ο μύλος. Βέβαια, σήμερα περισσότερο μικρές, αλλά ντάξ. Αλλά εσάς δεν σας νοιάζει το μουνί, για το άλλο θέλετε να σας πω.
Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσω ότι οι άντρες δεν μου έκαναν ποτέ κούκου. Εκεί, λοιπόν, στα 20, που ήμουν μέσα στη γκαύλα τη μεγάλη, γούσταρα γαμήσια έξω. Στο δρόμο, στο πάρκο, τέτοια. Καμία δεν καθότανε. Κι έτσι κι εγώ άρχισα να τον παίζω παντού. Στο δρόμο, στο πάρκο, τέτοια.
Και μια μέρα, που λέτε, βρίσκω μια καβάτζα φοβερή. Εκεί, κάτω από μια γέφυρα στο κέντρο. Βασικά, περνούσα με το μηχανάκι, κοζάροντας που θα μπορούσα να κρυφτώ να παίξω με τον πούτσο μου και είδα έναν τύπο να ανεβαίνει και να βγαίνει από ένα μέρος κρυμμένο πολύ καλά μέσα σε βλάστηση. 
Μπόμπα, σκέφτομαι. Παρκάρω και κατεβαίνω.
Ψυχή. Κατεβαίνω κι άλλο και βλέπω το άνοιγμα μιας γέφυρας. Το άλλο άνοιγμα ήταν χτισμένο, σχηματίζοντας μια σπηλιά. Εδώ είμαστε, λέω. Τον βγάζω αμέσως έξω και μπαίνω στο άνοιγμα. Όχι πολύ μέσα, αλλά νταξ. Έκατσα πάνω σ’ ένα μπάζο που βρισκόταν εκεί, έφτυσα στο χέρι μου και άρχισα να τρίβω τον πούτσο μου κοιτάζοντας τη φύση.
Και μιλάμε για φύση αναρχία: δέντρα, θάμνοι, λουλούδια ανθισμένα κι ένα ποταμάκι. Αναρωτιόμουν αν όντως ήμουν στην Αθήνα ή είχα μεταφερθεί αλλού. Αλλά μετά ένιωσα τον πούτσο μου να έχει γίνει κάγκελο και σταμάτησα να ονειροπωλώ. Έβγαλα τη βερμούδα μου, την άφησα πάνω στο μπάζο και τον έπαιζα όρθιος. Αυτό το αεράκι στ’ αρχίδια ήταν όλα τα λεφτά.
Και ξαφνικά, ακούω πατημασιές και ξερόκλαδα να σπάνε. Μας την πέσανε, σκέφτομαι. Παίρνω τη βερμούδα, τη ρίχνω στον ώμο και πάνω λίγο πιο μέσα στη σπηλιά. Και περιμένω. Οι πατημασιές πλησίαζαν. Η καύλα γινόταν χειρότερη. Δεν σταμάτησα να τον παίζω μέχρι που στο άνοιγμα της σπηλιάς εμφανίστηκε ένας τύπος γύρω στα 50, γέρος για μένα τότε, με γκρίζο μαλλί, γυαλί ηλίου και μια μπανάνα στη μέση.
Νταξ, τα’ χασα. Κι εκείνος έμεινε ακίνητος. Γέλασα λίγο και γύρισα απ’ την άλλη. Εκείνος έμεινε ακίνητος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Σκεφτόμουν να φορέσω τη βερμούδα και να την κάνω. Από την άλλη, ήθελα να χύσω. Και στο κάτω κάτω, κι εκείνος δεν έκανε καμία απειλητική κίνηση. Τον ξανακοίταξα. Εκείνος ακούμπησε στο άνοιγμα της σπηλιάς, με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος του.
Ανώμαλος είναι, λέω. Νταξ. Στ’ αρχίδια σου, σκέφτομαι. Τι θα μου έκανε; Και να δοκίμαζε, θα γινόμουν μπουχός. Κι έτσι ξαναγύρισα προς το μέρος του, κρατώντας πάντα την ψωλάρα μου ολόρθη και άρχισα να την παίζω αργά. Εκείνος δεν κουνήθηκε καθόλου.
Δεν θα το κρύψω. Γούσταρα. Που με κοίταζε ο ανώμαλος. Που γούσταρε τον πούτσο μου. Ή εμένα να παίζω τον πούτσο μου. Δεν ξέρω. Κάποιος εκτιμούσε αυτό που έκανα. Καμιά γκόμενα δεν θα δεχόταν να με κοζάρει την ώρα που τον παίζω. Καμιά γκόμενα δεν εκτιμούσε τη μαλακία, κάτι που γούσταρα πάρα πολύ. Αυτός το έκανε. Αυτά τα σκέφτηκα αργότερα. Εκείνη τη στιγμή, απλά τον έπαιζα μπροστά στο φιλοθεάμον κοινό.
Μετά από λίγο, έπιασα τον έαυτό μου να μην τον παίζει πια. Απλά τον κράταγα από τη βάση και τον κούναγα πέρα δώθε. Ή σήκωνα τις αρχιδάρες μου για να τις δει. Όταν τα άρχισα αυτά, εκείνος έβγαλε το γυαλί ηλίου, το έβαλε στη μπανάνα και έμεινε και πάλι ακίνητος. Ήθελε να βλέπει καλύτερα. Πλησίασα λίγο προς το άνοιγμα, πιο κοντά στην είσοδο της σπηλιάς, πιο κοντά του, να βλέπει καλύτερα.
Δεν ξεκολλούσε τα μάτια του απ’ τον πούτσο μου. Και δεν με χάλαγε. Δεν ήθελα καν να χύσω. Δεν ήθελα να τελειώσει. Αλλά σε λίγο ακούστηκαν κι άλλες πατημασιές. Κι άλλος. Δεν ήθελα να γίνουν πολλοί. Οι συσχετισμοί θα άλλαζαν, μπορεί να έχανα το πάνω χέρι. Λίγο πριν δω τη σκιά του δεύτερου πάνω στο μονοπάτι, άρχισα να ξεροχύνω. Και τότε, άκουσα τον πενηντάρι μπροστά μου να λέει “όλα, ρε... όλα” κοιτώντας τον πούτσο μου να φτύνει φλόκια πάνω στο έδαφος.
Γαμάτο, φίλε. Σα να τον έπαιζα μ’ έναν φίλο. Αυτό το “όλα”. Σταμάτησα να τον παίζω, άφησα τον πούτσο μου να κρέμεται λίγο στάζοντας. Ο δεύτερος που ήρθε ήταν κάπου στα τριάντα, με κοιλούμπα και καράφλα. Ήταν πίσω από τον πενηντάρι. Και μάλλον τρίβονταν. Ήταν ώρα να την κάνω. Φόρεσα βερμούδα και έκανα να τους περάσω.
Και καθώς τους περνούσα, ο πενηντάρης μου είπε “να τον χαίρεσαι”. Για τον πούτσο μου.
Ντάξ. Εννοείται ότι ξαναπήγα. Και ξαναπήγα. Και μεταξύ μας, ακόμα πηγαίνω που και πού. Και τώρα δεν μασάω, όσοι και να’ ναι, με το που αρχίσω να κατεβαίνω το μονοπάτι, τον βγάζω έξω να τον δουν όλοι οι παριστάμενοι και να μαζευτούν στο άνοιγμα της σπηλιάς για να δώσω το σώου.
Και εννοείται ότι δεν έχω κάνει τίποτα ποτέ μ’ αυτούς. Μόνο αυτό. Κατεβαίνω, τους δείχνω τον πούτσο μου, τους δείχνω πώς τον παίζω και το χαίρονται. Άλλοι τον παίζουν κι αυτοί. Άλλοι μπορεί να γαμηθούν ή να τσιμπουκωθούν. Αυτό με χαλούσε λίγο στην αρχή, με αηδίαζε να βλέπω άντρες να κάνουν τέτοια. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι είμαι η τσόντα τους. Ότι με βλέπουν και καυλώνουν. Και αυτό με έφτιαχνε περισσότερο. Και σιγά σιγά, πέρασαν και τα χρόνια, σταμάτησα να τους λέω και ανώμαλους. Άσε που τους χαίρομαι που κάνουν την καύλα τους έξω από το σπίτι. Πού να βρεις γκόμενες να τα κάνουν αυτά;
Αλλά όχι, δεν έχω κάνει ποτέ τίποτα μ’ αυτούς. Τώρα, αν εννοείς αυτό που κάνω “κάτι”, τότε ναι, έχω κάνει. Αλλά δεν έχω κάνει κάτι... πώς το λένε... σωματικό. 
Όλα στο μυαλό είναι, θα μου πεις. Ε ναι. νταξ. Αλλά δεν θα έκανα ποτέ κάτι σωματικό με άντρα. Δεν το’ χω, πώς το λένε; Θα προτιμούσα να ήταν γυναίκες εκεί, έξω απ’ τη σπηλιά. Αλλά γίνονται αυτά;
7 notes · View notes
kavlorapano-stories · 2 years
Text
Εξομολογήσεις Ι
Με λένε Νίκο και θέλω να σας μιλήσω για μία παρτούζα που είχαμε κάνει στα 35 με το φίλο μου το Λευτέρη.
Πάντα μαζί από μικροί με το Λευτέρη. Οι πρώτες μαλακίες. Τα πρώτα ναρκωτικά. Τα πρώτα γαμήσια. Όχι μεταξύ μας. Απλά πηγαίναμε μαζί σε διάφορα σκηνικά. Μετά, αρχίσαμε να πηδάμε μεγαλύτερους για τα λεφτά. Δεν ήταν άσχημα. Αλλά με χάλαγε πάντα το ότι δεν μπορούσα να του μιλήσω.
Του Λευτέρη. Ότι πάντα τον ήθελα. Μέσα μου. Μόνο εκείνον. Μόνο για μένα. Δεν ξέρω γιατί. Φοβόμουν ότι αν το μάθαινε, θα χάλαγε όλη η φάση. Ότι δεν θα ήθελε πια να κάνουμε τα σκηνικά παρέα. Να είμαστε μαζί. Γιατί ο Λευτέρης, παιδιά, ήταν αυτός κι ο πούτσος του. Δεν ήθελε δεσίματα. Ήθελε να σκίζει και να φεύγει. Να περνάει καλά, βασικά. Μικρό παιδί ήτανε. Κι εγώ μικρός ήμουν, βέβαια, αλλά... αλλά.
Και πήγαμε τέλος πάντων σ’ έναν ηθοποιό, δεν θα τον ξέρετε. Ήταν του κλασικού ρεπερτορίου. Μας είχε δει σ’ ένα πάρτυ και μας πλησίασε από μόνος του. Μας κοίταζε σαν ξερολούκουμα. Δεν ήταν κακός. Γύρω στα 48, αδύνατος, με γυαλιά και μπερέ. Ντάξει, είχαμε πάρει πολλά τέτοια.
Μας πήγε σπίτι του. Εμείς ήπιαμε ένα τσιγάρο, περιμένοντάς τον να βγει από το μπάνιο. Θυμάμαι ότι εγώ κοίταζα τη βιβλιοθήκη του, μάλιστα του ψείρισα κι ένα βιβλίο στο τέλος και ο Λευτέρης έψαχνε γενικά, κοίταζε τα κάδρα, τη διακόσμηση, ένα μεγάλο και παράξενο γλυπτό δίπλα στο κρεβάτι...
Και μετά σκάει μύτη. Ο ηθοποιός. Μ’ ένα κολλάρο στο λαιμό και τίποτα άλλο. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, ξάπλωσε πίσω και σήκωσε τα πόδια του ψηλά.
- Δεν θέλω να πάρω ανάσα, μας είπε. Πίπα κώλο θα με έχετε συνέχεια μέχρι να χύσετε. Εντάξει;
Δεν απαντήσαμε αλλά ο Λευτέρης τον είχε ήδη βγάλει έξω και τον έπαιζε. Εγώ έσβησα τον μπάφο και ανέβηκα στο κρεβάτι με τα παπούτσια. Το γουστάρουν όταν τους μαγαρίζεις το σπίτι. Γενικά. Στάθηκα γονατιστός πάνω απ’ το κεφάλι του, κατέβασα τη βερμούδα μου και του έβαλα τ’ αρχίδια στο στόμα.
Κι έβλεπα απέναντί μου το Λευτέρη να κάνει τα δικά του. Χαμογελούσε όπως θα φανταζόμουν ότι έκαναν οι σάτυροι. Σάλιωσε το δάχτυλό του και το έβαλε στον κώλο του ηθοποιού. Με κοίταξε έκπληκτος.
- Μαλάκα, είναι πολύ στενός.
Χαμογέλασα και έχωσα τον πούτσο μου στο στόμα του ηθοποιού. Εκείνος ρούφαγε αργά. Χάζευα το Λευτέρη, να έχει περάσει το μπλουζάκι του πάνω απ’ το λαιμό του. Τον ζήλευα τον πούστη. Χωρίς να γυμνάζεται και το σώμα του ήταν μόνο μυς και κόκκαλα. Κι αυτή η ψωλάρα. Πόσες φορές την είχα φανταστεί στον κώλο μου. Πόσες φορές την είχα γλύψει με το νου καθώς τον έπαιζα; Και τώρα τον έβλεπα για άλλη μια φορά, ντούρο και στητό να τον κρατάει με το’ να χέρι και να τον κοπανάει στη σβουνιά του ηθοποιού. Έφτυνε αλήτικα και τα’ τριβε στον πούτσο του και τελικά, κοιτώντας με χαμογελώντας, τον ακούμπησε στην τρύπα του ηθοποιού και άρχισε να σπρώχνει. Ο ηθοποιός βόγγηξε. Ο Λευτέρης με κοίταγε γελώντας.
Εγώ δεν γέλαγα. Δεν καύλωνα από την πίπα του πελάτη. Καύλωνα επειδή έβλεπα την παιδική μου καύλα, το Λευτέρη, να γλεντάει τον πελάτη μας. Κι έτσι όπως με βοηθούσε και το τσιγάρο που ήπιαμε, φαντάστηκα ότι εκείνη τη στιγμή, πηδούσαμε εμένα...
Ότι στη θέση του ηθοποιού ήμουν εγώ και με πηδούσε ο Λευτέρης, μου είχε βάλει την ψωλάρα του στον κώλο μου και άρχιζε τα γκάζια γελώντας, κοιτώντας αυτόν που μου έβαζε τον πούτσο του στο στόμα μου, ο οποίος ήταν και πάλι ο Λευτέρης.
Φαντάστηκα ότι με πηδούσανε δυο Λευτέρηδες, ότι δυο Λευτέρηδες γλεντάγανε το στόμα και τον κώλο μου και γελάγαν που το έκαναν.
Και όσο το φανταζόμουν αυτό, τόσο πιο βαθιά έχωνα τον πούτσο μου στο στόμα του ηθοποιού κι εκείνος άρχισε να κουνιέται να σταματήσω, αλλά εγώ στ’ αρχίδια μου, κοίταζα το Λευτέρη που τον γαμούσε αλύπητα τώρα κι εγώ του γάμαγα το στόμα κανονικά, άπλωσα τα χέρια μου κι άρχισα να παίζω τις ρώγες του Λευτέρη (τη μόνη σωματική επαφή που είχαμε τόσα χρόνια μαζι) κι εκείνος μου έκανε νόημα ότι θα’ χυνε κι εγώ ήμουν έτοιμος και πάνω στην καύλα και την έξαψη και τη φάση γενικώς την ώρα πέρασα το χέρι μου πίσω απ’ το σβέρκο του Λευτέρη και εκεί που ξεφορτώναμε κι οι δυο τα φλόκια μας στις τρύπες του ηθοποιού αρχίσαμε να φιλιόμαστε, δηλαδή, εγώ τον φίλησα πρώτος κι εκείνος με κοίταξε παραξενεμένος ή ίσως ξαναμμένος από το χύσιμο και συνέχισε να με φιλάει κι εκείνος και μετά κλείσαμε κι οι δυο τα μάτια και συνεχίσαμε να φιλιόμαστε καθώς χύναμε ακόμα μέσα στον ηθοποιό ο οποίος έσκουζε και βογγούσε κι ε��είς φιλιόμασταν καθώς συνεχίζαμε να τον γαμάμε πίπα κώλο.
Μέχρι που ο Λευτέρης έκανε πίσω, κοιτάζοντάς με σοβαρά. Μετά χαμογέλασε. Έκανα το ίδιο. Η φάση είχε σβήσει. Έβγαλα τον πούτσο μου από το στόμα του ηθοποιού και άρχισα να τον σκουπίζω πάνω στη φάτσα του. Ο Λευτέρης έβγαλε τον πούτσο του από τον κώλο του ηθοποιού και άρχισε να τον τρίβει με τα ζουμιά πάνω στην τρύπα του.
Αποφεύγαμε να κοιταχτούμε.
Ο ηθοποιός παρέμενε στη θέση του, με τα πόδια στον αέρα. Γεμάτος χύσια. Δεν είχε καυλώσει καν.
- Δεύτερος γύρος; ρώτησε ανυπόμονα.
Έκατσα στον καναπέ. Ο Λευτέρης πήγε στο τραπέζι και έστριψε έναν μπάφο. Ο ηθοποιός ανασηκώθηκε και μας κοίταζε.
- Τι έγινε; ρώτησε.
Δεν μιλήσαμε. Από τον καθρέφτη είδα το Λευτέρη να μου ρίχνει κλεφτές ματιές. Έφτιαξε τον μπάφο.
- Ντύσου, μου έκανε κι άρχισε να ντύνεται.
- Θα φύγετε από τώρα, μαλακισμένα; φώναξε ο ηθοποιός.
Σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του Λευτέρη.
- Τα λεφτά μας, είπε εκείνος, φορώντας το σώβρακό του.
- Δεν θα πάτε πουθενά, τσόλια. Δεν τελειώσαμε ακόμα.
- Είσαι γεμάτος φλόκια, άρα τελειώσαμε. Δώσε μας τα λεφτά μας γιατί πρέπει να πάω να τον γαμήσω.
Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα τον Λευτέρη. Με έδειχνε και με κοίταζε. Όταν έλεγε “να τον γαμήσω” εννοούσε εμένα. Ένιωσα ένα ρίγος να ανεβαίνει από τη ραχοκοκαλιά μου μέχρι το σβέρκο. Ο ηθοποιός άρχισε να βρίζει. Έβγαλε λεφτά από ένα συρτάρι και μας τα πέταξε. Ο Λευτέρης τα σήκωσε και με τράβηξε από το χέρι προς την πόρτα. Δεν είχα προλάβει να ντυθώ, ήμουν ακόμα με το σώβρακο, ίσα που άρπαξα το παντελόνι μου βγαίνοντας.
Μπήκαμε στο ασανσέρ. Πάτησα το κουμπί. Δεν τολμούσα να κοτάξω το Λευτέρη. Μέχρι που τον άκουσα να γελάει.
- Πάμε στην ταράτσα μου, είπε.
Κούνησα το κεφάλι μου θετικά, κοιτώντας την πόρτα του ασανσέρ. Ντρεπόμουν. Αλλά με τράβηξε απ’ τον ώμο και με έστρεψε προς το μέρος του. Κοιταχτήκαμε.
Και γελάσαμε.
Τέλος πάντων, πήγαμε στην ταράτσα του, ήπιαμε τον κώλο μας και γαμηθήκαμε τρεις φορές. Αλλά μετά τον έχασα. Κομμένες οι φάσεις. Με πείραξε. Το ήξερα ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο. Αλλά αυτό δεν το έκανε λιγότερο οδυνηρό. Ακόμα και σήμερα, χρόνια μετά, τον σκέφτομαι. Τι απέγινε, που να βρίσκεται. Τον ψάχνω στα σόσιαλ. Μπορώ να περάσω από το πατρικό του. Αλλά δεν τολμώ.
18 notes · View notes
kavlorapano-stories · 2 years
Text
Tumblr media
3K notes · View notes
kavlorapano-stories · 2 years
Text
Στο δρόμο
Εκεί που περπατούσαμε στην Ομόνοια ο πούτσος μου είχε πιαστεί περίεργα μέσα στο σώβρακο και, δια της τριβής, άρχισε να μου σηκώνεται. Ο δικός μου περπατούσε γρήγορα και έπρεπε να βιαστώ. Και η κατάσταση χειροτέρευε. Και δίπλα σ’ έναν πάγκο με περιοδικά, τον πιάνω στον ώμο και τον σταματάω.
- Ρε συ, μου πρήστηκε.
Ο δικός μου γύρισε και κοίταξε τον καβάλο μου. Φαινόταν.
- Για να δω.
Γονάτισε, μου κατέβασε το φερμουάρ και τον έβγαλε έξω. Ήταν τέρμα ντούρος. Ο πλανόδιος σφύριξε.
- Ωραίο εργαλείο, μεγάλε, μου φώναξε.
Του έκλεισα το μάτι και γύρισα στο δικό μου.
- Έλα να σου ρίξω έναν εδώ στον πάγκο, ε;
Και πριν αντιδράσει γύρισα στον πλανόδιο:
- Μάστορα, δεν σε πειράζει να του ρίξω έναν πούτσο εδώ στον πάγκο σου, ε;
- Και το ρωτάς; Κάντε δουλειά σας.
Ο δικός μου άρχισε να ξεκουμπώνεται.
- Αμάν, ρε μαλάκα, θα αργήσουμε, έκανε ότι παραπονιόταν. 
Εγώ, όμως, κοιτούσα ήδη την κωλάρα του. Μια κυρία που περνούσε, γύρω στα 50, μας πλησίασε.
- Παλικάρι, δώσε μου την τσάντα σου, να την κρατάω να μην είναι κάτω. Θα αργήσετε;
- Δεν νομίζω, της είπε ο δικός μου και της έδωσε το μπακπακ του. 
- Ευχαριστούμε, της είπα και μετά έφτυσα στο χέρι μου.
- Αλοίμονο, έκανε εκείνη κοιτώντας με καθώς έτριβα τον πούτσο μου με το σάλιο μου.
Ο δικός μου είχε ήδη στηριχτεί στον πάγκο με το ένα χέρι και με το άλλον τον ψιλοέπαιζε. Εγώ του έβαλα δυο δάχτυλα στον κώλο κι εκείνος βόγκηξε. Ο πλανόδιος γέλασε.
- Πονούν, ωρέ, τα παλικάρια; είπε και γελάσαμε κι οι τέσσερις.
Του τον έχωσα αργά και επανέλαβα μέχρι να συνηθίσει.
- Ντάξει, δώσε, μου είπε.
Εν τω μεταξύ, άρχισε να μαζεύεται και κόσμος ολόγυρα.
- Τρως ωραία πούτσα, αγορίνα, του είπε η κυρία με την τσάντα. 
Εγώ δεν της έδινα σημασία. Έφτυσα ξανά κάτω και προσπάθησα να του τον σφηνώσω όλον, αλλά ήταν νωρίς. Ο δκός μου, εν τω μεταξύ, είχε καυλώσει και τον έπαιζε κανονικά. Άρχισα να δίνω ρυθμό και τον ένιωθα σιγά σιγά να μπαίνει όλο και περισσότερο. Αργά αλλά όλο και πιο μέσα. Ο κόσμος γύρω μας περίμενε. Ένας είχε βγάλει το κινητό του και τραβούσε το σκηνικό. Και τότε έσκασε μύτη ένας μπάτσος, γύρω στα 35. Στάθηκε δίπλα μου και μας χάζευε. Γύρισα και τον κοίταξα χαμογελώντας.
- Τι γίνεται; Γλεντάμε; Γλεντάμε;
- Το κατα δύναμιν, του κάνω.
Και τότε βάζει τις χερούκλες του πάνω στα κωλομέρια του δικού μου και του τα σηκώνει προς τα πάνω.
- Καλύτερα έτσι; με ρώτησε.
- Μια χαρά, αδερφέ, δεν νομίζω να αργήσω.
- Κά��ε δουλειά σου, μόλις σχόλασα, δεν βιάζομαι, είπε καθώς κοιτούσε τον πούτσο μου να γαμάει.
Άρχισα να δίνω γκάζια. Ένιωθα και τον δικό μου να τον παίζει πιο γρήγορα. Πού και πού έριχνε μια ματιά στον μπάτσο που μας βοηθούσε. Από το πηγαδάκι ακούγονταν σφυρίγματα. Και ξαφνικά, σκάει δίπλα μας μια οικογένεια: ένας ντάντης κάπου στα 45, λιανός καυλόφατσα με τη γεματούλα γυναίκα του και ένα καροτσάκι με το μωρό τους.
- Ρε γυναίκα, να δώσω ένα χεράκι; της κάνει.
- Ναι, ρε παιδιά, άντε ένας να πάει, ο μικρός θα αργήσει να χύσει, φώναξε ένας από το πλήθος.
Εκείνη τον κοίταξε, κοίταξε κι εμάς και του χαμογέλασε σα να ήταν ο ήρωάς της.
- Πήγαινε, αγάπη μου. Θα σε περιμένω στο μαγαζί.
Κι εκείνη έφυγε. Κι εκείνος ήρθε δίπλα μου και τον έβγαλε έξω. Είχε ένα πολύ καλό παλαμάρι, άκοφτο, μαυριδερό.
- Να σου πω, άμα του τον βάλω στο στόμα θα χύσει πιο γρήγορα, τι λες;
Από το σίγμα, κατάλαβα ότι ήταν αλβανός.
- Ναι, ρε, ευχαριστούμε, ρε μαν, κι εγώ όπου να’ ναι τα ρίχνω, δεν θ’ αργίησουμε, του έκανα εγώ και άρχισα να δίνω πόνο τώρα.
Ο μπάτσος εν τω μεταξύ, δεν κρατούσε μόνο τα κωλομέρια του δικού μου, τα σφαλιάριζε κι όλας, που και πού.
- Σκίσ’ του τον κώλο, ρε, φώναξε κάποιος.
Ο αλβανός πήγε μπροστά απ’ το κεφάλι του δικού μου κρατώντας τον πούτσο του. Ο δικός μου τον κοίταξε. Είμαι σίγουρος ότι τον γούσταρε. Ήταν το γούστο του.
- Ευχαριστώ, κράτα τον απλά μπροστά μου να τον μυρίζω, είπε ο δικός μου.
Ο αλβανός άρχισε να τον παίζει αργά κοντά στη μύτη του δικού μου. Εγώ δεν άντεχα άλλο αυτή την καύλα. Κολλάω πάνω του και αρχίζω να ξεροχύνω μέσα στον κώλο του. Ο μπάτσος άφησε τον κώλο του δικού μου και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
- Μπράβο, ρε παίχτη, βγάλτα όλα, φώναξε χαμογελώντας.
Το πλήθος χειροκρουτούσε. Ο πλανόδιος σήκωσε τον αντίχειρά του. Η κυρία με την τσάντα απλά μας κοίταζε χαμογελώντας.
Ο δικός μου συνέχισε να τον παίζει, μυρίζοντας τον πούτσο του αλβανού. Συνέχισα να τον πηδάω, αλλά ένιωθα τον πούτσο μου να χαλαρώνει μέσα στον κώλο του. Έκανα νόημα στον μπάτσο να πλησιάσει το αυτί του.
- Να σου πω, εγώ χαλαρώνω, δεν του ρίχνεις κι εσύ έναν πούτσο να ξεκαυλώσει το αγοράκι μου;
- Σόρρυ, φίλε, είμαι στρέητ, έκανε ο μπάτσος.
- Ε, τότε πήγαινε πιάσ’ τον απ’ το λαιμό και σφίξ’τον λίγο. Δεν είναι δύσκολο αυτό, ναι;
- Όχι, βέβαια, είπε εκείνος.
- Μπράβο, είπε η κυρία δίπλα μας.
Κι έτσι, καθώς ο δικός μου γαμιόταν από το χαλαρό παπάρι μου και μύριζε την πούτσα του αλβανού, ξαφνικά ένιωσε τη χερούκλα του μπάτσου να του σφίγγει το λαιμό και με ένα πνιχτό μουγκρητό άρχισε να πετάει τα φλόκια του στο πεζοδρόμιο. Κι άλλα χειροκροτήματα. Ο κόσμος φώναζε: “΄Ό-λα, ό-λα”. Μείναμε σ’ αυτή τη στάση για κανένα λεπτό μέχρι να ηρεμήσει και μετά του τον έβγαλα κι εκείνος σηκώθηκε. 
- Τελικά έναν πούτσο τον ήθελα, είπε στο μπάτσο γελώντας.
Το κοινό μας διαλυόταν σιγά σιγά. Η κυρία μου έδωσε ένα χαρτομάντηλο να σκουπιστώ. Ο αλβανός τον έβαλε μέσα.
- Ευχαριστούμε, φίλε! του είπα.
- Ντάξει ρε, άνθρωποι είμαστε, κι εσείς το ίδιο θα κάνατε στη θέση μου, μου έκανε και πήγε να βρει την οικογένειά του.
- Μπράβο σας που βοηθάτε τον πολίτη σε κάθε ευκαιρία, είπε η κυρία στον μπάτσο, τον οποίο ψιλοζαχάρωνε.
Εκείνος απλά μας αποχαιρέτησε όλους και έφυγε.
- Μπράβο, παλικάρια μου, να πάρε την τσάντα σου παιδί μου, είπε η κυρία.
Την ευχαριστήσαμε, τον φίλησα και φύγαμε.
13 notes · View notes
kavlorapano-stories · 2 years
Text
Ανθόσπαρτος Ι
(Ηθελα να γράψω μια ιστορία από την οπτική του σαμπ - μπότομ. Με τη βοήθεια του πουστράκου μου, σκαρώσαμε κάτι. Αυτή είναι η αρχή)
Τον περίμενα ώρες να πάρει. Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, τρελαινόμουν. Και το’ ξερε. Ο γαμιόλης. Με είχε βάλει ήδη να τον παίξω δυο φορές μέσα σ’ ένα μισάωρο και να του στείλω βίντεο τη στιγμή που θα έχυνα. Και το έκανα. Και όλα αυτά για να με αφήσει να πάω να με γαμήσει. Μόνο και μόνο για να του γλύψω το παπάρι αφού θα είχε ραντίσει το κωλάντερό μου.
Και με παίρνει το κωλόπαιδο, το μαλακισμένο που γαμώ το σπίτι του γαμώ, και μου λέει να βάλω κάμερα. Τι να κάνω... Η γυναίκα μου ήταν ακόμα στο σπίτι. Πηγαίνω τουαλέτα. Κλειδώνω. Βάζω ακουστικά.
Ήταν μ’ αυτά τα αμάνικα τα φανελάκια που φαίνεται το μπράτσο το χύμα, ο γαμιόλης. Και μια καδένα χοντρή στο λαιμό. Ο πούτσος μου άρχισε να τρέμει. Το κωλάντερό μου ήθελε ράντισμα.
“Βγάλ’ τον έξω και βάρα. Να σε βλέπω”.
“Μα δεν είμαι μόνος μου...”, ψιθύρισα στο ακουστικό.
Βαράει το χέρι στο τραπέζι μπρος του. Ένα ποτήρι πάνω του πάει παραλίγο να πέσει. Το στήθος του φούσκωσε μέσα απ’ το φανελάκι. Κάνει ένα λακάκι στη μέση.
“Τι μιλάς ρε βρωμόμουνο μη σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις; Βγάλ’ τον έξω και παίχ’τον αμέσως, πούστρα”.
Όταν μου βάζει τις φωνές, παραλύω. Όλος. Ανάβει το αίμα μου. Κατέβασα το σώβρακο, έπιασα τον πούτσο μου και άρχισα να τον ζουμπάω. Ο νους μου ήταν μια στο κινητό και μια στην πόρτα.
“Τι θα γίνει, πουτανίτσα; Δεν σου σηκώνεται, κωλόγρια;”
Πώς μου μιλάει έτσι, το μαλακισμένο, μη του γαμήσω. Αλλά πάλι, γιατί όταν μου μιλάει έτσι αυτό το κωλόπαιδο, που έχει τα μισά μου χρόνια, ο πούτσος μου γίνεται κοντάρι; Επίτηδες το έκανε. Γι’ αυτό ακριβώς.
“Μπινελίκια θες, μωρή γαμιόλα; Τι τι θες τη γυναίκα, μωρή μουστόγρια; Αφού γουστάρεις πούτσους να σε οργώνουν.”
Ναι, ήταν αλήθεια. Ήμουν για πούτσους. Μόνο. Και ειδικά για τον πούτσο του. Τι παπάρι είχε, ο καριόλης.
“Χύσε, μωρή πούστρα. Άμα δεν χύσεις, δεν ξανάρχεσαι εδώ.”
Δυσκολευόμουν. Ντάξει, είμαι και 49. Και τότε, σηκώνεται και στην κάμερα βλέπω το σώβρακό του. Από κείνα τα παλιά, τα μινέρβα, δεν ξέρω που τα βρίσκει ο πούστης. Και το κατεβάζει, και πέφτει το κρέας του με γδούπο φαρδύ πλατύ πάνω στο τραπέζι. 
“Τέλειωνε, σε περιμένει το Κρέας. Αν δεν ξαναχύσεις, δεν έρχεσαι.”
Σάλιωσα δάχτυλο και το έχωσα στο γκώλο μου. Πάντα πετυχαίνει αυτό. Τα΄ νιωθα να ανεβαίνουν. Και ξαφνικά, χτυπάει η πόρτα.
“Γιώργο, είσαι καλά;” φώναζε η γυναίκα μου από μέσα.
“Μην απαντάς της αρχίδως” μου έκανε ήρεμα κουνώντας το Κρέας μπροστά στην κάμερα. “Χώσε πιο μέσα το δάχτυλο, παίξε το πουλάκι σου και χύσε”.
Δεν άντεχα άλλο. Δαγκώνοντας τα χείλια μου προσπαθώντας να πνίξω το βογκητό, άρχισα να χύνω στο νεροχύτη.
“Γιώργο;” ξαναφώναξε η Μάρθα.
“Μπράβο, πουστάρα. Έλα τώρα να τον φας. Αν δεν είσαι εδώ σε μισή ώρα, η πόρτα κλείνει”, είπε και το’ κλεισε.
Ακούμπησα το κούτελό μου στον καθρέφτη λαχανιασμένος. Κοίταζα την ανάσα μου να αχνίζει πάνω στο τζάμι του.
“Καλά είμαι” φώναξα στη Μάρθα. “Θα με πείραξε το σάντουιτς που έφαγα στη δουλειά”.
Εκείνη δεν απάντησε. Ευτυχώς δεν έκανε να ανοίξει την πόρτα. Άνοιξα τη βρύση και άρχισα να πλένω τα χέρια μου. Κοιτάζοντας το πρόσωπό μου στον καθρέφτη μπροστά. Εμένα. Τον Γιώργο. Τον οικογενειάρχη, που τον παίρνει από δω κι από κει. Που κρύβεται πίσω από τη μάσκα του αγριάνθρωπου. Τον ντουλάπα που έχει μια φάτσα σαν κατάδικος. Που μου άρεσει να με γαμάνε πιτσιρίκια. Και να με χτυπάνε. Και να με ξεφτιλίζουν. Και να με κλέβουν. Και να τα παρακαλάω να το κάνουν. Δεν σκεφτόμουν καν τη δικαιολογία για να βγω τέτοια ώρα. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να βγω και να πάω να με σκίσει το Κρέας. Η σούφρα μου είχε σπασμούς.
Ανέβασα το σώβρακο, άνοιξα την πόρτα και πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Η Μάρθα ήταν μέσα και δίπλωνε ρούχα. Κάπου από μέσα, άκουγα το γιο μου να μιλάει στο τηλέφωνο. Άνοιξα την ντουλάπα και έβγαλα ένα παντελόνι. Εκείνη κοίταζε το σώβρακό μου. Είχε προσέξει ότι ήταν βρεμένο.
“Πού πας;” με ρώτησε.
Την κοίταξα. Έντονα. Δεν γύρισε το βλέμμα. Έχει σηκώσει κεφάλι.
“Πρέπει να βγω.”
“Να πας πού;”
Είχε σηκώσει μπαϊράκι τελευταία. Δυσκολευόμουν πολύ να σκεφτώ κάτι, ενώ φορούσα το πουκάμισό μου και υπολόγιζα πώς θα έφτανα πιο γρήγορα στην Κυψέλη. Δεν με ενδιέφερε καν πια να την βάζω στη θέση της.
“Με ακούς;”
“Πρέπει να φύγω, με περιμένουν.”
“Ποιοί, ρε Γιώργο;”
Ένας πούτσος, σκέφτηκα.
“Ένας φίλος”, είπα. Και είπα το χειρότερο. Γιατί ήξερε ότι δεν είχα. Φίλους. Κρυβόμουν πάντα απ’ όλους. Ήμουν σ’ όλους ψεύτικος. 
“Ποιός φίλος;” 
Έδεσα τα παπούτσια μου και έβαλα μπουφάν.
“Δεν κόβεις την ανάκριση;” της είπα απειλητικά. “Μην ανησυχείς, θα σε πάρω τηλέφωνο”, της είπα και ακούστηκε τόσο ηλίθιο και ένοχο και ξένο που καλύτερα να μην έλεγα τίποτα. Πήρα τα κλειδιά και έφυγα.
Το μόνο που είχε σημασία ήταν η πρώτη σφαλιάρα που θα έτρωγα όταν θα έμπαινα σ’ εκείνο το υπόγειο στην Κυψέλη.
Για πότε έφτασα, κλείδωσα τ’ αμάξι και έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας του δεν ξέρω. Έβαλα το δάχτυλο στο κουδούνι του και το άφησα εκεί μέχρι που άνοιξε. Μπούκαρα και κατέβηκα τις σκάλες. Η πόρτα του ήταν ανοιχτή. Πηχτός καπνός έβγαινε από μέσα. Μπήκα. Ήταν στην πόρτα με το σώβρακο ο πούστης και είχε και το Κρέας γεμάτο γεμάτο να κρέμεται έξω. Γυάλιζε κι όλας. Κλώτσησε την πόρτα να κλείσει, μ’ έπιασε απ’ το λαιμό και με κόλλησε στον τοίχο. Κι ας του έριχνα δυο κεφάλια
“Βγάλε έξω το πουλάκι σου, πουστάρα” είπε χαμηλόφωνα. Με κοιτούσε κατ’ ευθείαν στα μάτια με τέτοιο τρόπο που κόντευα να παραλύσω. Μπερδεύτηκα τόσο που αντί να πιάσω το φερμουάρ του τζην μου έπιασα το Κρέας. Μου’ ριξε αυτόματα μια γερή σφαλιάρα που ζαλίστηκα. Δάκρυσα.
“Πρόσεξε, πουτανίτσα. Έχεις χαζέψει τελείως. Σου είπα να βγάλεις έξω τη μπάμια σου, όχι να μου τον πιάσεις. Τελείωνε γιατί έχουμε και δουλειές”.
Συμμορφώθηκα. Τι εννοούσε “έχουμε και δουλειές”; Δεν θα κρατούσε πολύ; Θα με ξεπέταγε και θα με έδιωχνε; Ξεκουμπώθηκα και τον έβγαλα έξω.
“Μπράβο, πουστάρα. Για να δούμε, τώρα; Μπορείς να ξαναχύσεις;”
Τόλμησα να αντιδράσω με το βλέμμα μου. Σα να του’ λεγα “όχι, όχι πάλι!”. Παιδιά, σ’ αυτή την ηλικία δεν γίνεται να τον παίζεις έτσι εύκολα τέσσερις φορές σε μία ώρα και κάτι. Έπιασα τον πούτσο μου και συγκεντρώθηκα σ’ αυτό που έβλεπα. Τον κοίταζα παντού. Στους σμιλεμένους ώμους. Στο πρόσωπο του που ήταν σχεδόν παιδικό. Στο κοντοκουρεμένο κεφάλι του. Στη νιότη του, γενικά. Εκείνος με κοίταζε. Το κατάλαβε. Ότι τον χρησιμοποιούσα για βοήθημα. Μου έσφιξε κι άλλο το λαιμό και μου έριξε δυο σφαλιάρες. Έπιασε. Ο πούτσος μου άρχισε να ανταποκρίνεται.
“Γουστάρεις μωρή πουστάρα πιτσιρίκια; Λέγε μωρή ξεφτίλα, που το παίζεις και άντρας στο σπίτι σου, λέγε μη σου γαμήσω!” άρχισε να φωνάζει και μου έριξε μια ροχάλα στο μάτι. Πήγα να σκουπιστώ αλλά δεν με άφησε και με έφτυσε και στο άλλο. Δεν έβλεπα τίποτα πια. Τον ένιωθα μόνο. Το χέρι του να μου σφίγγει το λαρύγγι. Τη μυρωδιά του ιδρωμένου του κορμιού.  Τη μυρωδιά της τσιγαρίλας και των άπλυτων πιάτων. Μέχρι και τον πούτσο του μύριζα που ποιός ξέρει από πότε είχε να τον πλύνει.
“Μια χαρά σου σηκώθηκε πουστρού. Ήθελες ζόρια για να σου σηκωθεί, ε;”
Του έγνεψα καταφατικά καθώς τον έπαιζα πολύ γρήγορα τώρα. Εκείνος έπεσε με όλο του το βάρος πάνω μου και με στρίμωξε πάνω στον τοίχο. Το χέρι του έσφιξε το λαιμό μου τόσο δυνατά που η γλώσσα μου βγήκε έξω. Μου τέλειωνε ο αέρας.
“Θα σε σκοτώσω, ρε καριόλη, χύσε τώρα” μου ψυθίρησε και πριν τελειώσει άρχισα να χύνω σαν τρελός. Ελευθέρωσε αμέσως τον λαιμό μου κι εγώ έπεσα κάτω κι έμεινα εκεί καθιστός προσπαθώντας να πάρω ανάσα, παίζοντας ακόμα τον πούτσο μου και με τα φλόκια να πετάγονται. Τον έβλεπα να βγάζει το βρακί του και να κάθεται στο τραπέζι. Άρχισε να στρίβει έναν μπάφο.  Και να μου λέει τι θα κάναμε εκείνη τη μέρα.
Ξέρεις γιατί σε πέθανα στη μαλακία; Δεν θέλω να σου σηκωθεί σήμερα. Δεν θα χύσεις. Σήμερα δεν θα καυλώσεις, δεν θα νιώσεις ηδονή. Σήμερα είναι η μέρα που τον παίζω. Όλη μέρα. Αργά. Γυμνάζω το Κρέας για να είναι γερό. Είναι μυς και πρέπει να ασκείται. Κανονικά έχω ένα παιχνίδι γι’ αυτό. Αλλά σκέφτηκα ότι το κωλόμουνό σου είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτό που θέλω. Σήμερα, λοιπόν, θα σε γαμάω αργά για όσο πάρει. Προσπαθώντας να μη χύσω. Και μάλιστα, πρέπει να φροντίσεις να κρατήσω όσο περισσότερο γίνεται. Γιατί έτσι και μου το χαλάσεις, θα σου χαρακώσω τη μάπα. Εσύ απλά θα το βουλώνεις, θα κάνεις αυτό που σου λένε και θα γαμιέσαι. Όχι από καύλα. Δεν το ζητάει το σώμα σου, όχι. Όχι μετά από τόση μαλακία. Θα γαμιέσαι όπως και όσο θέλω επειδή είσαι πουτάνα. Κατάλαβες; Μπορεί να είσαι δυο μέτρα ντούκι, να τρομάζεις τον κόσμο με τη φάτσα και τους τρόπους σου, αλλά εγώ ξέρω τι είσαι. Ξέρω ότι είσαι ζητιάνα του πούτσου.
Εγώ, ακόμα καθισμένος στο πάτωμα δίπλα στην πόρτα, έβλεπα το ιδρωμένο θρασίμι να κάθεται γυμνό και να στρίβει και το Κρέας να κρέμεται από την καρέκλα και τα σάλια μου έτρεχαν. Αυτά που μου έλεγε με φούντωναν. Ναι, το ήθελα. Ας με γαμούσε όσο ήθελε, δεν χρειαζόταν να είμαι καυλωμένος. Δεν ήθελα να χύσω. Δεν χρειαζόταν. Ήθελα να υπηρετήσω το κρέας.
Συνήλθα. Σηκώθηκα και έβγαλα το παντελόνι μου. Το πέταξα στο πάτωμα, εκεί που είχα χύσει. Ο πούτσος μου μίκραινε και μίκραινε στάζοντας ακόμα. Γύρισα την πλάτη στο γαμιά μου και τράβηξα προς τα πάνω τα κωλομέρια μου. Του έδειχνα την τρύπα μου. Να δει τι θα πάρει.
- Τι πουτάνα που είσαι, ρε γαμιόλη! Βάλε ένα δάχτυλο χωρίς να το σαλιώσεις, είπε, συνεχίζοντας να στρίβει.
Έβαλα έναν δείκτη στην τριχωτή τρύπα μου και άρχισα να την τρίβω.
- Βάλτο τώρα, καριόλα, δεν θέλω προετοιμασίες, χώστο όπως είναι.
Ήθελε να πονέσω. Άρχισα να σπρώχνω. Πονούσα. Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα ότι ήταν το Κρέας. Ότι προσπαθούσε να με βιάσει. Έσπρωξα κι άλλο. Και μπήκε. Το έχωσα όλο μέσα με τη μία και άρχισα να το κινώ κυκλικά. 
- Σου’ χουν ματώσει ποτέ τον πάτο μωρή πουστρού; 
Δεν απάντησα. Μόνο τούρλωσα ακόμα περισσότερο τον κώλο μου και άρχισα να γαμιέμαι με το δάχτυλό μου. Άκουσα τον αναπτήρα να ανάβει. Τον άκουσα να τραβάει ρουφηξιά.
- Έλα δω, μου είπε.
(συνεχίζεται)
12 notes · View notes
kavlorapano-stories · 2 years
Text
Το πάρτυ στου Παλαμά V
-Ωωωω, έκανε ο Μπάμπης μόλις με είδε μπουκωμένο με τ’ αρχίδια του θείου.
Του έριξα ένα θυμωμένο βλέμμα και σταμάτησε.
- Τι έγινε, Καυλοράπανε; Ρούφας και πούτσες, τώρα; Κοίτα μη γίνεις αδερφή, είπε ο Σωτήρης από την καρέκλα του υπολογιστή με τον μπάφο στο χέρι. Με καταχέριαζε με το βλέμμα του.
Καλά μου έκαναν. Ντάξει, γενικά δεν τον παίρνω, το έχω δοκιμάσει και δεν μου άρεσε. Μπορεί να έφταιγαν οι δύο άνθρωποι που με γάμησαν, μπορεί κι εγώ, μπορεί το σώμα μου, μπορεί το σώμα τους, δεν με νοιάζει να το ψάξω. Γουστάρω να γαμάω, περνάω καλά. Τέλος. Αλλά καλά μου έκαναν τώρα. Γιατί πάντα έκραζα. Τον Μπαμπίνο, ο οποίος ήταν ακόμα πιο κομπλεξικός από μένα γιατί ρουφάει χυμένες πούτσες αλλά ούτε γαμάει ούτε γαμιέται γιατί ντρέπεται επειδή τον έχει μικρό και ο κώλος του είναι γεμάτος ραγάδες από μικρός. Αντί να προσπαθήσω να τον ξεκολλήσω, να του πω ότι “σ’ όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε”, τσιμπουκλή τον ανέβαζα πάντα ψωλορουφήχτρα τον κατέβαζα. Ή τον Παλαμά, όταν ξεκίνησε να τον παίρνει στα 26 του, τι κράξιμο του είχα ρίξει. Πούστης είσαι, ρε; Θα τον παίρνεις σαν πουτανίτσα τώρα; Κι εκείνος δεν έλεγε τίποτα, μόνο χαμογελούσε. Όχι μόνο επειδή μιλάει σπάνια έτσι κι αλλιώς. Γιατί καταλάβαινε αυτό που δεν καταλάβαινα εγώ τότε.
Ότι κι εγώ πούστης είμαι, γιατί γαμάω αντρικούς κώλους. Κι εγώ πετάω το βρακί μου για γαμήσια, σαν πουτανίτσα. Πάντα ήταν σοφός ο Παλαμάς. Δεν μου έλεγε τίποτα, γιατί ήξερε ότι αργά ή γρήγορα, θα το καταλάβαινα μόνος μου.
Και βέβαια, μην ξεχνάμε το θείο. Δεν σας έχω πει για τον θείο.
Με τον θείο ήμασταν πάντα κοντά από μικροί. Όταν κατάλαβε ότι ο Ζαφείρης, ο ανιψιός του, το πήγαινε το γράμμα, τον κατατόπισε μια χαρά. Κι όταν αρχίσαμε να ανοιγόμαστε ένας ένας, μας βοήθησε. Δεν μας εκμεταλλεύτηκε ποτέ. Μας δίδαξε. Μας έμαθε τι έπρεπε να κάνουμε και τι όχι. Μας βοήθησε να βρούμε τους ρόλους μας. Μας πρόσεχε. 
Εμένα με συμπαθούσε πιο πολύ απ’ όλους. Ή έτσι φαινόταν. Ή έτσι το καταλάβαινα. Πάντως, μόλις του μίλησα, με πήγε σ’ έναν φίλο του, τον Ίγκορ που δουλεύανε μαζί οικοδομή και μείναμε εκεί όλη τη μέρα. Φάγαμε, ήπιαμε και μετά μου έμαθαν τον κώλο. Ο φίλος του ήταν απίστευτο κομμάτι. Με μακριά γενειάδα, ψηλός, ντούκι, ρώσικη προφορά, κοκκινοτρίχης. Φορούσε ένα καρώ πουκάμισο και έμοιαζε με ξυλοκόπο. Μετά το φαί, πήγε μέσα. Εγώ με το θείο μείναμε λίγο στην κουζίνα. Μου έλεγε διάφορα για να με χαλαρώσει, γιατί είχα τρακ. Και μετά πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα.
Ο ξυλοκόπος καθόταν στην άκρη του κρεβατιού. Φορούσε μόνο το πουκάμισο ξεκούμπωτο κι από μέσα ανάβλυζε η τρίχα. Η μαλαπέρδα του κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια του. Αν ήταν τόση ξεκαύλωτη, πόσο γινόταν καυλωμένη; σκέφτηκα.
Έλα μέσα, μου έκανε ο θείος.
Ο Ίγκορ μου έκανε νόημα να σταθώ μπροστά του. Το έκανα. Άρχισε να μου χαϊδεύει τον καβάλο.
- Ντάξει, Καβλοπα...
- Καυλοράπανο, τον βοήθησα.
- Ναι, αυτό... Κοίτα, α άντρες είμαστε, δεν κρειάζεται ντρέπεσαι.
Τι φωνή είχε ο πούστης.
- Ό,τι θες, θα το λες, είπες ο θείος. Ο Ίγκορ είναι πολύ έμπειρος. Και σε γουστάρει. Θα κάνει ό,τι θες. Αρκεί να του το πεις.
- Αλλιώς κάνει ό,τι τέλω εγώ!
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο βαρβάτος κοκκινοτρίχης στο κρεβάτι μπροστά μου μπορούσε να γίνει η πουτάνα μου. Νόμιζα ότι όσοι τον έπαιρναν ήταν λατέρνες στον κατήφορο, αν με πιάνετε. Τέτοιος ήμουν. Τόσα ήξερα, τόσα νόμιζα. Τον κοίταζα με ένα μείγμα καύλας και περιέργειας.
Τελικά, μου κατέβασε τη βερμούδα και ο πούτσος μου έμεινε να κρέμεται μπροστά στη φάτσα του. Χασκογέλασε.
- Τι είναι αυτό; γύρισε στο θείο. Εκείνος μου έτριψε τα μαλλιά.
- Το παιδί είναι ψωλαράς, στο είπα.
- Να το καίρεσαι το παπάρι σου, παλικάρι, είπε ο Ίγκορ χωρίς να παίρνει τα μάτια του από το εργαλείο μου, το οποίο πρηζόταν ολοένα.
Το πήρε στα χέρια του, το ζύγισε. Τράβηξε το δέρμα και αποκάλυψε το πουτσοκέφαλο. Με κοίταξε χαμογελώντας. Ο πούτσος μου σκίρτησε στα χέρια του. Ο Ίγκορ άρχισε να τον τρίβει στην κόκκινη, πυκνή γενειάδα του. Ο θείος σήκωσε την μπλούζα μου και μου την έβγαλε.
- Όλα οκ, μικρέ; με ρώτησε.
Τον κοίταξα και έγνευσα θετικά. Εκείνος έσκυψε στο αυτί μου καθώς ο Ίγκορ έβαλε το πουτσοκέφαλό μου στο στόμα του και άρχισε να το πιπιλάει πολύ αργά.
- Μπορείς να του κάνεις ό,τι θες, μικρέ. Πιάσ’ τον απ’ όπου θες. Ό,τι σου βγαίνει. Μην κρατιέσαι. Δεν πονάει. Δεν ταπεινώνεται. Είναι εδώ για να ξεχαρμανιάσεις. Να βγάλεις την καύλα σου. Μπορείς απλά να βαρέσεις μαλακία και να τον βάλεις να σου δείχνει τον κώλο του ή τον πούτσο του.
Ο πούτσος μου ήταν ήδη τέλεια πρησμένος έτσι χωμένος μέσα στο μεγάλο στόμα του Ίγκορ, όταν εκείνος τον έβγαλε.
- Μπορώ να το κάνω αυτό όλη μέρα. Αν θες κάτι άλλο, πες μου.
- Να...
Με κοίταξαν κι οι δυο.
- Πες το, ρε! έκανε ο θείος χτυπώντας με στην πλάτη.
Έκλεισα τα μάτια.
- Θέλω να δω τον κώλο σ...
Ο Ίγκορ γέλασε. Σηκώθηκε αμέσως όρθιος και έκατσε στα τέσσερα στο κρεβάτι, με τον κώλο του στραμμένο μπρος μου.
Τα καπούλια του ήταν τετράγωνα, γεμάτα κρέας. Δυο όγκοι από μυς και λίπος καλυμμένοι από ένα πυρρόξανθο τρίχωμα. Μια τριχωτή χαράδρα στη μέση. Από κάτω κρέμονταν σαν πορτοκάλια τ’ αρχίδια του, καφεκόκκινα από τις τρίχες του. Και πιο κάτω, η ψωλή του, αντάξια του μεγέθους του υπόλοιπου σώματος, κουνιόταν πέρα δώθε.
Κοίταξα δειλά τον θείο και προχώρησα. Έβαλα τα χέρια μου στα κωλομέρια του “ξυλοκόπου” και τα χάιδεψα. Τα χέρια μου τον ψαχούλεψαν παντού. Τελικά, σταμάτησαν στη χαράδρα του. Την έτριβα από πάνω μέχρι κάτω. Με το άλλο χέρι, χούφτωσα τις αρχιδάρες του και τις τράβηξα προς το μέρος μου. Η ψωλάρα του, που είχε γίνει κάγκελο πλέον, έγειρε κι αυτή προς τα έξω.
- Απ’ ό,τι βλέπεις, είπε ο θείος, ο πούτσος σου είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ την τρύπα του.
Έφτυσε στο χέρι του και άρχσε να τρίβει την κωλότρυπα του Ίγκορ.
- Γι’ αυτό, χρειάζεται μια προεργασία.
Του έχωσε ένα δάχτυλο μέσα. Ο Ίγκορ βόγκηξε λίγο με τη μπάσα φωνή του. Ταυτόχρονα άρχισε να κουνάει τον τουρλωμένο κώλο του προς το μέρος μας.
- Βλέπεις; Του αρέσει. Για δοκίμασε.
Έφτυσα στο χέρι μου και άρχισα να τρίβω την τρύπα του γίγαντα. Εκείνος μούγκριζε, ίσως για να με ενθαρρύνει. Πολύ αργά, άρχισα να χώνω το δάχτυλό μου μέσα.
- Όχι έτσι, μικρέ. Το δάχτυλό σου, όπως μπαίνει, πρέπει πάντα να οδηγεί απ’ την πλευρά της πούτσας. Εκεί είναι ο προστάτης.
- Τι είναι αυτό; ρώτησα.
- Εϊναι καλό, θα σου πω άλλη φορά.
Έβγαλα το δάχτυλο και το ξανάβαλα σωστά. Εκείνη τη στιγμή, ο θείος έσκυψε δίπλα μου, έφτυσε στο χέρι του και, πιάνοντας σφιχτά τον πετρωμένο πούτσο μου, άρχισε να μου τον μαλακίζει, στην ουσία λιπαίνοντάς τον με το σάλιο του.
- Κι άλλο δάκτυλο, φώναξε ο Ίγκορ.
Εϊχα ξεθαρρέψει. Έτριψα με δυο δάχτυλα την τρύπα του και προσπάθησα να τα πιέσω αργά προς τα μέσα.
- Κώσε, ρε παιδί. Δεν παθαίνω τίποτα εγκώ, έκανε ο Ίγκορ. Γέλασα. Τα’ χωσα και τα δυο. Έφτυσα κι άλλο και άρχισα να τον γαμάω με αυτά.
Η θεϊκή κωλάρα του φαινόταν σα να χώνευε τα δάχτυλά μου. Ο τρόπος που κουνιόταν έμοιαζε να σα ήθελε να τα φάει. Ο θείος σηκώθηκε και με έστησε πιο κοντά.
- Άντε, τρίφ’ του και τίποτα άλλο τώρα, μου είπε.
Έπιασα τον υγρό πούτσο μου και άρχισα να τον τρίβω στην κοκκινωπή κωλοτρυπίδα. Ο Ίγκορ μουρμούρισε κάτι στα ρώσικα. Φοβόμουν ότι θα έχυνα. Δεν φτάνει που ζούσα κάτι πρωτόγνωρο, είχα και την αίσθηση του τριχωτού του κώλου να στέλνει κύματα καύλας μέσω του πούτσου μου. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκα.
Κόλλησα το πουτσοκέφαλό μου στην τρύπα του και έσπρωξα.
Ήμουν άγαρμπος. Ο Ίγκορ τινάχτηκε.
- Κάτσε, ρε παιδί, δεν είναι μουνί, είπε ο θείος.
- Ντάξει, δεν τρέκει τίποτα, μ’ αρέσει άγκριος, είπε ο Ίγκορ. Εϊχε γυρίσει το κεφάλι του και έβλεπα τον πόνο στο βλέμμα του. Τα κοκκινωπά φρύδια του είχαν κάνει τόξα και τα πράσινα μάτια του ήταν μισόκλειστα.
Άρχισα να κουνιέμαι αργά προς τα μπρος. Ο θείος έσκυψε πάνω απ’ το σκηνικό και έστειλε μια ροχάλα πάνω στον κορμό της ψωλής μου. Μπήκα πιο άνετα. Ο Ίγκορ στεκόταν τώρα μόνο στο ένα χέρι. Με το άλλο μαλάκιζε το τεράστιο καυλί του.
- Μπράβο, μικρέ, χαίρεται ο κώλο μου, μούγκρισε.
Τον έπιασα δειλά από τη μέση και κόλλησα πάνω του. Ο πούτσος μου ήταν μέσα πέρα για πέρα. Άρχισα να το γαμάω αργά και βαθιά, όταν ένιωσα ένα απότομο σπρώξιμο μπροστά. Ο Ίγκορ φώναξε. Γύρισα και κοίταξα το θείο μου με απορία.
- Σπρώχνε με φόρα, παίχτη. Σκίστου την κωλότρυπα. Κάνε ό,τι γουστάρει ο πούτσος σου, γι’ αυτό είναι σκυμμένος ο ψηλός.
Χαμογέλασα. Βγήκα λίγο και ξανακόλλησα τη μέση μου πάνω του. Ο Ίγκορ ζοριζόταν. Το ξανάκανα. Ο πούτσος μου ήταν στα όριά του. Θα έχυνα σε λίγο. Άρχισα να αυξάνω ταχύτητα. Κάθε φορά που έσκαγα πάνω στην κωλάρα του, έβλεπα τα κωλομέρια του να πάλλονται απ’ την ορμή. Έκλεισα τα μάτια.
- Θα μου φύγουν, είπα στο θείο.
- Όλα μέσα, μικρέ, άσ’ τα όποτε θες.
Ο Ίγκορ τράβηξε τα κωλομάγουλά του με τα χέρια του προς τα πάνω καθώς φόρτσαρα και άρχισα να ξεροχύνω στην επική κωλάρα του. Θυμάμαι τα μουγκρητά μου. Εκείνη τη στιγμή, ο θείος πέρασε τα χέρια του κάτω απ’ τις μασχάλες μου και άρχισε να μου τσιμπάει τις ρώγες. Ουφ! Κόντευα να πεθάνω από την καύλα. Συνέχισα να γαμάω τον Ίγκορ. Κοίταξα κάτω και είδα τον πούτσο μου να μπαινοβγαίνει, αφρίζοντας από τα φλόκια που ανακατεύονταν μέσα στο κωλάντερό του.
Τελικά, τον έβγαλα και έμεινα ακίνητος. Ο Ίγκορ σηκώθηκε και γονάτισε μπροστά μου.
- Φκαριστώ, μικρέ.
Πήρε τον πούτσο μου και άρχισε να τον ρουφάει αργά. Ξαφνικά, ένιωσα το θείο από πίσω μου, γονατισμένο, να μου ανοίγει τα κωλομάγουλα. Έκανα να γυρίσω.
- Δεν σου κάνω τίποτα, μαλακάκο, κάτσε να δεις, θα σ’ αρέσει.
Κι έτσι, ενώ ο Ίγκορ μου ρούφαγε το ψωλοχυμμένο παπάρι, ο θείος άρχισε να μου γλύφει τον κώλο. Ανατρίχιαζα από την καύλα. Ασυναίσθητα σήκωσα τα χέρια μου. Νόμιζα ότι θα πετούσα. Ο Ίγκορ είχε τρελαθεί, γλύφοντας μια τ’ αρχίδια μου μια τον πεντακάθαρο πλέον πούτσο μου. Τελικά, ο θείος σηκώθηκε και μ’ έσπρωξε να πέσω στο κρεβάτι. Ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου. Ο Ίγκορ ξάπλωσε χαμηλότερα από μας, για να έχει πρόσβαση στον πούτσο μου.
- Πώς σου φάνηκε, μεγάλε; με ρώτησε ο θείος
Δεν ήξερα τι να του πω. Ντρεπόμουν ακόμα.
- Πολύ δυνατό..., κατάφερα να πω.
- Έχεις πολύ καλό κρέατο, είπε ο Ίγκορ που χάιδευε τον πούτσο μου.
Γελάσαμε.
- Λάθος είπα, ε; Ας ρουφάω πούτσα καλύτερα, είπε και ρούφηξε αργά το πουτσοκέφαλό μου.
- Άκου, μικρέ. Αν σου άρεσε αυτό, κάνε αυτό. Εγώ, πάντως, θα σου έλεγα να γαμηθείς κι όλας, να ξέρεις αν σου αρέσει κι αυτό.
- Μπα, δεν..., πετάχτηκα ο κομπλεξικός.
- Ποτέ μη λες ποτέ.
- Μέχρι που ήρθα Ελλάδα, δεν ήξερα ότι πεινάει κώλο μου, είπε ο Ίγκορ μαλακίζοντας με αργά.
Τον κοίταζα υπνωτισμένος. Αυτό το κτήνος πραγματικά λάτρευε την πούτσα.
- Όταν έφαγα, κατάλαβα ότι γουστάρω. Όχι ντροπή, μικρέ. Εμένα το ξέρουν όλοι στο συνεργείο. Δεν με κοροιντεύει κανείς...
- Γιατί είσαι ντουλάπα, του είπα.
- Δεν με φοβούνται ρε, κάνουμε και πλάκα. Είναι... πώς το λες.
- Αυτό που σου λέει είναι ότι το επέβαλε με το δικό του τρόπο. Δεν κρύβει τίποτα. Δεν φοβάται. Να το θυμάσαι αυτό μικρέ, είπε ο θείος και σηκώθηκε.
- Α, και κάτι άλλο. Δεν αφήνουμε ποτέ το γαμήσι μας άχυτο.
- Ναι, ρε! φώναξε ο Ίγκορ και σηκώθηκε.
Δεν καταλάβαινα.
- Τι να κάνω, δηλαδή;
- Δεν ξέρω, είπε ο θείος. Ρώτα τον πώς θέλει να τον κάνεις να χύσει.
Ο Ίγκορ ήταν ήδη στα γόνατα.
- Θέλω γκαμάς κεφάλι μου.
Ο πούτσος μου ήταν ακόμα σκληρός, δεν είχε πέσει. Τον πλησίασα κρατώντας τον.
- Γκάμα σαν κώλο κανονικά, είπε και άνοιξε το στόμα του.
Τον έβαλα μέσα στο στόμα του και τον έσπρωξα μέχρι όσο έπαιρνε. Τον έπιασε βήχας. Βγήκα.
- Όχι, αν βήχω, εσύ γκάμα κανονικά, σαν κώλο, επέμεινε.
Τον ξανάχωσα και άρχισα να του γαμάω το στόμα, χαϊδεύοντας την κόκκινη γενειάδα του. Εκείνος κρατούσε την ψωλάρα του και με τα δυο χέρια και βάραγε μαλακία. Η φάση με ξανακαύλωσε κι εκείνος το κατάλαβε. Θα ξανάχυνα. Ο θείος γονάτισε από πίσω του και άρχισε να τον γαμάει με τα δάχτυλά του. Ο Ίγκορ έβηχε κι απ’ το στόμα του έβγαιναν αφροί και κρέμονταν σάλια.
- Θα ξαναχύσω, φώναξα.
Και άρχισα να φεύγουν τα φλόκια μέσα στο λαρύγγι του. Ο Ίγκορ άρχισε να βογκάει. Βγήκα και εκείνος φώναζε απ’ την καύλα. Απ’ την ψωλάρα του πεταγόταν βροχή το σπέρμα. Φώναζε λαχανιασμένος, με το στόμα του να τρέχει υγρά.
- Φχαριστώ, μικρέ..., είπε και άρχισε να γλύφει το σπέρμα απ’ τα χέρια του.
Ο θείος σηκώθηκε και τον χάιδεψε στο κεφάλι.
- Εμείς σ’ ευχαριστούμε, γορίλα. Πάμε στο σαλόνι για μπύρες;
Ήταν μια μέρα που δεν θα ξεχνούσα ποτέ.
Και λογικό ήταν να τη θυμηθώ ξανά, εκείνη τη μέρα στο πάρτυ του Παλαμά, καθώς ετοιμαζόμουν να τσιμπουκώσω το Θείο με τη μαεστρία που του άξιζε.
Του το χρωστούσα. Και παρ’ όλο που του χρωστούσα, τον έκραξα. Έκραξα το Θείο στο πάρτυ του Παλαμά.
Είχε έρθει η ώρα να ξεπληρώσω το χρέος.
(Συνεχίζεται)
Τα προηγούμενα μέρη:
Το πάρτυ στου Παλαμά
Το πάρτυ στου Παλαμά ΙΙ
Το πάρτυ στου Παλαμά ΙΙΙ
Το πάρτυ στου Παλαμά IV
10 notes · View notes
kavlorapano-stories · 2 years
Note
Μια παρεξηγημενη απολαυση την οποια εκτιμουν λιγοι κ μιλουν γι'αυτην ακομη λιγοτεροι: να χεζεσαι πανω σου. Νομιζω θα μπορουσες να γραψεις κατι γι'αυτο.
Δεν το' χω μ' αυτά, σου λέω, ρε τρελέ! Αν θες, γράψε εσύ μια ιστορία γι' αυτό κι αν τη διαβάσω και μου τον σηκώσει θα την ανεβάσω στο μπλογκ. Οκ; (Αν και κάτι μου λέει ότι η απάντησή σου θα είναι τόσο out of this world που θα την ανεβάσω έτσι κι αλλιώς)
0 notes
kavlorapano-stories · 2 years
Note
Αυτή την ώρα που στέλνω αυτό το ασκ, έχουν φύγει εδώ και 10 λεπτά από την πλατεία Αμερικής, 3 τηλεκατευθυνόμενοι κουραμπιέδες και κατευθύνονται προς τον κώλον σου. Θα έπρεπε να φταρνίζεσαι περισσότερο και να γαμάς λιγότερο. Ο κωλομπαρισμός έγινε υποχρεωτικός. Όποιος δεν γίνει κωλομπαράς έχει πρόστιμο 100 ευρώ. Ο Μάκης ο κωλομπινές έβαλε φωτιά στ'αρχίδια του και μετά αυτοκτόνησε. Κι αν αναρωτιέσαι γιατί σου γράφω μετά από τόσο καιρό, αναρωτήσου. Έχω χύσει μέσα σε όλα τα αντισηπτικά στο σπίτι.
Με διαβάζουν σουρρεαλιστές!!! Με τρελαίνεις, συνέχισε να στέλνεις.
0 notes
kavlorapano-stories · 2 years
Note
vale fotia se ena potiri xysia kai tha me thymitheis
Άμα χύσω σε ποτήρι, ο δικός μου θα το κάνει να πριν το ανάψω. Καν'το και ανέβασε βίντεο.
0 notes
kavlorapano-stories · 2 years
Note
thelo na xeso mesa sto stoma sou
Δε μπαίζει. Δεν το' χω καθόλου μ' αυτά.
0 notes
kavlorapano-stories · 3 years
Text
Κόλλα το
- Ρε μαλάκα, έχω θέμα.
- Πε.
- Είναι ένας φίλος στρέητ που γουστάρει μια φάση.
- Σιγά μην είναι στρέητ...
- Ρε μαλάκα, σου λέω, είναι στρέητ, αλλά του αρέσει να του γλύφουν τον κώλο με τις ώρες. Δεν θα σε αφήσει να του κάνεις τίποτα άλλο.
- Ούτε πίπα;
- Ούτε.
- Να τον παίζω μπορώ, τουλάχιστον;
- Ναι, ρε, κανονικά. Θα πίνετε τα τσιγάρα σας, εσύ θα τον γλύφεις κι εκείνος θα τον παίζει. Ψήνεσαι;
- Και γιατί δεν το κάνεις εσύ;
- Εγώ μόνο πούτσες γλύψω, ψηλέ.
Δεν το σκέφτηκα πολύ. Του είπα να του δώσει τα στοιχεία μου και περίμενα. Όχι πολύ. Μια ώρα.
Κι έρχεται, μαλάκες, ένα τυπάκι καραφλό με τρίχα μακριά πάνω απ’ το πηγούνι, γεμάτο σκουλαρίκια και τατουάζ. Χαμογελούσε αμήχανα.
- Βαγγέλης.
- Σταύρος.
- Έλα μέσα.
Μπήκε και άφησε το κράνος στο τραπέζι.
- Χάρλευ;
- Πού το κατάλαβες;
Έλα ντε...
- Άκου φίλε...
- Ο Σωτήρης με ενημέρωσε. Κατ’ αρχήν, μπράβο σου που δεν μασάς να κάνεις την καύλα σου.
- Φχαριστώ, απλά σου ξεκαθαρίζω ότι δεν θα κάνουμε τίποτα άλλο.
- Φίλε, δεν ξέρεις σε ποιον μιλάς. Μπορώ να σε γλυφοκωλιάζω για μέρες. Παίρνω και καλά τσιμπούκια, βέβαια...
- Όχι, μαν. Κι αυτό δεν θα ζητούσα από άντρα να το κάνει, αλλά οι γκόμενες δεν καταλαβαίνουν. Κατάλαβες...
- Ναι, ρε. Τι να καταλάβουν, δεν έχουν προστάτη. Τέλεια, απλά σε γλύφω και τον παίζω. Κανένα δάχτυλο, ίσως...
- Μπόμπα, είπε, έβγαλε έναν μπάφο, τον άναψε κι έκατσε.
- Μην κάθεσαι, έλα μέσα, του είπα.
Στο υπνοδωμάτιο έχω την τηλεόραση πολύ ψηλά στον τοίχο. Έπαιζε ήδη τσόντες.
- Έτσι θα βλέπεις χωρίς να σε εμποδίζει το κεφάλι μου.
- Είσαι αδερφός, ρε! είπε και μου έδωσε το τσιγάρο.
- Ξεβρακώσου, του είπα και τράβηξα τρεις απανωτές.
Δεν ντρεπόταν. Έβγαλε παντελόνι και σώβρακο. Μια τεράστια ψωλάρα τραμπάλιζε ανάμεσα στα πόδια του.
- Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ..., του είπα. Γέλασε.
- Ντάξει...
- Για γύρνα.
Εκεί κόλλησε λίγο.
- Ξεκόλλα, σε λίγο θα σου κάνω τη σούφρα σούπα...
Με κοίταξε διστακτικά.
- Σωστά, είπε και γύρισε.
Ο κώλος του ήταν δύο τετράγωνοι μυς. Τίποτα άλλο. Είχε λακάκια στα πλαΐνά.
- Πω, ρε φίλε... του είπα και του έδωσα τον μπάφο.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που είχα συμφωνήσει ήταν πολύ δύσκολο, τελικά. Έπρεπε να τον γαμήσω. Έπρεπε. Δεν ήθελα. Έπρεπε. Ήταν ανάγκη.
- Ξάπλωσε ανάσκελα με τον μπάφο, όπως είσαι.
- Δεν χάνεις χρόνο, ε;
Ξάπλωσε και σήκωσε την μπλούζα του. Το στομάχι του ήταν τριχωτό. Του έδωσα τασάκι και το λάδι.
- Α, είσαι αδερφός, ρε!, είπε.
Γονάτισα μπροστά του και του σήκωσα τα πόδια ψηλά. Η τρίχα που είχε η σούφρα του ήταν αραιή, αλλά φαινόταν. Η τρύπα του ίσα που φαινόταν. Την έφτυσα. Πήγε να πιάσει τον πούτσο του.
- Μην τον παίζεις ακόμα, πιες το τσιγάρο σου. Θέλω να δω κάτι.
- Μέσα, μου είπε και κοίταζε τις τσόντες στην οθόνη.
Άρχισα να τρίβω την ροχάλα μου στην τρύπα του. Ήταν πολύ στενή, αδούλευτη, γαρ. Δεν άντεξα πολύ. Άρχισα να γλύφω αργά την τρυπούλα του, τραβώντας τα σκληρά κωλομάγουλά του στην άκρη. 
- Σκίστην, ρε πούστη! φώναξε ο Σταύρος στην τηλεόραση.
Τον κοίταξα.
- Α, λέω τέτοια στις τσόντες. Δεν σε πειράζει, ε;
Τον κοίταζα σαν υπνωτισμένος.
- Φίλε, κάνε ό,τι θες. Σ’ ευχαριστώ για τον κώλο που μου δίνεις. Δεν υπάρχει.
- Δώσε πόνο, ρε τρελέ, μου είπε και συνέχισε να βλέπει την τσόντα.
Σήκωσα τ’ αρχίδια του και άρχισα να γλύφω πάνω κάτω το περίνεο. Όταν έβγαλα αρκετό σάλιο, προσπάθησα να περάσω τη γλώσσα μου μέσα στην τρύπα του. Αντιστεκόταν πολύ. Επέμενα. Και τότε κατάλαβα ότι αυτό που περίμενα έγινε. Η ψωλάρα του Σταύρου ήταν σούπερ καυλωμένη πάνω στο στομάχι του.
- Ξύπνησε απ’ το γλύψιμο το τέρας, του κάνω.
- Να το λαδώσω τώρα;
- Τώρα κάνε δουλειά σου, του λέω και αρχίζω να του κάνω μασάζ στην τρύπα ενώ δάγκωνα τα σφιχτά κωλομέρια του.
- Βάρα τα κι όλας, μου είπε.
“Ε ρε πούστη”, σκέφτηκα, “πούτσα που θα σου τράβαγα”. Άρχισα να μαλάσσω την τρύπα του με το δάχτυλο και να την γλύφω, παράλληλα. Ο πούτσος μου κρεμόταν ελεύθερος έξω απ’ το βρακί. Ο Σταύρος ρίχνοντάς μου που και πού κάτι καχύποπτες ματιές, έριχνε λάδι στην ψωλάρα του. Αυτό έτρεχε αργά μέχρι τη βάση. Μετά άφησε το μπουκάλι στο κομοδίνο, γράπωσε το έμβολό του απ’ τον κορμό και άρχισε να απλώνει το λάδι. Οι φλέβες γυάλιζαν. Το πουτσοκέφαλο έλαμψε. Ο Σταύρος έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. Η τρύπα του είχε χαλαρώσει. Κόλλησα το στόμα μου και έχωσα τη γλώσσα μου μέσα. Ο Σταύρος άφησε ένα μμμ, συνεχίζοντας να μαλακίζεται αργά, με κλειστά τα μάτια. Παράλληλα, άρχισα να μαλάσσω τις αρχιδάρες του. Άνοιξε τα μάτια.
- Είσαι μάστορης, ρε, είπε βραχνά.
Του’ κλεισα το μάτι και όρμησα στην τρύπα του. Η γλώσσα μου είναι αρκετά μακριά, οι φίλοι μου με λένε τράγο. Οπότε μπορείς να πεις ότι αυτό που του έκανα ήταν ό,τι πλησιέστερο σε γαμήσι. Και μάλιστα, σήμερα μπορώ να πω ότι ήταν ό,τι πλησιέστερο σε γαμήσι θα του έκανα ποτέ, μιας και το μόνο που κάνουμε δυο φορές το μήνα είναι ακριβώς αυτό: να έρχεται και να του γλύφω τον κώλο μέχρι να χύσει. Στην αρχή, με χάλαγε, τώρα πια ανυπομονώ κάθε φορά. Τέλος πάντων, που είχαμε μείνει; Α ναι.
Είχα ένα μπουκάλι νερό δίπλα μου και τράβηξα μια τζούρα.
- Μάλλιασε η γλώσσα μου, του είπα και έκανα ότι έβγαζα μια τρίχα από τη γλώσσα μου.
Το σκέφτηκε λίγο και άρχισε να γελάει. Πόσο καύλα ήταν ο τύπος! Γέλαγε λοξά με μια μαγκιά... Τι να λέμε τώρα, ήθελα απλά να σηκωθώ και να του τον καρφώσω επι τόπου.
- Φίλε, να κάνουμε παρέα, γενικά, είπε κρατώντας τη λαδωμένη ψωλάρα του μπροστά στη μούρη μου. Φαίνεσαι οκ.
Σαν απάντηση, κοιτώντας τον στα μάτια, άρχισα να ξαναγλύφω το τριχωτό κωλοτρυπίδι του. Εκείνος γύρισε τα μάτια του στην οθόνη και συνέχισε να ταλαιπωρεί τον πούτσο του.
Γύρισα το δάχτυλό μου πάνω στην τρύπα του και δειλά, πολύ δειλά, το άφησα να μπει όσο έπαιρνε. Δηλαδή, μέχρι το νύχι. Εκείνος βόγκηξε και με κοίταξε παραξενεμένος.
- Ώπα, ρε!
- Τι;
- Για πάμε λίγο σιγά, μου είπε.
Το έβαλα αργά λίγο πιο μέσα και μετά το έβγαλα. Έφτυσα και το ξανάκανα.
- Πω ρε φίλε... Τι’ ν’ αυτό; είπε με κλειστά τα μάτια τώρα.
Του άρεσε το δάχτυλο του καριόλη. Συνέχισα να το κάνω αργά και να φτύνω, για να μην τον ενοχλεί.
- Μη σταματάς, μαν, τι καύλα είναι αυτή, ρε μπρο!
Σιγά μη σταματούσα. Τον έπαιζε γρήγορα τώρα. Εγώ συνέχισα να φτύνω και να τον γαμάω με το δάχτυλο. Μούγκριζε. Σκεφτόμουν να του τον έχωνα την ώρα που έχυνε, αλλά δεν πρόλαβα.
- Χύνω, είπε πνιχτά και τινάχτηκε. 
Απ’ την ψωλάρα του, την οποία μαλάκιζε φουλ τώρα, άρχισε να πετάγεται το φλόκι κουβάδες. Ο πρώτος πίδακας τον πέτυχε στο σαγόνι, μετά γέμισε την κοιλιά του. Με πήραν κι εμένα λίγα σκάγια στο κούτελο. Έγρουζε σα ζώο ενώ συνέχιζα να τον γαμάω με το δάχτυλο.
- Μη σταματάς, αδερφέ! έλεγε και ξανάλεγε πνιχτά καθώς τα χύσια συνέχισαν να βγαίνουν απ’ το πουτσοκέφαλο και να τρέχουν πάνω στο χέρι του και στο φλεβάτο κορμό της πούτσας του.
Αλλά εγώ έβγαλα το δάχτυλο και άρχισα να γλύφω το κωλοτρυπίδι του με μανία. Νέο κύμα καύλας χτύπησε το Σταύρο. Η γλώσσα μου ήταν σχεδόν η μισή μέσα του. Παράλληλα, τον έτριβα στο περίνεο. Εκείνος προσπαθούσε να πνίξει τα βογκητά του, συνεχίζοντας να τον παίζει. Όταν ένιωσα ότι σταμάτησε να τρέμει, σταμάτησα και σήκωσα το κεφάλι μου.
Το στρεητόνι κοιτούσε το ταβάνι λαχανιασμένο, γεμάτος χύσια και κρατώντας τον πούτσο του, πάνω στον οποίο τα ζουμιά του είχαν αφρίσει.
- Τι έγινε, ρε; τον ρώτηαα και του κατέβασα τα πόδια.
Εκείνος έκανε να γελάσει, αλλά τον διέκοπταν ρίγη από την καύλα.
- Ρε φίλε...
Σηκώθηκα και πήρα τον μπάφο που είχε αφήσει στο τασάκι. Τον άναψα και τον κοίταξα.
- Τι;
- Ρε φίλε..., ξαναείπε.
Έφερα το χαρτί απ’ την κουζίνα, έκοψα ένα τεράστιο κομμάτι και του το πέταξα. Εκείνος το ακούμπησε πάνω στο στομάχι του και έμεινε εκεί, χωρίς να σκουπίζεται.
- Τι;
- Καύλα η φάση, ρε φίλε. Καλύτερο απ’ ό,τι νόμιζα.
Ήμουν ακόμα καυλωμένος. Ο πούτσος μου έβγαινε απ’ το σώβρακο και σημάδευε πάνω. Τράβηξα μια ρουφηξιά.
- Εσύ δεν θα χύσεις; με ρώτησε.
- Δεν θα πάμε άλλον ένα γύρο; τον ρώτησα.
Χαμογέλασε.
- Στο μυαλό μου είσαι, μπρο. Να στρίψω ��λλον ένα, ε;
Σκουπίστηκε γρήγορα και σηκώθηκε. Ο γυαλιστερός πούτσος του χτυπούσε πάνω στα μπούτια του καθώς πήγαινε στο τραπέζι. Πήγε κι άλλο χαρτί και σκούπισε και το κωλαράκι του. Άρχισε να βγάζει τα σέα από το μπουφάν του.
- Να σου πω... δεν σε πειράζει που δεν κάνουμε τίποτα άλλο; Εμένα άμα μου το ζητούσε αυτό γκόμενα, θα με πείραζε.
- Τι να σου πω, ρε φίλε... Εγώ ζω για το γλυφοκώλι και σκέφτηκα να σου τον χώσω αρκετές φορές αλλά... να σου πω και κάτι; Με καυλώνει και περισσότερο έτσι.
Μπόμπα, είπε και σήκωσε το χέρι του. 
Σήκωσα και το δικό μου. Και τα κολλήσαμε στον αέρα.
26 notes · View notes
kavlorapano-stories · 3 years
Text
Πρέβασμα
Είχαμε πάει στο χωριό του για διακοπές. Περίπου. Τέλος πάντων.
Η ατραξιόν της γειτονιάς ήταν ο ψηλός που έμενε δυο σπίτια παρακάτω. Έβγαινε με το σκύ��ο του πρωί και βράδυ, φορώντας αμάνικη μπλούζα και βερμούδα και γύριζε πάντα χωρίς την μπλούζα. Το πιο αρμονικό σώμα που είχαμε δει. Λαγώνιοι φουλ, μυς και λίπος τόσο όσο, όπως πρέπει, χωρίς περιττά χημικά. Καυλόφατσα από τις λίγες, πάντα με γυαλί ηλίου. Τον έκοψα με τη μία.
- Αυτός πίνει, είπα στο δικό μου.
- Αυτός είναι αρραβωνιασμένος, μαλάκα. Κόψε τις μαλακίες.
- Σκάσε, του είπα και βάλθηκα να στρίβω δυο δίφυλλα.
Το ένα το ήπιαμε επιτόπου. Καθώς περνούσε μπροστά από το μπαλκόνι μας πηγαίνοντας προς την παραλία, πρέπει να του έσκασε η μυρωδιά και γύρισε. Δεν είπε τίποτα. Συνέχισε. Όταν σβήσαμε το τσιγάρο, σηκώθηκα και έβαλα σαγιονάρα.
- Σήκω, είπα στο δικό μου.
Βγήκαμε και πήγαμε στο δασάκι δίπλα στην παραλία. Του είχαμε στήσει καρτέρι. Δεν περιμέναμε πολύ. Μετά από λίγο, το κάτασπρο ακόμα σώμα του ξεχώριζε μέσα στο σκοτάδι από τη φωταψία της ΔΕΗ. Άναψα τον μπάφο και γύρισα στον δικό μου.
- Θα κάνεις ό,τι σου λέω.
Το ξέρω ότι τον καυλώνει όταν του μιλάω έτσι.
Ο τύπος έφτασε στο μέρος που περιμέναμε και πέρασε από δίπλα μας, όταν τον χτύπησε δυνατά η μυρωδιά. Κοντοστάθηκε. Γύρισε και μας είδε. Του έκανα νόημα να έρθει. Δεν περίμενα τίποτα. Γι’ αυτό ήρθε.
Του έδωσα τον μπάφο. Εκείνος στάθηκε με την πλάτη σ’ ένα δέντρο και άρχισε να ρουφάει. Στο άλλο χέρι, κρατούσε το ριτρίβερ του.
- Θα σε κεράσουμε και κάτι άλλο, του είπα.
Ήμουν σίγουρος ότι θα έφευγε, αλλά το έκανα. Γύρισα στον δικό μου και έβαλα το ένα χέρι μου στον ώμο του.
- Σκύψε και πάρ’ του μια πίπα.
Ο τύπος γέλασε. Ο δικός μου κώλωσε. Τον έσπρωξα με δύναμη και έπεσε στα γόνατα μπροστά στο αλήτικο άγαλμα που έπινε το μπάφο μας. Και που δεν κουνήθηκε. Ο δικός μου έπιασε δειλά το λάστιχο της βερμούδας του και το κατέβασε. Αργά. Μαζί με το σώβρακο. Ο τύπος είχε κανονικό τρίτο πόδι. Με το που είδα την ψωλάρα του σκέφτηκα αμέσως ότι ήθελα να τον γαμήσω πάση θυσία.
Αλλά ήξερα ότι αυτό ειδικά δεν επρόκειτο να συμβεί.
Ο τύπος δεν έφευγε. Παρ’ όλο που ο δικός μου είχε πάρει το παλαμάρι του στο στόμα και το βύζαινε αργά. Τελικά είχαν δίκιο που έλεγαν ότι όλοι στο Πρέβασμα είναι δυνάμει αδερφές. Έσκυψα κι εγώ δίπλα στο δικό μου, έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα σκέλια του τύπου και ξεχώρισα δυο πελώρια αρχίδια. Ο πούτσος μου ένιωθε κλειστοφοβία μέσα στο σώβρακο. Άρχισα να τα βάζω εναλλάξ στο στόμα μου και να τα ρουφάω.
Ο σκύλος δίπλα μας έτρωγε πεσμένες φλούδες ευκάλυπτου. Ο τύπος συνέχιζε να πίνει αργά το τσιγάρο μας και να κοιτάζει τριγύρω. Ο πούτσος του, τέλεια πρησμένος πια, ήταν βαθιά χωμένος στο λαρύγγι του δικού μου. Τον έβγαλα και άρχισα να τον ρουφάω κι εγώ αργά. Ο δικός μου έγλυφε όση πούτσα δεν χωρούσε στο στόμα μου. Τα σάλια μας έτρεχαν. Αλλά εγώ ήθελα κάτι άλλο.
Κοίταξα ψηλά στον τύπο.
- Άνοιξε καλά τα πόδια σου. Ξέρω ένα κόλπο.
Το ρίσκο ήταν μεγάλο να φύγει. Αλλά το έκανα. Μόλις άνοιξε τα πόδια, άφησα τον δικό μου να τρελαίνεται με την ψωλάρα του, πήγα από πίσω, άρπαξα τα μυώδη κωλομέρια του, τα άνοιξα και άρχισα να γλύφω το σουφρί του.
Τον ένιωσα να τινάζεται. Έκανε να τραβηχτεί, αλλά τον έπιασα απ’ τα πόδια και τον επανέφερα στη θέση του. Δεν ξανατραβήχτηκε. Μάγκες, δεν το πίστευα το κωλοτρυπίδι που είχα μπροστά μου. Ο τύπος ήταν στρεητόνι, κανείς δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με τη σούφρα του. Φαινόταν. Ήταν μικροσκοπική, μέσα στην τρίχα. Ένιωθα το σφιγκτήρα του δυνατό πάνω στη γλώσσα μου. Την έκανα πλατιά και προσπαθούσα να καλύψω όσο περισσότερο έδαφος μπορούσα με κάθε γλυψιά. Δεν το πίστευα ότι δεν έφυγε. Με το ένα χέρι έπιασα τ’ αρχίδια του και τα τράβηξα προς τα κάτω και με το άλλο τραβούσα το κωλομέρι του με τη μούρη χωμένη ανάμεσα.
Και τότε άκουσα τον τύπο να βογκάει. Έγυρα να δω τη φάτσα του και είχε κλείσει τα μάτια του πια. Ο δικός μου του βάραγε καλό τσιμπούκι μαλακία. Είχε πωρωθεί με την απρόσμενη ψωλάρα. Άνοιξα καλά καλά τα κωλομέρια του τύπου και άρχισα να τον γαμάω με τη γλώσσα μου. Και ξαφνικά ένιωσα το χέρι του να πιάνει το κεφάλι μου και να το σπρώχνει πιο δυνατά πάνω στην κωλοτρυπίδα του. Είχε αφήσει το λουρί του σκύλου, ο οποίος, όμως, δεν έφευγε. Θα μου πείτε, τι θα άφηνε; Τον μπάφο; Τον έγλυφα σα να μην υπήρχε αύριο. Ο πούτσος μου έβγαινε πλέον από την βερμούδα.
Και τότε τον ένιωσα να σφαδάζει. Ξερόχυνε μέσα στο στόμα του δικού μου. Ή πάνω στη φάτσα του. Δεν έβλεπα. Συνέχισα να είμαι χωμένος ανάμεσα στα κωλομέρια του και η γλώσσα μου του έγλυφε το κωλάντερο. Τον ένιωθα να τρέμει. Με το ένα χέρι άρχισα να τον τρίβω ανάμεσα στ’ αρχίδια και το κωλοτρυπίδι. Κι εκεί τινάχθηκε απ’ την καύλα. Μούγκρισε δυνατά. Αν περνούσε κανείς θα μας είχε ακούσει σίγουρα. Ο δικός μου δεν σταματούσε το τσιμπούκι. Μέχρι που ο τύπος άφησε ελεύθερο το κεφάλι μου. Και σηκώθηκα με τον πούτσο έξω, να σημαδεύει τ’ αστέρια.
Ο δικός μου κρατούσε την ψωλάρα του τύπου σα να ήταν τρόπαιο. Είχε χύσια πάνω στη μάπα του.
- Ωραίο το κόλπο; είπα στον τύπο.
- Καλό. Πρέπει να φύγω, παίδες.
Κι έτσι απλά, πήρε το καλοσχηματισμένο στέρνο του και έφυγε.
Κι εμείς μείναμε να γλειφόμαστε κάτω από τους ευκάλυπτους, ακούγοντας τον ήχο της θάλασσας στο βάθος. Εκείνο το καλοκαίρι στο Πρέβασμα.
13 notes · View notes
kavlorapano-stories · 3 years
Text
Η καλή πράξη της ημέρας
Ότι είχα ξυπνήσει με τον πούτσο σχεδόν κάγκελο ακόμα όταν παίρνει τηλέφωνο ο Σωτηράκης.
- Να' ρθω;
- Καλά, ρε μαλάκα, στον ύπνο σου με έβλεπες;
- Υπάρχει λόγος.
Και ήρθε. Μπήκε μέσα με τη στολή. Μόλις είχε σχολάσει.
- Πού είσαι, ρε σκατόμπατσε; του κάνω.
- Άσε, ρε μαλάκα, έφαγα δυο πούτσες και είπα μήπως θέλεις να γαμήσεις, τώρα που είμαι ανοιχτός.
Τον κοίταζα με ανοιχτό το στόμα. Μια φορά τον είχα πάρει μόνο, από τότε μόνο φίλοι κι έτσι. Ξεκούμπωσε το παντελόνι, το κατέβασε, γύρισε από την άλλη, άνοιξε τα πόδια του και τράβηξε το ένα κωλομέρι. Τον πλησίασα και σήκωσα και το άλλο, αποκαλύπτοντας μια κατακόκκινη τρύπα ανάμεσα στην τριχωτή χαράδρα του. Ο κώλος του γυάλιζε σε κάποια σημεία. Ήταν λάδι; Ποιός ξέρει... Το κωλοτρυπίδι του ήταν πρησμένο ολόγυρα. Έβαλε το χέρι του και γλύστρησε δυο δάχτυλα μέσα.
- Καλά, ρε μαλάκα, ποιός στο έκανε αυτό; Και πότε; Αφού τώρα σχόλασες.
Ο Σωτηράκης άρχισε να βγάζει τα παπούτσια του.
- Ένας κρατούμενος. Με γάμησε δυο φορές. Μιλάμε ότι ο τύπος με ξεκώλιασε, όμως. Άμα έβλεπες πούτσα, θα έσκυβες, μαλάκα.
- Καλά, πού; Στο κελί;
- Δεν σου λέω άλλα, είπε και πέταξε το παντελόνι του στο πάτωμα. 
Μετά βγήκε απ' την κουζίνα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Έβγαλα τον πούτσο μου έξω από το μποξεράκι να κρέμεται και τον ακολούθησα.Τον βρήκα στην άκρη του κρεβατιού, ανάσκελα, να παίζει με την τρύπα του. Έχωνε μέσα τα δάχτυλα δυο δυο.
- Πάντως, σ' ευχαριστώ που με σκέφτηκες, του είπα και άρχισα να τον παίζω.
- Έλα, ρε μαλάκα, άμα εσύ είχες μια μπύρα παραπάνω κι εγώ δίψαγα δεν θα μου έδινες;
- Καλά, ναι... Αλλά δεν είναι το ίδιο.
- Για μένα είναι το ίδιο, είπε και σαλιώνοντας τα δάχτυλά του άρχισε να τραβάει την τρύπα του για να δω πόσο ανοιχτή ήταν.
- Καλά, ρε μαλάκα, με δυο γαμήσια έγινες έτσι;
Ο πούτσος μου ήταν πλέον ντούρος. Δεν έχασα χρόνο. Στάθηκα από πάνω του και του τον έχωσα μέχρι τη μέση ασάλιωτο, σχεδόν χωρίς αντίσταση. Εκείνος μούγκρισε λίγο αλλά συνέχισε.
- Όι, ρε. Χτες το απόγευμα, πριν τη βάρδια, είχα σύναξη σπίτι. Είχε έρθει ο δικός μου με δυο γνωστούς του και τους έβαλε να με γαμάνε.
Μερικές φορές, νομίζω ότι αυτό το παιδί με δουλεύει. Όπως και να' χει, δε με χάλαγε. Είχα ένα μπάτσο με στολή από κάτω μου. Έσπρωξα και μπήκα πιο μέσα.
- Κάτι τον έχει πιάσει και θέλει να τον παίρνω για δέκα μέρες κάθε μέρα. Σήμερα είναι η τρίτη.
Ο πούτσος μου πρηζόταν κι άλλο με αυτά που άκουγα, αν αυτό ήταν δυνατόν. Ξεκούμπωσα το πουκάμισο της στολής του και τράβηξα τη φανέλα του μέχρι πάνω για να βλέπω την τρίχα του. Έχωσα το ένα χέρι μου μέσα και βρήκα τη ρώγα του.
- Α, μην ασχολείσαι μαζί μου. Δεν θέλω να χύσω. Δεν έχω καθόλου καύλες από χτες. Στράγγιξα.
- Άρα, του κάνω, είσαι τελείως πουτάνα.
- Δεν παίρνω λεφτά.
Άρχισα να τον γαμάω αργά, κοφτά και απότομα.
- Άρα, το κάνεις μόνο για την πούτσα.
- Ο πρώτος μου γαμιάς μου είχε πει ότι δεν πρέπει να έχω πούτσα καυλωμένη γύρω μου.
Δεν τον πίστευα το μαλάκα. Ανασηκώθηκα, τον έβγαλα απ' τον κώλο του, τον έσυρα πιο κοντά στην άκρη του κρεβατιού και τον έστησα καλά με ανοιχτά τα πόδια. Ο πούτσος μου γυάλιζε. Από την τρύπα του έτρεχαν ζουμιά. Πήρα λίγο με το δάχτυλο και του το έτριψα στα χείλια.
- Είναι τα φλόκια του προηγούμενο, μου είπε γελώντας.
Του τον έχωσα μέχρι τ' αρχίδια και άρχισα να τον γαζώνω.
- Δώσε πόνο, μάστορα, μου έκανε.
Και έδωσα. Τον πηδούσα σα να ήταν ένα παιχνίδι. Εκείνος με κοιτούσε χαμογελώντας. Άνοιξε περισσότερο και το πουκάμισό της στολής του για να βλέπω καλύτερα το στέρνο του. Ήταν πέτρα, το γαμημένο.
- Τσούζει, μου είπε.
Χέστηκα. Ήμουν έτοιμος. Τον έβγαλα έξω και τον άφησα να πέσει πάνω στο σκισμένο κωλόμουνό του. Απ' τον πούτσο μου άρχισαν να τρέχουν καυλόζουμα πάνω στην τρύπα και τ' αρχίδια του. Βογγούσα από την καύλα. Έπιασα τον πούτσο μου και πασάλειψα τα φλόκια μου στην τρύπα του. Μετά του τον ξανάχωσα ολόκληρο και τον ξανάβγαλα. Τον έτριβα πάλι πάνω στην τρύπα του, τρέμοντας από την ηδονή. Ο Σωτηράκης σηκώθηκε, έπιασε γερά τον πούτσο μου και άρχισε να τον ρουφάει. Τρελάθηκα.
- Τι πουτάνα που είσαι, ρε σκατόμπατσε.Μόλις μου τον καθάρισε καλά, έκατσε απλά και με κοίταζε που προσπαθούσα να βρω την ανάσα μου.
- Γαμάς καλά, ρε μαλάκα, μου είπε και πήρε το κινητό του.
- Τι κάνεις; του λέω.
- Ο δικός μου θέλει πειστήρια.
Τράβηξε τον πούτσο μου και σηκώθηκε να βρει το παντελόνι του.
Ρε το Σωτηράκη...
25 notes · View notes
kavlorapano-stories · 3 years
Text
Σκατογιορτή
Εϊμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Σε κάποια φάση, γυρίζω στο ένα πλευρό και τον παίρνω αγκαλιά. Νιώθει τον σκληρό πούτσο μου στον κώλο του.
- Ήθελα να είχα μουνί, να τον έβαζες όποτε ήθελες χωρίς φόβο και να γάμαγες.
Τον σφίγγω στην αγκαλιά μου. Σφίγγω και τον πούτσο μου περισσότερο στον κώλο του. Περνάω το χέρι μου μέσα απ’ το βρακί του και του χουφτώνω το κωλομέρι.
- Να, τώρα δεν θέλω να σηκωθώ να πλυθώ. Θέλω να τον φάω εδώ που είμαι. Δεν είναι άδικο;
Του κατεβάζω το σώβρακο όπως όπως και αρχίζω να τρίβω το πουτσοκέφαλό μου στη χαράδρα του. Μούγκρισε.
- Δεν ξέρω τι λες εσύ, εγώ πάντως θα στον χώσω εδώ και τώρα κι όποιον πάρει ο χάρος.
Σάλιωσε το χέρι του και το έτριψε ανάμεσα στα κωλομάγουλά του. Εγώ έχωσα τον πούτσο μου ανάμεσα και άρχισα να τρίβομαι.
- Έτσι θα στον βάλω. Θα τον φας, ρε;
- Ναι, χώστον μου.
- Έτσι; Χωρίς δάχτυλο; Χωρίς να σ’ ανοίξω πρώτα;
- Αφού με έχεις κάνει χώνα.
Πιάνω τον πούτσο μου και προσπαθώ να νιώσω την τρύπα του. Τον αφήνω εκεί και σπρώχνω.
- Εκεί ακριβώς.
Σπρώχνω κι άλλο. Νιώθω ότι το κεφάλι έχει μπει. Σαλιώνω το χέρι μου. Τρίβω τον κορμό της ψωλής μου που είναι ακόμα έξω και αγκαλιάζοντάς τον αρχίζω να μπαίνω πιο μέσα. Πονάει. Μένω εκεί για λίγο. Με μια σπρώξιά, τον τρώει μέχρι τη μέση. Μουγκρίζει. Περνάω το χέρι μου στο λαιμό του και τον σφίγγω λίγο.
- Πουτάνα με έχεις κάνει.
- Πουτάνα ήσουνα.
Μπαινοβγαίνω πιο άνετα τώρα. Δεν του τον έχω βάλει όλον. Θα το κάνει ο ίδιος σε λίγο. Βαριανασαίνω στα γκρίζα μαλλιά του. Το χέρι μου στο λαιμό του σφίγγει περισσότερο. Τα γένια του είναι ξυράφια.
- Τον θέλω όλο, ψυθίρισε.
Έκανα ότι δεν άκουσα.
- Τον θέλω όλο, λέει πιο δυνατά.
- Στ’ αρχίδια μου, του λέω και κάνω να βγω. Κι εκείνος με μια κίνηση κάνει πίσω και ολόκληρη η ψωλάρα μου καρφώνεται μέσα στον κώλο του μέχρι τη βάση. Δεν σας το’ πα;
Είμαστε ένα κομμάτι πια.
Αρχίζω να μπαινοβγαίνω αργά. Το ελεύθερο χέρι μου ταξιδεύει από τις ρώγες του στο λαιμό του και τούμπαλιν.
- Ό,τι κι αν γίνει, μου λέει, εσύ θα με γαμάς πάντα.
- Ακόμα κι αν χωρίσουμε;
- Ναι.
- Κι αν βρούμε άλλους;
- Ναι, μόνο δική σου πουτάνα είμαι.
Αρχίζω να φορτσάρω. Το χέρι μου τρέχει μέσα από το δασύτριχο στέρνο του και το στομάχι του και φτάνει στον πούτσο του. Είναι κάγκελο.
- Καυλώνεις που σε γαμάνε, πούστρα;
- Ναι.
- Δεν ντρέπεσαι ρε; Μεγάλος άντρας;
- Όχι.
- Ό,τι κι αν γίνει, να ξέρεις, εγώ θα σε γαμάω πάντα.
- Ναι.
- Όσους κι αν παίρνεις, μόνο απ’ το δικό μου γαμήσι θα χύνεις, γκέγκε;
- Ναι.
- Μόνο εγώ θα σε γκαστρώνω, άκουσες βρωμόπουστα;
- Χύσε μέσα στον κώλο μου.
- Τι;
- Χύσε μέσα στον κώλο μου!
Έσφιξα το χέρι μου στο λαιμό του, έκλεισα τα μάτια και άρχισα να τον γαζώνω φουλ. 
Γύρω απ’ το κρεβάτι μας, φαντάστηκα όλους όσους είχαν μπει κάποτε στον κώλο του και όλους όσους μπορεί να μπουν στο μέλλον, γυμνούς, με τις πούτσες στα χέρια, να μας κοιτάνε, να με βλέπουν που τον πηδάω μπροστά τους, να τον βλέπουν να καυλώνει απ’ το γαμήσι μου, απ’ την ηδονή που του δίνει η ψωλάρα μου χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα παρά να στέκουν εκεί, γύρω απ’ το κρεβάτι μας, με τις πούτσες στα χέρια, κερατάδες απ’ το παρελθόν και το μέλλον.
Του έχωσα το ελεύθερο χέρι μου στο στόμα και άρχισα να χύνω μέσα στον κώλο του βαριανασαίνοντας. Το κατάλαβε. Χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου, κατάλαβα ότι κι εκείνος άρχισε να τον παίζει.
- Είσαι η πουτάνα μου, του ψυθίριζα στ’ αυτί.
Κάτι πήγε να πει, αλλά δεν μπορούσε. Έσπρωξα περισσότερο το χέρι μου μέσα στο στόμα του.
- Δεν υπάρχει άλλη ψωλή για σένα, τ’ ακούς;
Πρέπει να έχυνα ακόμα. Τον ένιωθα, ήταν κι αυτός κοντά.
- Μόνο εγώ θα σου σκίζω το βρωμόμουνο, λεχρίτη.
Άριχσε να βογγάει. Έβγαλα το χέρι μου απ’ το στόμα του. Έχυνε τρέμοντας, με τον πούτσο μου ακόμα στον κώλο. Ένιωθα την τρύπα του να συσπάται καθώς του’ φευγαν τα φλόκια.
Οι κερατάδες γύρω μας χάθηκαν. Άνοιξα τα μάτια.
- Ρε μαλάκα... ρε μαλάκα..., βαριανάσαινε.
Δεν είπα τίποτα.
- Πώς είναι δυνατόν, ρε μαλάκα; Μετά από τόσα χρόνια...; Πώς είναι δυνατόν;
- Με τις υγείες σου.
Μείναμε κι οι δύο ακίνητοι, να λαχανιάζουμε ταυτόχρονα. Του έτριψα λίγο τις ρώγες. Τινάχτηκε απ’ την καύλα. Διαμαρτυρήθηκε. Σταμάτησα. Μείναμε έτσι, μέχρι που ξελαχανιάσαμε.
- Χρόνια μας πολλά, καριόλη, κατάφερε να πει τελικά.
- Χρόνια μας πολλά, πουστράκο, του είπα. Πάντα τέτοια.
Τον έβγαλα αργά από τον κώλο του. Τον κοίταξα. Και έτρεξα γραμμή στην τουαλέτα.
18 notes · View notes
kavlorapano-stories · 3 years
Text
Της ηλικίας
Ξυπνάω, κατουράω, πάω κουζίνα τσίτσιδος. Το παπάρι ακόμα φουσκωμένο. Όχι όρθιο. Φουσκωμένο.
Εκείνος πίνει καφέ μέσα στη μίρλα. Φτιάχνω κι εγώ.
- Τι έχεις, αγορίνα;
- Τι να έχω, γαμώ το χριστό μου; Δεν έχω καύλες, ρε μαλάκα. Έχασα τις καύλες μου. Τι θα κάνω τώρα; Θα αρχίσω τα χάπια; Ασ’ το διάολο πια. Κωλογεράματα. Τίποτα, μετά τα πενήντα, ο άνθρωπος πρέπει να μένει μόνος του.
- Γιατί;
- Τι γιατί, ρε μαλάκα; Άμα δεν έχω κέφια, αργά ή γρήγορα θα με αφήσεις κι εσύ.
Τελειώνω τον καφέ και τον αφήνω στο τραπέζι. Πάω μπροστά του.
- Τι μαλακίες λες, πρωί πρωί; Κατ’ αρχάς, μια χαρά καύλες έχεις.
Πιάνω το παπάρι μου και του το τρίβω στο ρουθούνι. Τον χτυπάει αμέσως η μυρωδιά. Του τον κοπανάω κανα δυο φορές στη μάπα.
- Όποτε νιώθεις ξενερωμένος, να το λες στο γαμιά σου. Εγώ τι κάνω εδώ; τον ρώτησα και συνέχισα να τρίβω το πουτσοκέφαλό μου στα ρουθούνια του. 
Η ψωλάρα μου είχε ήδη αρχίσει να σηκώνεται. Εκείνος την κοίταζε σαν υπνωτισμένος.
- Λες; είπε σχεδόν άηχα.
- Τι λέω, μωρή πούστρα; Άντε άνοιξε το γαμώστομά σου, του κάνω και του τραβάω τα μαλλιά.
Τον μπούκωσε αμέσως το μεζέ. Δε με χαλούσε να χύσω πρωί πρωί. Αν και συνήθως μετά δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα και η μέρα πάει τσάμπα. Δεν πειράζει. Σμπούτσαμ.
Εκείνος άρχισε να μου τον ρουφάει αχόρταγα. Του τραβάω το κεφάλι απ’ τα μαλλιά προς τα πίσω και η ψωλάρα μου πετάγεται από το στόμα του γεμάτη σάλια και τον χτυπάει στη μύτη.
- Δεν θα βιάζεσαι. Αργά.
Και άρχισε να σολάρει. Ο πουστράκος μου έχει μαύρη ζώνη στα τσιμπούκια. Ένιωθα τα ζουμιά να ανεβαίνουν και έπρεπε να κάνω κάτι για να τον σταματήσω.
Έκανα πίσω. Στεκόμουν μπροστά του κρατώντας τον πούτσο μου στο χέρι.
- Να δω τον πούτσο σου, του είπα.
Εκείνος κατεβάζει σώβρακο και ο πούτσος του σημάδευε στο ταβάνι.
Του αρπάζω το κεφάλι, του χώνω τον πούτσο μου μέχρι το λαρύγγι και αρχίζω να το γαμάω αργά. Εκείνος άρχισε να τον παίζει.
- Είδες, ξεφτίλα; Καύλες έχεις. Απλά καυλώνεις μόνο από την πούτσα, πια. Τίποτα άλλο δε σε φτιάχνει. Στο μυαλό σου έχεις συνέχεια μια πούτσα. Την πούτσα μου. Να σε γαμάει και να σε χύνει.
Μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα άρχισε να χύνει μουγκρίζοντας μπουκωμένος απ’ τον πούτσο μου. Όσο περισσότερο μούγκριζε, τόσο πιο βαθιά ζόριζα το λαρύγγι του, ώσπου δεν άντεξα κι εγώ. Πήρα τον καφέ του, τον έβαλα πιο κοντά, έβγαλα τον πούτσο μου απ’ το στόμα του και άρχισα να χύνω μέσα στο φλυτζάνι του.
Σκούπισα το χέρι μου και τον πούτσο μου στο μάγουλό του, έκατσα στην καρέκλα μου, έφτιαξα τσιγάρο και ήπιαμε καφέ.
26 notes · View notes
kavlorapano-stories · 3 years
Text
Το πάρτυ στου Παλαμά IV
Μεσάνυχτα.
Ο θείος, σαν ώριμος Πάνας, δίπλα στο κρεβάτι, μπροστά στο φρεσκογαμημένο πιτσιρίκο, γυμνός, μυώδης και τριχωτός, με την κοιλίτσα που τελείωνε σε δύο υπέροχα κόκκαλα στην αρχή της λεκάνης, με τα μαλλιά ανάκατα και έναν πρησμένο πούτσο στο χέρι.
Ο θείος με τον πρησμένο πούτσο στο χέρι, με τον γνωστό από τα τόσα γαμήσια πούτσο του που έμοιαζε με σφήνα, που ήταν μακρύς και ενώ είχε λεπτό κεφάλι φάρδαινε στα μισά και ήταν γεμάτος φλέβες που κατέληγαν σ’ έναν πυκνό θάμνο (από πάνω) και σε δυο πελώρια αρχίδια (από κάτω) και σ’ ένα τέλειο αρσενικό (γενικά).
Ο θείος που κοιτούσε τη φρέσκια σάρκα μπροστά του και σκεφτόταν πώς να την καταβροχθίσει καλύτερα.
Ο θείος που είχε βοηθήσει τον πιτσιρίκο στο πρώτο του ξέσκισμα πριν κανένα μισάωρο, αγκαλιάζοντάς τον, χαιδεύοντας το κεφάλι του και καθησυχάζοντας τον όταν πονούσε.
Ο θείος, του οποίου το όνομα δεν θυμόμουν ποτέ και τον οποίο είχα τόσο προσβάλλει πριν καμιά ώρα, που του είχα υποσχεθεί ότι θα του χρωστούσα την πίπα του αιώνα για τον τρόπο που του φέρθηκα και που όντως σκόπευα να το κάνω όσο πιο σύντομα γινόταν.
Αυτός ο πενηντάρης τράγος, λοιπόν, ιδρωμένος από τη ζέστη που είχε το δωμάτιο, κάρφωνε τον μικρό με το βλέμμα του και τραβώντας τ’ αρχίδια του, έκανε τον πούτσο του να χοροπηδά στον αέρα.
“Σ’ αρέσει, μικρέ;” ρώτησε γελώντας.
Ο μικρός, καυλωμένος τέλεια, ξαπλωμένος ανάσκελα με τα πόδια να φασκελώνουν το ταβάνι και την τρύπα του να γυαλίζει απ’ τα υγρά, με το βλέμμα ταραγμένο κι ανυπόμονο, γεμάτος επιθυμία να χύσει επιτέλους, άνοιξε τα χέρια του και έκλεισε τα μάτια.
“Πάρτε με”, είπε.
Δεν ξέρω ποιός γέλασε πρώτος, αλλά σε τρία δευτερόλεπτα όλοι χαχανίζαμε. Εκτός από το θείο. Ανέβηκε πάνω απ’ το μικρό, πήρε ένα μαξιλάρι και το έβαλε κάτω από τη μέση του, σηκώνοντας την τρύπα του σε πιο βολικό σημείο. Κοίταξε το μικρό σοβαρά.
Πολύ σοβαρά.
Τον γαμούσε ήδη με το βλέμμα του.
Ο μικρός σοβάρεψε κι αυτός.
“Πάρτε με, πατέρα.”
Τότε κατάλαβα. Η χημεία ήταν τόσο δυνατή μεταξύ τους που είχαν μπει σ’ ένα δικό τους χωροχρόνο. Ο θείος γούσταρε τρελά να κατακτήσει τη σάρκα του μικρού για να πάρει δύναμη. Ο μικρός είχε άχτι να τον πηδήξει μια πατρική φιγούρα. Ο τρόπος που κοιτάζονταν λίγο πριν το σκίσιμο, έτσι όπως είχαν παγώσει ο ένας πάνω από τον άλλον με έκανε να ξεχάσω τελείως το Σωτήρη. 
Ο θείος κατέβαινε αργά, κολλώντας το πρησμένο πουτσοκέφαλό του στη γλυστερή τρύπα του μικρού. Άρχισε να την τρίβει αργά με αυτό. Ο μικρός μούγκρισε γνέφοντας καταφατικά. Ξελυγωμένος. Ο θείος συνέχιζε το ίδιο.
“Σας παρακαλώ...”, παραπονέθηκε ο μικρός. Ο θείος τον κοίταζε με ένα βλέμμα απόκοσμο. Γινόταν κτήνος. Είχα μείνει μαλάκας. Σκέφτηκα να το τραβήξω βίντεο στο κινητό αλλά ήμουν βέβαιος ότι δεν θα έβγαινε αυτό που έβλεπα εκείνη τη στιγμή μπροστά μου.
Ο θείος έβαλε πρώτα τις άκρες των δακτύλων του στην τρύπα του μικρού, με το πουτσοκέφαλό του να ακολουθεί αργά. Ο μικρός άρχισε να τρίβει τις ρώγες του. Η ψωλάρα του δεν ακουμπούσε καθόλου το στομάχι του, κι ας ήταν πεσμένος ανάσκελα. Τόσο καυλωμένος ήταν. Ο θείος άρχισε να κουνιέται αργά, χώνοντας παραμέσα τα δυο του δάχτυλα και τον πούτσο του. Ο μικρός δάγκωσε τα χείλια του και άφησε ένα παραπονεμένο ήχο. Ο θείος μπήκε παραμέσα, χωρίς να βγάζει τα δάχτυλά του.
“¨Πιο βαθιά, πατέρα”, ψέλλισε ο μικρός και τότε ο θείος, κοιτώντας τον άγρια έβγαλε τα δάχτυλά του και έπεσε πάνω στο μικρό με όλο του το βάρος, με τον πούτσο του να χώνεται απότομα στη σκισμένη κωλοτρυπίδα μέχρι τ’ αρχίδια.
Ο μικρός άρχισε να σπαρταράει. Αγκάλιασε το θείο και του ψυθίρισε κάτι στ’ αυτί. O θείος έμεινε ακίνητος, με την πρησμένη ψωλάρα του βαθιά μέσα στον κώλο του πιτσιρικά, και τον κοίταζε. Πέρασαν μερικά λεπτά.
“Θα παντρευτείτε;” είπε ο Ζαφείρης και άρχισε να χαχανίζει.
Εγώ δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω τους. Τι είχε ψιθυρίσει ο μικρός στο αυτί του θείου;
Τελικά, ο θείος σηκώθηκε απ’ το μικρό κι έπεσε εκείνος ανάσκελα. Ο μικρός σηκώθηκε και καβάλησε το θείο στο ύψος της λεκάνης του. Ο Παλαμάς έτρεξε πίσω απ’ το μικρό. Έπιασε τον πούτσο του θείου και τον κράτησε στο ύψος της κωλοτρυπίδας του πιτσιρικά. Εκείνος άρχισε να κατεβαίνει, μέχρι που πούτσος και κωλοτρυπίδι συναντήθηκαν. Και συνέχισε, μέχρι που η ψωλάρα του θείου άρχισε να χάνεται μέσα στο κωλοτρυπίδι. Και συνέχισε, αργά, μέχρι που πλέον φαίνονταν μόνο τ’ αρχίδια του θείου. Ο Παλαμάς άνοιξε τα πόδια του θείου καλά καλά και άρχισε να του ρουφάει τ’ αρχίδια.
Ο μικρός, έτσι όπως ήταν καβάλα πάνω στο θείο και χωρίς να σταματήσει να τον κοιτάει στα μάτια άρχισε να λικνίζεται πάνω κάτω. Το παλούκι που είχε ανάμεσα στα πόδια του χοροπηδούσε πάνω στο στομάχι του θείου, ο οποίος ξεφυσούσε. Και τότε, ο Ζαφείρης έκανε την κίνηση ματ. Πήγε δίπλα στο μικρό και του έβαλε τον πούτσο του στο χέρι. Ο μικρός, χωρίς να σταματήσει να κουνιέται, άρχισε να μαλακίζει αργά και το Ζαφείρη, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από το βλέμμα του θείου. Πήγα κι εγώ απ’ την άλλη και έτσι ο μικρός τώρα είχε από μία ψωλή σε κάθε χέρι καθώς γαμιόταν. Τα έκανε όλα τόσο αργά και φυσικά, που μας ικανοποιούσε όλους τέλεια.
“Αλλά έμεινε μία τρύπα”, είπε ο Σωτήρης και σηκώθηκε επιτέλους από την καρέκλα. Ανέβηκε στο κρεβάτι, πάνω απ’ το ζευγάρι που γαμιόταν, πήρε τη χαλαρή ψωλάρα του στο χέρι και την κράτησε μπροστά στο κεφάλι του μικρού. Εκείνος την έβαλε όλη μέσα.
Τον είχαμε κάνει πολύμπριζο.
Κουνιόταν αργά και ρυθμικά. Με δυο πούτσες στο χέρι, μια στον κώλο και μια στο στόμα. Ήταν γεμάτος. Και τα κατάφερνε. Το ιδανικό θα ήταν να συνέχιζε έτσι μέχρι να τον γεμίζαμε όλοι χύσια μέχρι απάνω, σκεφτόμουν. Αλλά η πραγματική ζωή δεν είναι έτσι. Ο Ζαφείρης έχυσε σχεδόν αμέσως στο χέρι του μικρού. Ο Σωτήρης είχε χύσει πριν από λίγο, οπότε δεν περιμέναμε να τελείωνε αλλά σε κάποια φάση τον βγάζει απ’ το στόμα του μικρού και τον παίζει. Μετά από λίγο το σπέρμα του έπεφτε αργά στο πρόσωπο του πιτσιρικά, ο οποίος είχε ανοίξει φαρδιά πλατεία το στόμα του.
Όσο για μένα, απλά άφησε τον πούτσο μου να αιωρείται στον αέρα. Στήριξε τις γροθιές του στο τριχωτό στήθος του θείου. Οι ματιές τους συναντήθηκαν πάλι και μαγνήτισαν. Ο μικρός άρχισε να ανεβοκατεβαίνει στο χοντρό παπάρι του θείου, ο οποίος είχε γραπώσει την ψωλάρα του μικρού και του τον έπαιζε. 
Πρώτα εγώ, μικρέ, είπε ο θείος.
Ο μικρός άρχισε να γκαζώνει δαγκώνοντας τα χείλη του από τον πόνο και την καύλα και ξαφνικά ο θείος άρχισε να βαριανασαίνει και να μουγκρίζει. Ο μικρός τρελάθηκε όταν κατάλαβε ότι άρμεγε τον πούτσο του θείου με τον κώλο του και αύξησε ταχύτητα. Ο θείος σπαρταρούσε από κάτω του, προσπαθώντας να ελέγξει την ανάσα του. Άρχισε να μαλακίζει γρήγορα τον πιτσιρικά, ο οποίος δεν σταματούσε να γαμιέται όλο και πιο γρήγορα.
“Ευχαριστώ, πατέρα”, έγρουξε ο μικρός. Ο θείος, λαχανιασμένος, κοίταζε με χαρά την ψωλάρα του μικρού να χύνει στο χέρι του, γεμίζοντας το τριχωτό στομάχι του με καυλόζουμο.
‘Μη σταματάς, μικρέ, βγάλτα όλα με το γαμήσι”, είπε ο θείος. Ο μικρός χαχάνιζε και έγρουζε απ’ τον πόνο εναλλάξ. Πέταξε και τα τελευταία φλόκια του πάνω στον τριχωτό τράγο και μετά, χωρίς να βγάλει την ψωλή που ακόμα έχυνε στον κώλο του, ξάπλωσε πάνω στο στέρνο του θείου και έμεινε εκεί.
Είχαν γίνει μια μάζα από λαχανιασμένη σάρκα.
Κοίταξα λίγο τους άλλους. Ο Ζαφείρης κι ο Παλαμάς είχαν πάρει ένα δισκάκι κόκα παραμάζωμα. Ο Μπάμπης καθάριζε τον πούτσο του Σωτήρη, ο Σωτήρης καθόταν στον υπολογιστή και έβαζε μουσική και ο κώλος του Σωτήρη έπρεπε να γαμηθεί απ’ τον πούτσο μου επιτέλους. Τον πούτσο μου, που ήταν τόση ώρα καυλωμένος. Και κανείς δεν είχε ακόμα το φιλότιμο... τέλος πάντων.
Το πιτσιρίκι τελικά ξεκαρφώθηκε απ’ τον πούτσο του θείου και έπεσε φαρδύ πλατύ πλάι του. Ο Παλαμάς πήγε από πάνω του. Με τα δυνατά του μπράτσα το σήκωσε όπως ήταν και το τοποθέτησε μπρούμυτα με τέτοιο τρόπο ώστε το κεφάλι του να ήταν στο ίδιο επίπεδο με τον πούτσο του θείου. Μετά, του άνοιξε τα πόδια και άρχισε να του γλύφει αργά το πονεμένο του σουφρί. Ο Παλαμάς το έχει αυτό, γενικά. Του αρέσει να γλύφει τα φλόκια από χυμένους κώλους.
Κοίταζα το μικρό με την πούτσα στο χέρι. Τι τυχερό παιδί, να μας βρει σ’ αυτή την ηλικία. Να μάθει την πούτσα σωστά και έγκαιρα. Να χορτάσει γαμήσι από μικρός, όχι σαν κι εμένα που έμεινα χρόνια στην ντουλάπα και έβγαλα μετά χίλια συμπλέγματα. Δεν ήθελα να το γαμήσω. Το ζήλευα.
Να σε γαμήσει ο θείος σε τέτοια ηλικία, μαλάκα! Τι άντρας, γαμώ το σπίτι του. Κι εγώ να του την πω έτσι. Στη βράση κολλάει το σίδερο, σκέφτηκα. Του είχα υποσχεθεί την πίπα του αιώνα. Κι αυτό θα συνέβαινε.
Ο κώλος του Σωτήρη μπορούσε να περιμένει. Άλλωστε, είχε ήδη χύσει δυο φορές σ’ ένα μισάωρο. Ας του έδινα λίγο χρόνο να συγκεντρώσει δυνάμεις, σκέφτηκα. Ανέβηκα στο κρεβάτι μπροστά στο θείο ο οποιός, ξαπλωμένος ανάσκελα, είχε κλειστά τα μάτια και ξανάσαινε, και άνοιξα τα πόδια του όσο έπαιρνε. Ο μικρός με κοίταξε με απορία.
“Αγορίνα, όταν σε χρησιμοποιεί μια πούτσα, πρέπει να την περιποιείσαι, μετά. Θα την καθαρίζεις με τη γλώσσα σου και θα τη ρουφάς. Μπορεί να πρέπει να ξαναχύσει, σωστά;”
Ο θείος άνοιξε τα μάτια του και με κοίταζε με ένα απορημένο χαμόγελο.
“Και έναν τέτοιον άντρα πρέπει να τον περιποιείσαι διπλά”, συνέχισα κοιτώντας τον θείο τώρα.
“Τι σ’ έπιασε, ρε; Τι θες ρε μαλακάκο;” ρώτησε ο γερο τράγος.
“Τι να θέλω, ρε φίλε; Εσύ μ’ έμαθες να γαμάω. Εσύ μου έμαθες τα πάντα. Είσαι το καλύτερο σερνικό εδώ μέσα. Δεν υπάρχει άντρας σαν κι εσένα ρε και στο λέω μπέσα. Γι’ αυτό, θα σου γλύψω το παπάρι τώρα εδώ, μαζί με το μικρό, στο χαλαρό. Τέτοιο χύσιμο δεν θα’ χεις ξανακάνει. Γιατί αυτό μας αξίζει, ρε μαν. Να σου ρουφάμε τη ψωλάρα και να σου γλύφουμε τ’ αρχίδια.”, είπα στέκοντας από πάνω του, ολόγυμνος, ιδρωμένος, με την ψωλάρα μου να σημαδεύει στο ταβάνι. “Ειδικά άμα έχουμε μεγάλη γλώσσα”, πρόσθεσα όλο νόημα και ξάπλωσα ανάμεσα στα πόδια του, δίπλα στο μικρό.
“Αφού σου είπα, ρε μαλάκα, στ’ αρχίδια μου ό,τι κι αν είπες, το ξέρω ότι είσαι βλαμμένος”, είπε ο θείος χαμογελώντας.
“Όχι, τράγο. Πρέπει να μάθω τη θέση μου. Να μετράω τα λόγια μου. Σου υποσχέθηκα κάτι και θα το κάνω”.
“Ό,τι θες, αντράκο”. έκανε ο θείος και σταύρωσε τα χέρια του πίσω απ’ το κεφάλι του.
Έπιασα τις ιδρωμένες, χοντρές αρχιδάρες του και τις έβαλα στο στόμα μου.
(συνεχίζεται)
Τα προηγούμενα μέρη:
Το πάρτυ στου Παλαμά
Το πάρτυ στου Παλαμά ΙΙ
Το πάρτυ στου Παλαμά ΙΙΙ
11 notes · View notes
kavlorapano-stories · 3 years
Text
Νυχτερινό στο Πέραμα
Μόλις μου έκλεισε τα μάτια, άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Βαριά αθλητικά πλησίαζαν. Πρέπει να ήταν πάνω από ένας. Δύο; Τρεις; Εγώ περίμενα γονατισμένος να πλησιάσουν. Ένιωθα το χέρι του στο κεφάλι μου. Μου χάιδευε τα μαλλιά. Το ένα ζευγάρι αθλητικά στεκόταν τώρα μπροστά μου. Άκουσα μια ζώνη να λύνεται βιαστικά. Ένα φερμουάρ να κατεβαίνει. Οι άλλοι μιλούσαν στα αλβανικά. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο ένας κάπνιζε. Μύρισε καπνός.
Και πούτσα.
Μια χαλαρή πούτσα χτυπούσε το στόμα και τη μύτη μου. Άνοιξα το στόμα μου αμέσως και προσπάθησα να κεντράρω αλλά μου ξέφυγε. Εκείνος γέλασε. Ξαναχτύπησε την πούτσα στη μύτη μου αλλά αυτή τη φορά κατάφερα να την αιχμαλωτίσω. Αυτός που με χάιδευε μιλούσε ακόμα με τον άλλον στα αλβανικά. Τη ρούφηξα αμέσως όλη. Ήταν μικρή ακόμα. Άρχισα να πιπιλάω το πουτσοκέφαλο αργά. Ένιωσα συσπάσεις στον κορμό. Σήκωσα το χέρι μου να πιάσω τ’ αρχίδια, αλλά αυτός που με χάιδευε πρόλαβε το χέρι μου. Πήρε και το άλλο και μου τα κράταγε πίσω απ’ την πλάτη μου.
Ήμουν όλο στόμα. Μια τρύπα. Μόνο. Για να χύνεις.
Το παπάρι μέσα στο στόμα μου άρχισε να χοντραίνει κι εγώ άρχισα να κάνω πιο γρήγορα. Ο τύπος τον έβγαλε απ’ το στόμα μου και αμέσως μου έχωσε το χέρι του μέχρι το λαρύγγι. Στην αρχή, χωρίς τον αντίχειρα. Έσπρωχνε μέχρι όσο έπαιρνε. Μου ήρθε εμετός. Άρχισα να βγάζω ανάλογους ήχους, αλλά δεν τον ένοιαζε. Συνέχιζε να σπρώχνει το χέρι του προς το λαρύγγι μου, σα να προσπαθούσε να ανοίξει καλά το στόμα μου. Για το γαμήσι.
Άρχισα να γέρνω μπροστά το κεφάλι μου. Κατάλαβε ότι θα ξερνούσα και έβγαλε το χέρι του. Άρχισα να βήχω. Καθώς έβηχα και έφτυνα, εκείνος έτριβε τον πρησμένο πια πούτσο του στα χείλια μου. Τελικά, τον ξανάχωσε στο στόμα μου. Άρχισα να ρουφάω.
Πρέπει να ήταν καλό παλούκι. Ξυρισμένο, δεν ένιωθα τρίχα πουθενά. Γέμιζε το άνοιγμα του στόματός μου. Άφηνα όσα περισσότερα σάλια μπορούσα. Εξερεύνησα το πουτσοκέφαλο με τη γλώσσα μου και προσπαθούσα να χώσω όσο περισσότερη γινόταν στην τρύπα του. Μετά άρχισα να πειράζω το δέρμα κάτω από το άνοιγμα. Και μετά, όταν κατάλαβα ότι είχε πάρει το σχήμα και τη σκληράδα που έπρεπε, άρχισα να ρουφάω. Έπρεπε να βγάλω τα χύσια.
Και τότε ένιωσα μια δεύτερη πούτσα πάνω στο αριστερό μου μάγουλο. Η συζήτηση στα αλβανικά συνεχιζόταν πιο αργά, με γέλια. Με κορόιδευαν. Και το ήξερα. Και με καύλωνε αυτό. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο απ’ το να ρουφάω πούτσες αγνώστων καυλωμένος. Χωρίς να μπορώ να χύσω. Για πόσο; Για πόσες πούτσες; Δεν ήξερα.
Τσιμπούκωνα βαθιά την πούτσα που ήταν μέσα στο στόμα μου όταν μου άρπαξε το κεφάλι και μου το κόλλησε στη λεκάνη του. Δεν κατάφερε να τον βάλει όλον. Δεν χωρούσε. Έσπρωξε κι άλλο. Τίποτα. Οι άλλοι γελούσαν. Πνιγόμουν. Μου’ ρχόταν εμετός. Εκείνος έκανε πίσω και η ψωλάρα του χάθηκε απ’ το στόμα μου αλλά πριν προλάβω να πάρω ανάσα, μια γόπα ακούστηκε να πέφτει κάτω και η δεύτερη πούτσα ήρθε και χώθηκε μέσα μου μέχρι το λαρύγγι. Βόγγηξα. Άρχισε να με γαμάει γρήγορα, άφοβα. Θα μπορούσα να πάθω ζημιά. Πρέπει να ήταν παιδιά. Δεν εξηγείται αλλιώς. Μούγκριζα από τον πόνο. Και οι άλλοι γελούσαν. Κάποιος μου έδωσε μια καρπαζιά.
Τότε ένιωσα αυτόν που μου κρατούσε τα χέρια να τα αφήνει. Έσπρωξε αυτόν που γαμούσε το στόμα μου να κάνει στην άκρη. Άκουσα ζώνη να λύνεται. Φερμουάρ να κατεβαίνει. Ένα χέρι έπιασε το σαγόνι μου να ανοίξει και ένα χαλαρό παπάρι πάρκαρε πάνω στο κάτω χείλι μου. Άρχισα να νιώθω τη ροή του κάτουρου να γεμίζει το στόμα μου. Ζεστό. Μύριζε μπύρα. Μου ήρθε εμετός. Σταμάτησε. Τα έφτυσα. Μου ήρθε μια σφαλιάρα από κάπου.
“Πιες το όλο”, μου είπε με τη βαριά προφορά του.
Η ροή ξεκίνησε πάλι. Άνοιξα το λαρύγγι μου. Το κάτουρο άρχισε να τρέχει μέσα μου. Ο πούτσος μου τιναζόταν από την καύλα. Ένα παπούτσι τον κλώτσησε δυο φορές. Ένα χέρι τράβηξε τα μαλλιά μου προς τα πίσω, για να πέφτει πιο γρήγορα το κάτουρο. Το οποίο τελείωσε. Σκούπισε τον πούτσο στα χείλια μου. Τη θέση του πήρε κάποιος από τους άλλους δύο. Προσπαθούσα να κλέψω μια δυο ανάσες αλλά δεν πρόλαβα. Μου τον έχωσε μέχρι όσο πήγαινε και άρχισε να μου γαμάει το στόμα. Η άλλη ψωλή χτυπούσε πάνω στον κρόταφό μου.
Ακούστηκε το κουδούνι.
“Γρήγορα, μαλάκες”, είπε ο ένας. Γέλασαν.
Το πιστόνι που ήταν χωμένο στο κεφάλι μου άρχισε να φορτσάρει. Ξαφνικά, ένιωσα να τον σπρώχνουν μακριά. Ο άλλος πούτσος χώθηκε άγρια μέσα στο στόμα μου. Ένα ζευγάρι χέρια άρπαξε το κεφάλι μου. Το τσογλάνι άρχισε να γαμάει το στόμα μου και να μουγκρίζει. Η γεύση στο στόμα μου άλλαξε. Χ��σι. Άρχισα να νιώθω το ζουμί του, πιο παχύρρευστο από το σάλιο μου. Πιο πικρό. Έβγαινε συνέχεια, με κάθε γαμησιά. Τον ένιωθα να τρέμει μέσα απ’ τα χέρια του. Μέσα απ’ τον πούτσο του. Δεν σταματούσε. Ο άλλος του είπε κάτι στα αλβανικά, βγήκε και έκανε στην άκρη. Πήρε τη θέση του μπροστά μου. Μάλλον τον έπαιζε. Άνοιξα το στόμα μου. Εκείνος που είχε χύσει έτριβε το παπάρι του πάνω στο κούτελό μου, για να το σκουπίσει. Σε λίγο, ένιωθα το ζεστό σπέρμα του δεύτερου να πέφτει πάνω στη γλώσσα μου καυτό, στο πηγούνι μου, πάνω στο μαντήλι που έδενε τα μάτια μου. Δεν φώναξε. Απλά έχυνε. Και έχυνε. Ήθελα την τελευταία σταγόνα. Πετάχτηκα και άρπαξα το παπάρι του με το στόμα μου. Άρχισα να το ρουφάω τρυφερά. Έβαζα τη γλώσσα μου μέσα στην τρύπα του, να βγάλω ό,τι μπορεί να έμενε εκεί πέρα. Εκείνος έτρεμε. Με έσπρωξε προς τα πίσω.
Το μαντήλι λύθηκε. Τους είδα. Ναι, ήταν ο Έρις από το Β5 και ο Ασλάν από την τρίτη.  Κάπου στα 25 κι οι δυο. Καπέλα. Αθλητικές μπλούζες. Να μαζεύουν τις γλυστερές ψωλάρες τους μέσα στα τζην τους. Ο Γιάννης έφυγε από πίσω μου και σήκωσε την τσάντα του από το πάτωμα.
“Εντάξει, δασκαλάκο; Χόρτασες καυλί;”, με ρώτησε χαμογελώντας κοροϊδευτικά.
Οι άλλοι δύο έφυγαν. Έκανε κι εκείνος για την πόρτα. Πριν βγει, γύρισε και με κοίταξε.
“Και για τους βαθμούς είπαμε, ε;”
Ένευσα καταφατικά. Έφυγε κλείνοντας την πόρτα.
Έμεινα στα γόνατα, καυλωμένος. Στην έρημη, σκοτεινή τάξη. Ο λαιμός μου έτσουζε. Είχα τα φλόκια τους και κάτουρο πάνω στα ρούχα μου και στο πρόσωπό μου. Πώς θα έφευγα απ’ το σχολείο; Δεν με ένοιαζε. Θα περίμενα να στεγνώσουν. Κάτι θα έκανα.
Καθώς προσπαθούσα να πάρω ανάσα επιτέλους, η γλώσσα μου κινούνταν μέσα στο στόμα μου. Έψαχνε να βρει ό,τι είχε απομείνει απ’ τους χυμούς των κωλόπαιδών. Τέλειωναν. Το χέρι μου έπιασε γερά τον πούτσο μου. Μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα έχυσα μέσα στην παλάμη μου. Καθώς τον έπαιζα ακόμα, σκεφτόμουν αν το σπέρμα μου θα μπορούσε να πάρει τη θέση του δικού τους μέσα στο στόμα μου. Αν θα συνέχιζε αυτή την αίσθηση. Αν θα με έκανε να νιώσω για λίγο ακόμα χρησιμοποιημένος από τα τρία κωλόπαιδα.
12 notes · View notes